Στη μείωση του αφορολογήτου για να διευρυνθεί η φορολογική βάση και στη μη λήψη μέτρων που θα επηρεάσουν την κουλτούρα των πληρωμών- ειδικά όσον αφορά στα δάνεια- επιμένει το ΔΝΤ.
Προβλέπει ισχυρή ανάπτυξη για το 2019 αλλά «καθίζηση» του ρυθμού ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμη βάση κοντά στο 1%. Το Ταμείο διαφωνεί με την μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού ενώ αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρξει άμεσα πρόωρη αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδας προς το ΔΝΤ ώστε να περιοριστεί το κόστος από το υψηλό επιτόκιο δανεισμού.
Ανάπτυξη της τάξεως του 2,4% «βλέπει» το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 2019 με την ανάπτυξη να υποστηρίζεται από τις εξαγωγές, την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις οι οποίες θα αυξηθούν λόγω της βελτίωσης της ψυχολογίας. Ωστόσο, σε μεσοπρόθεσμη βάση, το Ταμείο επιμένει ότι ο αναπτυξιακός ρυθμός θα περιοριστεί στην περιοχή του 1%.
Το ΔΝΤ έδωσε πριν από λίγο στη δημοσιότητα την πρώτη μεταμνημονιακή του έκθεση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η έκθεση διακρίνεται από αισιοδοξία για την βραχυπρόθεσμη πορεία της οικονομίας αλλά και μεγάλους προβληματισμούς σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στα «κληροδοτήματα» της κρίσης τα οποία και καθιστούν ευάλωτη την ελληνική οικονομία: πρόκειται για το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, τις αδυναμίες του ιδιωτικού τομέα αλλά και την αδύναμη κουλτούρα όσον αφορά στην πληρωμή των υποχρεώσεων.
Το ΔΝΤ ζητά περαιτέρω προσπάθεια για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας αλλά και να καθιερωθεί η ευελιξία στην αγορά εργασίας. Η αύξηση του μισθού εκτιμάται ότι κινείται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από αυτά που επιτρέπει η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας ενώ διατυπώνονται ενστάσεις για το γεγονός ότι έχουν αρχίσει να αντιστρέφονται τα συμφωνηθέντα του 2012 όσον αφορά στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Το ΔΝΤ ζητά αλλαγή στη συνταγή της δημοσιονομικής πολιτικής. Επιμένει ότι πρέπει να προχωρήσουν οι μειώσεις των φορολογικών συντελεστών από το 2020, ταυτόχρονα με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Αυτό σημαίνει ότι το ΔΝΤ επιμένει στην αναγκαιότητα να μειωθεί η έκπτωση φόρου από τα 1900 στα 1250 ευρώ. Εκτιμά ότι πρέπει να απελευθερωθεί δημοσιονομικός χώρος για να τονωθούν οι δημόσιες επενδύσεις ενώ ζητά καλύτερη στόχευση των κοινωνικών δαπανών. Για να προκύψει αυτός ο χώρος, ζητείται επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων που αφορούν στα δημόσια οικονομικά και στη φορολογική συμμόρφωση. Επίσης ζητείται καλύτερη αντιμετώπιση του θέματος με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου.
Στο μείζον θέμα των τραπεζών, το ΔΝΤ ζητά από την κυβέρνηση να «αποφύγει μέτρα που μπορεί να περιορίσουν την συνεπή αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων των οφειλών, να αναβάλει για αργότερα μέτρα που συνιστούν κρατική βοήθεια αλλά και να προωθήσουν μέτρα βελτίωσης της εσωτερικής διακυβέρνησης των τραπεζών.
Το ΔΝΤ εντοπίζει αδυναμίες στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καθώς υπολογίζει ότι η έκθεση των τραπεζών στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένει ιδιαίτερα υψηλή, ενώ παράλληλα εκτιμά ότι και η ποιότητα των εξυπηρετούμενων δανείων είναι χαμηλή με αποτέλεσμα να καθίσταται «αβέβαιη» η αποπληρωμή τους. Το Ταμείο αναγνωρίζει πως οι τράπεζες καταβάλλουν προσπάθεια να περιορίσουν την έκθεσή τους στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Από την άλλη όμως πλευρά, περιγράφει ως βασικά εμπόδια σε αυτή τη προσπάθεια το χαμηλής ποιότητας κεφάλαιο, τη χαμηλή κερδοφορία και τη στενότητα που παρατηρείται στη ρευστότητά.
Χαρακτηρίζοντας τον χρηματοπιστωτικό τομέα ως «δημοσιονομικό κίνδυνο», οι συντάκτες της έκθεσης υπενθυμίζουν ότι το ελληνικό Δημόσιο παραμένει εκτεθειμένο στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, καθώς όχι μόνο διαθέτει μετοχές και καταθέσεις, αλλά εξαρτάται και από τη συμμετοχή των τραπεζών στις εκδόσεις χρεωστικών τίτλων.
Για τον λόγο αυτό, το Ταμείο τονίζει ότι η ταχύτατη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η οποία θα ενισχύσει τη χώρα απέναντι σε μια σειρά από καθοδικούς κινδύνους. Ειδικότερα, το Ταμείο εμφανίζεται να φοβάται ότι ένα ευάλωτο τραπεζικό σύστημα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια νέα αυτοτροφοδοτούμενη κρίση, η οποία θα χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση προβλημάτων ρευστότητας, μείωσης της εμπιστοσύνης, αλλά και εξάντλησης των τραπεζικών κεφαλαίων.
Αναφορικά με τις προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΤΧΣ για την απομείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το ΔΝΤ εμφανίζεται επιφυλακτικό, καθώς εκτιμά ότι οι λύσεις σχημάτων εγγυοδοσίας συνιστούν ένα είδος κρατικής ενίσχυσης και ως εκ τούτου αντιβαίνουν τους κανόνες της ΕΕ. Από την πλευρά του, το Ταμείο προκρίνει την λύση των «συντονισμένων ενεργειών» με στόχο να ενισχυθεί η οικονομική δυνατότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και να σημειωθεί πρόοδος στην γενική κουλτούρα πληρωμών. Υπό αυτό το πρίσμα, η αλλαγή του πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας και η απλοποίηση των δικαστικών διαδικασιών θεωρούνται εργαλεία που μπορούν να συμβάλλουν στον περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όσον αφορά στην πορεία των βασικών οικονομικών δεικτών, το ΔΝΤ προβλέπει τα εξής:
ΑΕΠ: Το ΑΕΠ θα αυξηθεί με ρυθμό 2,4% για φέτος, 2,2% για το 2020 και 1,6% το 2021. Από το 2022 και μετά, προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 1,2%.
Ανεργία: προβλέπεται να μειωθεί στο 18,5% για το 2019, στο 17,5% για το 2020 και στο 16,2% για το 2021. Η πτώση θα συνεχιστεί το 2022 με την ανεργία να περιορίζεται στο 15% ενώ ο δείκτης θα υποχωρήσεις στο 14,3% το 2023 και στο 13,6% το 2024.
Πρωτογενές πλεόνασμα: Για το 2018, προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 3,8% ενώ από το 2019 και μέχρι το 2022, το ΔΝΤ προβλέπει ότι θα τηρηθούν οι στόχοι του 3,5%. Για το 2023 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3% ενώ για το 2024, προβλέπεται περαιτέρω μείωση στο 2,8%.
Δημόσιο χρέος: Η αναλογία του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί στο 174,2% το 2019. Εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 167,3% το 2020, το 153,8% το 2022 και στο 143,2% το 2024.
Δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά
Ως «δημοσιονομική απειλή» περιγράφει η έκθεση του Ταμείου τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις που έχουν επιδικάσει αναδρομικές πληρωμές, οι οποίες σχετίζονται με την περικοπή μισθών και συντάξεων. Από τη σκοπιά του ΔΝΤ, αυτές οι αποφάσεις συνιστούν ανατροπή της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς, όπως αναφέρεται στην έκθεση, «αυτό αποτελεί μέρος ενός κύματος περιπτώσεων που αμφισβητούν τις μεταρρυθμίσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στο παρελθόν».
Οι συντάκτες της έκθεσης του ΔΝΤ εκτιμούν ότι οι εν λόγω δικαστικές αποφάσεις έχουν δημιουργήσει αυξημένους δημοσιονομικούς κινδύνους, δεδομένου ότι υπολογίζεται ότι θα μπορούσαν να επιβαρύνουν ετησίως τις μελλοντικές δαπάνες του προϋπολογισμό με 9,5 δισ. ευρώ, ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 0,75% του ΑΕΠ. Στην προειδοποίηση του, το ΔΝΤ αναφέρει ότι «αν οι μελλοντικές δικαστικές αποφάσεις επεκταθούν και σε άλλες μεταρρυθμίσεις στις οποίες μπορούν να εφαρμοστούν τα ίδια επιχειρήματα, οι εφάπαξ δαπάνες θα μπορούσαν να είναι σημαντικές».
Σχετικά με τις προτάσεις που έχει καταθέσει η ελληνική πλευρά για την λήψη αντισταθμιστικών μέτρων, το ΔΝΤ σημειώνει ότι «έχουν προταθεί αρκετά δημοσιονομικά μέτρα από τις αρχές, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 0,6% του ΑΕΠ, τα οποία, όμως, δεν αποτυπώνονται ακόμα στις προβλέψεις του προϋπολογισμού. Οι αβεβαιότητες γύρω από αυτές τις εκτιμήσεις είναι μεγάλες και μια συνολική εκτίμηση είναι δύσκολη».
Φωτο: REUTERS
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr