Η συζήτηση δεν είναι καινούρια. Ούτε το φαινόμενο είναι αμιγώς ελληνικό. Εδώ και πολλά χρόνια ένα από τα κύρια ερωτήματα που ταλανίζουν το σύνολο σχεδόν των κεντροαριστερών κομμάτων της Ευρώπης είναι το εξής: πώς θα διαφοροποιηθούν από τη Δεξιά και πώς θα αναδείξουν με τον αποτελεσματικότερο επικοινωνιακά τρόπο το διακριτό τους στίγμα και ρόλο;
Στην Ελλάδα βέβαια η απορία αυτή απασχολεί εντονότερα από ό,τι οπουδήποτε αλλού τους πάσης φύσεως κεντροαριστερούς/κεντροαριστερολόγους. Και είναι λογικό: γιατί η εκλογική καθίζηση του άλλοτε πανίσχυρου ΠΑΣΟΚ συνέπεσε χρονικά και από πολλούς συνδέθηκε αιτιακά με την πολυετή κυβερνητική συνεργασία του με τη ΝΔ που για μεγάλη μερίδα του κόσμου –δικαίως ή αδίκως- σήμανε και ταύτιση με τη συντηρητική παράταξη.
Το αποτέλεσμα; Σημαντικό κομμάτι του προοδευτικού εκλογικού κοινού να επίζητα την επιστροφή σε μια πιο hard core αντιδεξιά ρητορική που θυμίζει περασμένες δεκαετίες. Κι αυτό όχι μόνο σε επίπεδο ύφους· αλλά και σε επίπεδο κυβερνητικών συμμαχιών και προγραμματικών συγκλίσεων. Ευλόγως, θα ισχυρισθεί κάποιος! Διότι οι συνεργασίες μεταξύ μετριοπαθών δυνάμεων πάντοτε συσκοτίζουν ακόμη περισσότερο τις ιδεολογικές τους διαφορές και τις καθιστούν πιο δυσδιάκριτες στον απλό πολίτη, αφήνοντας έτσι χώρο στους ακραίους. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και τα έντονα αντιδεξιά αντανακλαστικά μεγάλου μέρους του πασοκογενούς εκλογικού σώματος, έχει αποκτήσει μια αρκετά πειστική –εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως- επιχειρηματολογία για την ανάγκη να αποφεχθεί η συνεργασία με την Κεντροδεξιά.
Το δε αντεπιχείρημα πως η ανυπαρξία στρατηγικής συμμαχίων για την επόμενη μέρα θα στοιχίσει εκλογικά, μάλλον μικρή αξία έχει δεδομένου ότι οι ψηφοφόροι που επιλέγουν κυβέρνηση δύσκολα θα προτιμήσουν να ψηφίσουν το κόμμα εν δυνάμει κυβερνητικό εταίρο από το κόμμα που διεκδικεί την πρωτιά· όσο για τους υπόλοιπους, ρίχνουν στην κάλπη αύτον που τους εκφράζει περισσότερο, συχνά καθοδηγούμενοι από το θυμικό τους. Συν τοις άλλοις, ο κόσμος της Κεντροαριστεράς έχει σιχαθεί να παίζει το ρόλο του «μπαλαντέρ» και δύσκολα θα εμπιστευθεί κόμμα που βασικός στρατηγικός του στόχος είναι να αποτελέσει το «μικρό» εταίρο μιας κυβέρνησης συνεργασίας.
Έξάλλου, μόνο τυχαίο δεν είναι πως η διαφωνία στο ζήτημα των συμμαχιών παρουσιάσθηκε ως ο κύριος λόγος του ναυαγίου των συνομιλιών ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι. Προσχηματικά;. Μπορεί. Το γεγονός όμως ότι κρίθηκε ως το πιο βολικό και πειστικό πρόσχημα για τη ματαίωση ενός αληθινού big bang που θα «ανακάτευε την τράπουλα» εξηγεί πολλά.
Είναι όμως αυτό το πραγματικό πρόβλημα; Αυτό είναι το βαθύτερο αίτιο που η Κεντροαριστερά δεν μπορεί να διαχωρίσει το στίγμα της από τη συντηρητική παράταξη; Δηλαδή πέρα από την επικοινωνιακή ζημιά που προκαλεί η εμπέδωση μιας επιφανειακής εικόνας ταύτισης με την Κεντροδεξιά λόγω της κυβερνητικής συνεργασίας, σε καθαρά πολιτικό επίπεδο δεν έχουμε βραχυκυκλώσει; Κι αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο τότε γιατί σχεδόν όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης κλυδωνίζονται ακόμη κι αν βρίσκονται στην αντιπολίτευση;
Οι αντιδεξιές κορώνες που είναι ως ένα βαθμό απαραίτητες γιατί ικανοποιούν κάποια τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, αρκούν για να κερδίσει ο χώρος τα δυναμικά στοιχεία του ελληνικού λαού; Για να πείσει τους νέους που δεν έζησαν ούτε τον Ανδρέα, ούτε τη Μελίνα και φυσικά το «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» δεν σημαίνει τίποτα για αυτούς; Και τελός πάντων, πόσο ελκυστικό αλλά και τιμητικό είναι για ένα χώρο που καθόρισε τη μοίρα του τόπου τον 20ο αιώνα να ετεροπροσδιορίζεται; Να μην έχει δηλαδή δικό του αυθεντικό αφήγημα και να καταφεύγει σε «δαίμονες» και λάβαρα του παρελθόντος για να μην ξεμείνει από «εκλογικά κουκιά»;
Ας πάρουμε παράδειγμα και πάλι από το πρόσφατο διαζύγιο ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι: ακόμη κι αν η αληθινή αιτία του ναυγίου ήταν το πάθος για την καρέκλα, δεν ντράπηκαν να πουν ότι κατά βάση τα έσπασαν «για τα μάτια των άλλων»; Ότι δυο κόμματα που ανήκουν στον ίδιο χώρο, πρεσβεύουν τα ίδια περίπου πράγματα και ψηφίζουν σχεδόν τα ίδια στη Βουλή, αντί να αγωνιούν για το πώς θα καταλήξουν σε ένα κοινό σχέδιο για τον τόπο, «ξεκατινιάζονται» για χάρη τρίτων; Ύπαρχει άραγε άλλος πολιτικός χώρος πλην της Κεντροαριστεράς στον οποίον θα συνέβαινε κάτι ανάλογο; Έχει χαθεί πια κάθε ίχνος αυτοσεβασμού;
Καλές λοιπόν μέχρι ενός σημείου οι αντιδεξιές κορώνες και βάσιμες πολλές από τις επιφυλάξεις όσων απεύχονται την κυβερνητική συμβίωση με την Κεντροδεξιά. Πολύ κρισιμότερη όμως είναι η επεξεργασία ενός ρεαλιστικού προγράμματος που θα φέρει την ιδεολογική και πολιτική σφραγίδα όλου του προοδευτικού χώρου. Άλλωστε, όταν διαθέτεις ολοκληρωμένο προγραμματικό πλαίσιο και σαφή φυσιογνωμία καμια συνεργασία δεν μπορεί να σε βλάψει σημαντικά. Και κακά τα ψέματα: ο κόσμος δεν εγκαταλείπει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα επειδή συνυπάρχουν σε κυβερνητικά σχήματα με τη Δεξιά. Τα εγκαταλείπει επειδή έχουν παύσει εδώ και καιρό να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις που να έχουν το δικό τους αποτύπωμα. Αυτό, επομένως, οφείλουμε να διορθώσουμε κι όχι να προσπαθούμε εις μάτην να καλύψουμε την πολιτική γύμνια με επικοινωνιακά τεχνάσματα.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr