Η πιο διάσημη ίσως φωτογραφία από το σπίτι των Κατακουζηνών είναι αυτή από ένα μασκέ πάρτι. Η Λητώ Κατακουζηνού φορά μια μάσκα από το φίλο της Γιάννη Τσαρούχη. Ο αέρας κοσμικότητας που συνοδεύει την εικόνα, διαλύεται μόλις κάποιος περάσει το κατώφλι του, στην οδό Αμαλίας 4. Τον αντικαθιστά ένας άλλος, ο αέρας της πνευματικότητας. Τα πολύτιμα έργα, βιβλία και αντικείμενα του σπιτιού δεν είναι τα αποκτήματα ενός πλούσιου ζευγαριού συλλεκτών. Είναι τα έργα που τους δώρισαν ή έφτιαξαν για αυτούς οι φίλοι τους, των οποίων τα βαριά ονόματα στην τέχνη σφραγίζουν τη δημιουργία του 20ου αιώνα. Σαγκάλ και Τόμπρος, Γουναρόπουλος και Χατζηκυριάκος Γκίκας, Τσαρούχης (μπορείς να συμπληρώσεις ονόματα;) συνυπάρχουν αρμονικά σε μικρούς και μεγάλους χώρους του σπιτιού.
Το σπίτι αναδίδει την αρχοντιά και τις συναναστροφές. Από αυτά τα σαλόνια με θέα τον Εθνικό Κήπο πέρασε ο αφρός της διανόησης Έλληνες επιστήμονες και ξένοι διανοούμενοι. Γιατί ο Άγγελος Κατακουζηνός ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση. Επιστήμονα και διανοούμενου, ανθρώπου ενορατικού και ανοιχτού, σπουδαίου επιστήμονα και ασυμβίβαστου, πράγμα σπάνιο και στην Ελλάδα και στην εποχή του. Τα χρώματα στους τοίχους είναι έντονα, αυτά που διάλεξαν η Λητώ με τον Τσαρούχη, φωτεινά γαλάζια και πράσινα και τερακότες, οι αναμνήσεις πλήθος. Φωτογραφίες και αφιερώσεις φίλων, εδώ πέρασε μια νύχτα ο Φώκνερ, εδώ συζητούσε τα έργα του ο Γκίκας.
Η αξία του σπιτιού και της επίσκεψης σε αυτό είναι πως πρόκειται για ένα βιωμένο μικρό μουσείο, όπως αυτά που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο, τα οποία αντανακλούν την πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ζωή ενός τόπου μέσα σε περασμένες δεκαετίες. Αρχεία, σημειώσεις έντυπο υλικό, όλα συντηρημένα και εξόχως ταξινομημένα από την μουσειολόγο, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού και επιμελήτρια της Οικίας Κατακουζηνού, Σοφία Πελοποννησίου που πέρασε δέκα χρόνια κοντά στη Λητώ Κατακουζηνού, έπιπλα συντηρημένα και προσεκτικά τοποθετημένα με μεγάλο μόχθο, χαρακτηρίζουν μια κατάσταση που δεν αφέθηκε στη λήθη. Το ίδιο το σπίτι δεν είναι μόνο ένας τόπος από τον οποίο πέρασαν πολλές εξέχουσες προσωπικότητες. Είναι ένας τόπος που μαρτυρά ιστορίες δημιουργίας, πνευματικών συναντήσεων και αφιερώσεων, είναι ένα μουσείο σχέσεων μεταξύ δυο ανθρώπων που ερωτεύθηκαν και έζησαν αρμονικά και των ανθρώπων γύρω τους που εμπνεύστηκαν από την προσωπικότητα της ίδιας της σχέσης τους ως αυτόνομης οντότητας στην οποία αφιέρωσαν μερικά από τα ωραιότερα έργα τους.
Η Σοφία Πελοποννησίου γράφει για το THE TOC:
Ο Άγγελος και η Λητώ Κατακουζηνού ανήκαν στην πνευματική ελίτ της εποχής τους, τη λεγόμενη γενιά του ‘30, και λειτουργούσαν ταυτόχρονα τόσο ως πρεσβευτές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό όσο και ως εισηγητές των διεθνών τάσεων στην ελληνική πραγματικότητα.
Το διαμέρισμά τους στη λεωφόρο Αμαλίας ήταν ένα από τα σημαντικότερα φιλολογικά σαλόνια της γενιάς του ‘30. Λειτουργούσε από το 1960, ως συνέχεια του πρώτης τους κατοικίας, στην οδό Πινδάρου 7.
Στο πρώτο αυτό σαλόνι σύχναζε ο καρδιακός του φίλος Γιώργος Κατσίμπαλης, ο Βάρναλης, ο Μαλακάσης, ο Σεφέρης, ο Καββαδίας, ο Albert Camus, και σε αυτό φιλοξενήθηκε και η πρώτη έκθεση που έκανε ο Κατακουζηνός για να συστήσει το έργο του Θεόφιλου στο ευρύ κοινό.
Σε αυτό το σπίτι διοργάνωσε, το 1946, την πρώτη έκθεση έργων του, άγνωστου ακόμα στην Αθήνα, Θεόφιλου. Η εφημερίδα «Αθηναϊκή» υποδεχόταν την πρωτοβουλία του με το εξής δημοσίευμα: «Πού οδηγούμεθα; Ένας Κατακουζηνός να εκθέτει σπίτι του έναν κομμουνιστή μπογιατζή. Να τον επαινεί ο Σεφέρης και να κόπτεται υπέρ αυτού ένας Χατζηκυριάκος-Γκίκας! Πού οδηγούμεθα, ύψιστε Θεέ;».
Εκεί συναντιόντουσαν τα βράδια και οι πρωταγωνιστές ενός συνεδρίου Αρχιτεκτονικής, που έμεινε γνωστό ως η περίφημη «Χάρτα των Αθηνών». Άλλωστε ο Στάμος Παπαδάκης, που έπεισε τότε το Λε Κορμπιζιέ να έρθει στην Αθήνα, ήταν στενός φίλος του Άγγελου Κατακουζηνού και είχε σχεδιάσει και το γραφείο του, το οποίο σώζεται μέχρι τις μέρες μας.
Εκεί στον καναπέ με πλάτη, σχεδιασμένο από τον αυστριακό αρχιτέκτονα και σχεδιαστή Josef Hoffmann, κουβέντιασε ένα ολόκληρο βράδυ ο Κατακουζηνός με των Φώκνερ. Ένα από τα ερωτήματα του Αμερικανού συγγραφέα ήταν για ποιο λόγο «βασάνιζε» τις ηρωϊδες των βιβλίων του. Αργότερα ο Φώκνερ έστειλε στον Κατακουζηνού ένα γράμμα στο οποίο τον ευχαριστούσε για τον τρόπο που γιάτρεψε «τους δαίμονες της ψυχής του» και για «την ωραιότερη νύχτα της ζωής του». Στη Λητώ έστειλε και μια φωτογραφία του στο Μικρολίμανο με την αφιέρωση «Στο πρόσωπο που ύμνησε ο Μάρλοου».
Οι Κατακουζηνοί εγκαταστάθηκαν στο διαμέρισμα της Λεωφόρου Αμαλίας 4 το 1960, όταν στη θέση του Μεγάρου Νεγρεπόντη χτίστηκαν 4 μεγάλες, αστικές πολυκατοικίες. Όταν το πρωτοεπισκέφτηκε ο Σεφέρης αναφώνησε πως αυτό δεν είναι σπίτι αλλά ένα υπερωκεάνιο που ταξιδεύει…
Ποιητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες και επιστήμονες που σημάδεψαν τη σύγχρονη Ελλάδα αλλά και πολλοί επιφανείς Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ήταν φίλοι τους και τους επισκέπτονταν συχνά για να απολαύσουν την ατμόσφαιρα, τη θέα και την παρέα. Στο στήσιμο του σπιτικού του το ζευγάρι προσπάθησε να ενσωματώσει όλα όσα αγαπούσε, όλα όσα αποτελούσαν πηγές έμπνευσης στην καθημερινότητά του. Κυρίαρχα ήταν τα έργα τέχνης, σχεδόν όλα δώρα από φίλους όπως ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Γεώργιος Γουναρόπουλος, ο Σπύρος Βασιλείου, η Θάλεια Φλωρά-Καραβία, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Marc Chagall, ο Ευγένιος Ιονέσκο, ο Γκορ Βιντάλ, ο Κάρολος Κουν, ο Κώστας Ταχτσής και δεκάδες άλλοι. Γλυπτά, βιβλία αλλά και ταπεινά αναμνηστικά, μαρτυρίες πολυκύμαντης ζωής, ολοκλήρωναν το γεμάτο ζεστασιά καταφύγιό τους.
Για την δημιουργία αυτού του σπιτιού, ο Τσαρούχης είχε το γενικό πρόσταγμα στο στήσιμό του και τους χάρισε μια υπέροχη νεκρή φύση με πασχαλιές για να κοσμεί το χώρο πάνω από το τζάκι. Εκείνοι πάλι, στάθηκαν κοντά του σε όλες τις δύσκολες στιγμές του.
Για το σπίτι αυτό η Μυρτιώτισσα έγραψε ένα ποίημα και εκεί αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις πρωτοέπαιξε στο πιάνο του το «Σ’ αγαπώ» της Μυρτιώτισσας από τον «Μεγάλο Ερωτικό» στη μνήμη της.
Κανένα από τα έργα τέχνης στη συλλογή τους δεν αγοράστηκε, καθ΄ ότι οι Κατακουζηνοί δεν ήταν πλούσιοι. Είχαν, ωστόσο, αναπτύξει τόσο στενές σχέσεις με καλλιτέχνες της γενιάς τους, ώστε ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας εγκατέλειψε για μήνες το ατελιέ του προκειμένου να χαράξει πάνω στο γυαλιστερό μαόνι τεσσάρων θυρών του διαμερίσματος «το σημαντικότερό μου έργο», όπως ο ίδιος ανέφερε για το σχέδιο με τις τέσσερις εποχές, που δώρισε στους καλούς του φίλους.
Στους φίλους του σπιτιού ο Σεφέρης, συγκάτοικος του Κατακουζηνού στα φοιτητικά τους χρόνια, διάβαζε συχνά τα ποιήματά του όπως και ο Εμπειρίκος αλλά και ο νεώτερος Οδυσσέας Ελύτης. Άλλωστε σε αυτό το σαλόνι, έγινε και η δεξίωση για να εορταστεί το Νόμπελ που πήρε ο τελευταίος το 1979.
Ο Άγγελος Κατακουζηνός σπούδασε στη Γαλλία, στο Παρίσι, και είχε από νεαρή ηλικία ιδιαίτερο ενδιαφέρον και γνώσεις για τα ζητήματα τέχνης.
Ο Κατακουζηνός αγαπούσε πολύ τον άνθρωπο. Τον διέκρινε η αγάπη στην άσκηση της ιατρικής, το μεράκι, το πάθος, που συνδεδεμένα με τα φυσικά του χαρίσματα τον έκαναν να ξεχωρίζει. Όπως έλεγε ο ίδιος: «Ο γιατρός, όταν πασχίζει να θεραπεύσει τον άρρωστο, δεν αρκούν μόνο οι γνώσεις του για την αρρώστια, χρειάζεται και η αγάπη του για τον άνθρωπο. Και τότε το έργο του ολοκληρώνεται και τον κάνει άνθρωπο επιτυχημένο».
Με καταγωγή από τη Λέσβο, υπήρξε προσωπικός φίλος του καλλιτεχνικού εκδότη Τεριάντ (Στράτη Ελευθεριάδη) στο Παρίσι και ήταν εκείνος που, όταν είδε τα έργα του Θεόφιλου στο ατελιέ του Γουναρόπουλου, έπεισε τον Τεριάντ να ασχοληθεί με το Θεόφιλο.
Ο Τεριάντ σε εκείνον εμπιστεύτηκε, στον Κατακουζηνό, τα έργα του Θεόφιλου, που είχε στην κατοχή του για πάνω από 15 χρόνια και σε εκείνον ανέθεσε τις πρώτες εκθέσεις αλλά και το τιτάνιο έργο της δημιουργίας του Μουσείου Θεόφιλου. Το έργο αυτό ξεκίνησε ως σκέψη τα πρώτα χρόνια του ’30 και τελικά πήρε σάρκα και οστά το 1965. Ο Πρόεδρος για τις εορτές και στην ουσία για το άνοιγμα του Μουσείου Θεόφιλου στο κοινό ήταν, με παράκληση του Τεριάντ, ο Άγγελος Κατακουζηνός. Τα εγκαίνια έγιναν στις 29 Αυγούστου 1965, παρουσία σημαντικών εκπροσώπων της «γενιάς του ΄30» και εκατοντάδων κατοίκων του νησιού, οι οποίοι ήθελαν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους για τη δημιουργία του.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, σύμφωνα με τον τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνο Καλλιγά,στην οικία Κατακουζηνού έγινε και η πρώτη «Πανελλήνια έκθεση σύγχρονης ζωγραφικής» με σύγχρονους Έλληνες καλλιτέχνες. Αυτή οργανώθηκε από τη Λητώ Κατακουζηνού προκειμένου να δει τη δουλειά τους ο Marc Chagall, όταν αυτός επισκέφθηκε την Ελλάδα.
Ο σύνδεσμος των Κατακουζηνών με τον Σαγκάλ ήταν τόσο μεγάλος που τον συνόδεψαν στο ταξίδι του στην Ελλάδα, προκειμένου να γνωρίσει το ελληνικό τοπίο και να εικονογραφήσει το «Δάφνις και Χλόη». Εκείνοι, για χάρη των ελλήνων φίλων τους ζωγράφων, συγκέντρωσαν μερικά αντιπροσωπευτικά έργα του καθενός στο σπίτι τους, οργανώνοντας ουσιαστικά την πρώτη μεταπολεμική πανελλήνια έκθεση ζωγραφικής, για να την παρουσιάσουν στον Σαγκάλ. Μεταξύ των καλλιτεχνών που έλαβαν μέρος ήταν ο Τσαρούχης, ο Μόραλης, ο Νικολάου, η Λιλή Αρλιώτη και άλλοι από την ομάδα «Αρμός».
Σημαντικό ρόλο στην πνευματική κληρονομιά του Κατακουζηνού αποπελεί και το υλικό από τις εκδηλώσεις της Ελληνογαλλικής Πνευματικής Ένωσης, της οποίας ιδρυτής και πρόεδρος υπήρξε ο ίδιος, με στόχο να συγκεντρώσει γύρω του ένα μέρος από το εκλεκτό δυναμικό της χώρας και να οργανωθούν ζωντανές, πνευματικές, επιστημονικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις ποιότητας. Ανάμεσα στους προσκεκλημένους υπήρξε και ο βραβευμένος με Νόμπελ φιλόσοφος Albert Camus, προκειμένου να μιλήσει για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50. Η συζήτηση αυτή του Camus με τους Θεοτοκά, Τσάτσο, Βεγλερή, Παπανούτσο και Γκίκα, υπό την καθοδήγηση του Κατακουζηνού, για το τι σημαίνει Ευρωπαϊκός Πολιτισμός και πως μπορεί να υπάρξει σε βάθος χρόνου, σώθηκε χάρη στην ηχογράφηση που έγινε από τον Ανδρέα Εμπειρίκο και εκπλήσσει με τη διαύγειά της μέχρι και σήμερα. Εάν θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει το συμπέρασμά της σε δύο λόγια θα έλεγε πως για να πετύχει ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός χρειάζεται να εκλείψει η μισαλλοδοξία και η «ελευθερία του ενός» να τελειώνει «εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου».
O Άγγελος Κατακουζηνός δεν εκλέχτηκε καθηγητής στην ιατρική σχολή Αθηνών όταν το επεδίωξε, το 1943, με το δικαιολογητικό ότι «μιλούσε πολύ ωραία και μπορούσε να παρασύρει τους φοιτητές της ιατρικής σε λάθος δρόμο». Δυο χρόνια αργότερα εξελέγει στη Ιατρική Σχολή στο Παρίσι. Ασχολήθηκε με το Ινστιτούτο Pasteur για πάνω από 30 χρόνια και υπήρξε πρόεδρός του. Το 1963 όταν ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, Στρατηγός Ντε Γκώλ, επισκέφτηκε την Αθήνα, ο Κατακουζηνός ήταν από τα πρώτα άτομα που συνάντησε για να τον συγχαρεί και να τον ευχαριστήσει για τις υπηρεσίες του.
Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης και πρόεδρός της για 12 χρόνια. Μέσα στα χρόνια της δικτατορίας τόλμησε να δώσει βήμα σε «πολιτικά ύποπτους» πνευματικούς ανθρώπους και να διοργανώσει εκθέσεις που άφησαν εποχή. Από τη θέση αυτή προσπάθησε να αποτρέψει τις αστυνομικές αρχές να συλλάβουν διαδηλωτές φοιτητές που είχαν κρυφτεί στο κτήριο και έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στην αμερικανική κυβέρνηση για την τραγωδία της Κύπρου.
Κάτι ακόμη που δεν είναι γνωστό είναι το πόσο πάλεψε -και κατάφερε- να σώσει από την κατεδάφιση το αρχοντικό του Μαυρομιχάλη, στο 6 της λεωφόρου Αμαλίας, όπου σήμερα στεγάζεται το παράρτημα του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου.
«Πανεπιστήμονα» τον χαρακτήρισε ο νευρολόγος, ψυχίατρος και συγγραφέας, Γιώργος Χειμωνάς, σε ομιλία προς τιμήν του, καθώς μέσα από το τολμηρό οδοιπορικό του χαρτογραφήθηκε και «η περιπλάνηση ενός ιατρού-ερευνητού, ο οποίος διασχίζει την αχανή έκταση της Επιστήμης που υπηρετεί, αφήνοντας πίσω του τις ασφαλείς παραδοσιακές κατακτήσεις, για να ριψοκινδυνεύσει την έξοδό του σε τοπία άγνωστα ακόμη...»
Στο αρχειακό υλικό σώζεται μέχρι σήμερα και η επιστολή του Ελύτη στην οποία αναφέρει «τη χαρά και την περηφάνια που ένιωσα για την εκλογή σου», απευθυνόμενος στον Αγγελο Κατακουζηνό όταν έγινε δεκτός στην Γαλλική Ακαδημία. Στην Ελλάδα δεν έγινε ποτέ δεκτός στην Ακαδημία Αθηνών.
Ο Κατακουζηνός έφυγε πικραμένος από τη χώρα του τον Αύγουστο του 1982. Η γυναίκα του έζησε άλλα δεκαπέντε χρόνια, έγραψε ένα βιβλίο για τη ζωή τους και έζησε πολύ στερημένα προκειμένου να συστήσει το ίδρυμα που φέρει το όνομα το δικό της και του συζύγου της. Στόχος της ήταν να παραμείνει η μνήμη του συζύγου της αλλά και να συνεχίσει η Οικία Κατακουζηνού να αποτελεί ένα σημείο συνάντησης ανθρώπων που δημιουργούν και που εμπνέονται από την ιστορία της.
Η ιστορία του Άγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού και της Οικίας τους, τα τεκμήρια των ανθρώπων που σύχναζαν εκεί και η εξιστόρηση της ιστορίας όλων αυτών από τη Λητώ αποτελούν κομμάτι της νεότερης πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Σε σχέση με το τι μπορεί να προσφέρουν τα σπίτια-μουσεία, αξίζει να αναφερθεί κανείς στον χαιρετισμό του τότε διευθυντή του Μουσείου Freud Michael Molnar για τα εγκαίνια της Οικίας Κατακουζηνού, το 2008: «Είτε βρισκόμαστε στο γραφείο του Καθηγητή Κατακουζηνού είτε σε αυτό του Καθηγητή Freud, η προσοχή μας παλινδρομεί ανάμεσα στα αντικείμενα που ο προηγούμενος κάτοικος του σπιτιού άφησε πίσω του και τα ‘εσωτερικά μας αντικείμενα’ που τον αντιπροσωπεύουν στα μάτια μας. Κάθε μουσείο είναι μια Ακρόπολη: είναι ένας τόπος όπου η πραγματικότητα περιβάλλεται από φαντασία.»
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr