X

"Έμπαινε Γιούτσο": Το προσφυγόπουλο που έγινε θρύλος του Ολυμπιακού - Ποιος ήταν ο "κανονιέρης" Νίκος Γιούτσος

Ο "Γιουτσόφ", όπως τον έλεγαν στην Ουγγαρία όπου βρέθηκε από 6 ετών ως πολιτικός πρόσφυγας, αγωνίστηκε σε 330 παιχνίδια με τη φανέλα του Ολυμπιακού, σημειώνοντας 128 γκολ και μπαίνοντας στο πάνθεον των "ερυθρόλευκων" σκόρερ

Γράφει: TheToc team

Ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που έχουν φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού ήταν ο Νίκος Γιούτσος, ο οποίος έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023, στα 81 του χρόνια.

Ο "Γιουτσώφ", όπως τον έλεγαν στην Ουγγαρία όπου βρέθηκε από 6 ετών ως πολιτικός πρόσφυγας, αγωνίστηκε σε 330 παιχνίδια με τη φανέλα του Ολυμπιακού, σημειώνοντας 128 γκολ και μπαίνοντας στο πάνθεον των "ερυθρόλευκων" σκόρερ.

Ψηλός, γρήγορος, με μεγάλο διασκελισμό και τον χαρακτηριστικό "καλπασμό" που του προσέδωσε το παρατσούκλι "ουγγρικό άλογο", ο Νίκος Γιούτσος έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στην Ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1942 στο Μακροχώρι Καστοριάς. Το 1946 ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος και το χωριό συντάσσεται με τους κομμουνιστές αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού, οι οποίοι έχουν ως πρόγραμμα την εθνική ισοτιμία για τη σλαβομακεδονική μειονότητα της περιοχής.

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου το Μακροχώρι βομβαρδίζεται ανηλεώς από τον εθνικό στρατό και 69 Μακροχωρίτες χάνουν τη ζωή τους. Έτσι, οι αντάρτες του ΔΣΕ, σε συνεννόηση με τους γονείς των παιδιών, παίρνουν 219 παιδιά απ’ το χωριό και τα μετακινούν στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης όπου θα ήταν ασφαλή. Ο Νίκος Γιούτσος ήταν ένα απ’ αυτά τα παιδιά και βρέθηκε στην Ουγγαρία μαζί με τη μικρή του αδερφή.

Ο "Γιουτσόφ" και η επεισοδιακή μεταγραφή στον Ολυμπιακό

Ο Νίκος Γιούτσος, ή Miklós Jucsov όπως ήταν το όνομά του στην Ουγγαρία, ή Nikolay Jucsov όπως έχει βρεθεί αλλού καταγεγραμμένος στα αρχεία της ουγγρικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, ξεκίνησε να αγωνίζεται για την ουγγρική ποδοσφαιρική ομάδα Τσέπελ με την οποία κατέκτησε αρχικά το πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής κι αργότερα την οδήγησε σε σημαντικές επιτυχίες στην Α’ Εθνική του ουγγρικού πρωταθλήματος.

Τη διετία 1963-64 ο Γιουτσόφ της Τσέπελ σκόραρε 11 φορές. Αυτό θα κεντρίσει το ενδιαφέρον του Έλληνα πρέσβη στη Βουδαπέστη, ο οποίος γνωρίζει την καταγωγή του. Τότε αρχίζει μια σειρά επαφών και τελικά το 1964, πραγματοποιείται η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό με μεσολαβητή τον Μανώλη Γλέζο.

Μάλιστα, η ΑΕΚ ενδιαφέρθηκε έντονα για την απόκτησή του, όμως ο Γιούτσος φόρεσε τα ερυθρόλευκα με την παρέμβαση και του εκδότη της εφημερίδας "Το Φως των Σπορ", Θεόδωρου Νικολαΐδη.

Ωστόσο, τον Νίκο Γιούτσο περίμενε ένα μεγάλο σοκ τις πρώτες του ημέρες ως παίκτης των "ερυθρόλευκων". Η διαφορά οργάνωσης και ποιότητας μεταξύ του ουγγρικού αθλητισμού και του ελληνικού τού έκανε αμέσως άσχημη εντύπωση. Ο ρουχισμός, οι εγκαταστάσεις, τα γήπεδα δεν είχαν καμία σχέση με αυτά στα οποία μεγάλωσε και έμαθε ποδόσφαιρο στην Ουγγαρία.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με την αθέτηση υποσχέσεων από κάποιους παράγοντες του Ολυμπιακού, τον οδήγησαν στο να πάρει την απόφαση να φύγει άρον άρον από την Ελλάδα. Όμως δεν τα κατάφερε, καθώς δεν μπορούσε να ταξιδέψει λόγω διαβατηρίου.

Σε συνέντευξή του τον Νοέμβριο του 1964 ο Γιούτσος δήλωσε: "Θα φύγω οπωσδήποτε από την Ελλάδα. Στην ανάγκη, θα ζητήσω άσυλο στην ουγγρική πρεσβεία των Αθηνών! Τίποτα πια δεν με κρατάει εδώ".

Στου Μπούκοβι την ομαδάρα...

Μένοντας αναγκαστικά στην Ελλάδα, δεν μπορεί ούτε να αγωνιστεί με τον Ολυμπιακό καθώς δεν έχει λυθεί το θέμα της υπηκοότητάς του. Έτσι, περιορίζεται στη συμμετοχή σε φιλικές αναμετρήσεις.

Ωστόσο, το πρόβλημα λύνεται και λίγους μήνες μετά ο Γιούτσος κατακτά το πρώτο του Κύπελλο με τον Ολυμπιακό. Θα ακολουθήσουν άλλα τρία, αλλά και τέσσερα πρωταθλήματα, με τον "Ούζο", όπως τον αποκαλούσαν, να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της μεγάλης ομάδας του Μάρτον Μπούκοβι, μαζί με τον Γιώργο Σιδέρη, τον Βασίλη Μποτίνο και άλλους.

Δέκα χρόνια αργότερα, τo καλοκαίρι του 1974, αποχώρησε από τον σύλλογο, καθώς δεν ακολούθησε την αποστολή του Ολυμπιακού που ταξίδεψε για προετοιμασία στη Γερμανία. Είχε προηγηθεί μια αντιπαράθεση με τον τότε προπονητή των "ερυθρολεύκων" Λάκη Πετρόπουλο πριν από τον χαμένο τελικό κυπέλλου Ελλάδος του 1974 με τον ΠΑΟΚ και είχε αποχωρήσει από το ξενοδοχείο.

Η Εθνική Ελλάδος, ο "παλιοκομμουνιστής" και το ντεμπούτο στην καρδιά της Σοβιετικής Ένωσης

Ο "Γιουτσόφ" έγινε τελικά δεκτός και στην Εθνική Ελλάδας, με την οποία αγωνίστηκε 15 φορές σημειώνοντας 6 γκολ. Με τη στάμπα του "κομμουνιστή" από την Ουγγαρία δεν τον άφηναν να φορέσει τη φανέλα με το εθνόσημο...

Η ειρωνεία είναι ότι το ντεμπούτο έγινε στον πιο... κομμουνιστικό τόπο που μπορούσε να υπάρξει, στη Σοβιετική Ένωση, και συγκεκριμένα στο στάδιο Λένιν της Μόσχας παρουσία 80.000 θεατών. Η Εθνική αντιμετώπιζε την ΕΣΣΔ για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966.

Μπορεί να λατρεύτηκε από τους Έλληνες φιλάθλους, όμως όταν οι αντίπαλοι οπαδοί ή ποδοσφαιριστές ήθελαν να τον νευριάσουν, θυμούνταν το παρελθόν του.

"Είμαι ο πιο ήρεμος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Όλοι οι αντίπαλοί μου με βρίζουν χυδαία, αλλά εγώ κατορθώνω να συγκρατώ τα νεύρα και την αγανάκτησή μου. Πάντως πικραίνομαι γιατί ακούω να μου λένε πολλές απαράδεκτες χυδαιότητες όπως "Παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις" και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω. Βέβαια, πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο. Σε κάθε παιχνίδι ακούω φοβερά πράγματα. Πάντως, τους προειδοποιώ όλους: Ας λένε ό,τι θέλουν! Δεν πρόκειται να με νευριάσουν!", έχει πει σε συνέντευξή του.

Η φράση "Έμπαινε Γιούτσο" συνδυάστηκε για πάντα με το πρόσωπό του, μια προτροπή που φέρεται να εμπνεύστηκε ένας μικροπωλητής στο παλιό Στάδιο Καραϊσκάκη. "Έμπαινε Γιούτσο, έμπαινε, και κάν' τα όλα λίμπα...".