Η ιστορία του Παύλου Χατζηαγγελίδη μοιάζει με εκείνες τις αφηγήσεις όπου η προσωπική αναζήτηση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς καλλιτεχνικό όραμα. Το πρώτο του έργο, το περίφημο πλέον H3 στο Πικέρμι, γεννήθηκε το 2012, όταν ακόμα ήταν δευτεροετής φοιτητής της αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Προερχόμενος από σπουδές πολιτικού μηχανικού και έχοντας ήδη ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, ο Χατζηαγγελίδης μπήκε στον κόσμο της αρχιτεκτονικής με την ανυπομονησία και την αθωότητα του πρωτοεμφανιζόμενου δημιουργού.
Το H3 δεν ήταν απλώς μια φοιτητική άσκηση. Η έμπνευση του προήλθε από μια σύνθεση που είχε κάνει για σταθμό υδροπλάνων, ένα φανταστικό κτίριο μέσα στη θάλασσα με έναν μακρύ όγκο για τους επιβάτες και ένα αντίβαρο που ισορροπούσε όλη τη δομή. Αυτή η ιδέα μεταφέρθηκε σε γη αλλά κράτησε τη θαλάσσια αύρα της: ένας μεγάλος όγκος που μοιάζει με σκάφος, στηριγμένος σε λοξές κολόνες, περιτριγυρισμένος από νερό που μετατρέπεται σε πισίνα. Το έργο είχε μια παιδικότητα, μια αίσθηση πειραματισμού που –όπως ο ίδιος ο δημιουργός παραδέχεται– κουβαλά την αθωότητα της πρώτης καλλιτεχνικής αναζήτησης.
Η κατασκευή του H3 δεν ακολούθησε τις συμβάσεις· δεν υπήρχε μελέτη εφαρμογής όπως συνηθίζεται, αλλά σκαριφήματα σε γυψοσανίδες μέσα στην οικοδομή. Η διαδικασία έγινε περισσότερο σαν παιχνίδι, γεμάτη χιούμορ και αυθορμητισμό, με τον φοιτητή-αρχιτέκτονα να αποφασίζει επιτόπου τις λεπτομέρειες. Όταν ολοκληρώθηκε, το έργο δεν έτυχε αρχικά αναγνώρισης στην Ελλάδα, όμως στο διεθνές πεδίο το Archdaily το κατέταξε ανάμεσα στα πιο δημοφιλή κτίρια παγκοσμίως, δίπλα σε ονόματα όπως η Zaha Hadid. Αυτή η αναγνώριση ήταν το πρώτο βήμα που έθεσε τα θεμέλια για το 314 Architecture Studio, το γραφείο που ίδρυσε ο Παύλος Χατζηαγγελίδης και που σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρισμένα ελληνικά ονόματα στη σύγχρονη αρχιτεκτονική σκηνή.
Η σύγχρονη πολυκατοικία: ανάμεσα σε φουτουρισμό και νοσταλγία
Αν το H3 ήταν η πρώτη παιδική ζωγραφιά του Χατζηαγγελίδη, η μετέπειτα πορεία του δείχνει μια ώριμη προσέγγιση σε έναν από τους πιο πολυσυζητημένους αρχιτεκτονικούς τύπους στην Ελλάδα: την πολυκατοικία. Από τον νόμο της αντιπαροχής στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 έως σήμερα, η πολυκατοικία αποτέλεσε το βασικό κύτταρο της ελληνικής πόλης, συχνά συνώνυμη με τον ομοιόμορφο τσιμεντένιο όγκο. Ωστόσο, ο 21ος αιώνας φέρνει νέα δεδομένα.
Στη σύγχρονη εκδοχή της, όπως επισημαίνει ο Παύλος Χατζηαγγελίδης, η πολυκατοικία μετατρέπεται σε "αρχιτεκτονικό νούφαρο πάνω στη λίμνη του τσιμέντου". Οργανικά στοιχεία και καμπύλες φόρμες δεν αποτελούν πια μόνο αισθητική επιλογή αλλά υπηρετούν λειτουργικούς σκοπούς: προστασία της ιδιωτικότητας, σκίαση, άνεση. Η πολυκατοικία δεν είναι πλέον αποκλειστικά χώρος κατοίκησης· μετά την πανδημία εξελίχθηκε σε υβριδικό χώρο, που συνδυάζει το home-office με κοινόχρηστους χώρους κοινωνικοποίησης. Ο Χατζηαγγελίδης παρατηρεί εύστοχα ότι "η δομή της πολυκατοικίας αλλάζει γιατί αλλάζει η κοινωνία και άρα ο χρήστης της".
Η νέα πολυκατοικία δεν είναι τυχαία: οι γεωμετρικές της καμπύλες, οι ανακλάσεις, τα εσωτερικά αίθρια και η σχέση με το νερό δημιουργούν έναν διάλογο ανάμεσα στη φύση και την πόλη. Έργα όπως το H15 στη Βούλα, με τους καθρέπτες που εξαφανίζουν τα δομικά στοιχεία και τις πλάκες που μοιάζουν να αιωρούνται, δείχνουν αυτή την κατεύθυνση. Η πολυκατοικία παύει να είναι μια "παρεξηγημένη" τυπολογία και μετατρέπεται σε όχημα φαντασίας, σε χώρο όπου –όπως το έθεσε μια συνάδελφος αρχιτέκτονας– "κάνεις τον κόσμο λίγο περισσότερο σαν το όνειρό σου".
Το νέο όραμα: Le Sanctuaire flottant
Το πιο πρόσφατο έργο του Παύλου Χατζηαγγελίδη, με τίτλο Le Sanctuaire flottant, συνεχίζει αυτή τη συζήτηση, προτείνοντας μια νέα εμπειρία αστικής κατοίκησης στη Γλυφάδα. Ακόμη σε στάδιο μελέτης και υπό κατασκευή, το έργο αποτυπώνει την ωρίμανση της αρχιτεκτονικής γλώσσας του 314 Architecture Studio.
Πρόκειται για μια τετραώροφη πολυκατοικία με έξι διαμερίσματα: ισόγεια με άμεση πρόσβαση στον κήπο, οροφοδιαμερίσματα με θέα, και εντυπωσιακά ρετιρέ με ιδιωτικές πισίνες. Η σύνθεση βασίζεται σε καθαρές γεωμετρίες, μεγάλες προβολές και διαμπερή ανοίγματα που αφήνουν το φως να διαχέεται στο εσωτερικό. Το μάρμαρο και το σκυρόδεμα συναντούν τις ελαφριές κατασκευές, δημιουργώντας ένα παιχνίδι ισορροπίας ανάμεσα στη στιβαρότητα και την ελαφρότητα.
Το στοιχείο που καθιστά το Sanctuaire flottant ξεχωριστό είναι η ατμόσφαιρα: υπερυψωμένες πισίνες, κυκλικά ανοίγματα που λειτουργούν σαν "παράθυρα στον ουρανό", εκτεταμένες βεράντες με φυτεύσεις. Κάθε όροφος σχεδιάζεται σαν μια ανεξάρτητη κατοικία, με ιδιωτικότητα και ταυτόχρονα ανοιχτότητα προς το φυσικό και αστικό περιβάλλον. Εδώ, η πολυτέλεια συνυπάρχει με την απλότητα, η πόλη με τη φύση, η καθημερινότητα με την αίσθηση καταφυγίου.
Ο τίτλος του έργου –"το πλωτό καταφύγιο"– αποδίδει ακριβώς αυτή τη διάθεση: να προσφέρει μέσα στην ένταση του αστικού ιστού έναν χώρο που θυμίζει αιώρηση, ανάσα, νησίδα ηρεμίας. Το Sanctuaire flottant δεν είναι απλώς άλλη μια πολυκατοικία υψηλής αισθητικής· είναι μια πρόταση για το πώς η κατοίκηση στην Αθήνα του 21ου αιώνα μπορεί να επαναπροσδιοριστεί, όχι μόνο ως μορφή αλλά ως τρόπος ζωής.