Η Μήλος έχει εξελιχθεί σε "playground” των ΚΚΜΚ, ένα σχετικά νέο γραφείο, στην περίπτωση του οποίου, αποδεικνύεται ότι η τεχνολογία έχει και ανθρώπινο πρόσωπο. Οι KKMK Architects ανήκουν στη νέα γενιά των αρχιτεκτόνων που διαμορφώνουν τη σύγχρονη ελληνική σκηνή με φρέσκια, διεθνή και βαθιά ανθρωποκεντρική προσέγγιση.
Ιδρύθηκαν πριν από πέντε χρόνια από την Κατερίνα Καραγιάννη και την Μαρία Κοκκίνη, δύο αρχιτέκτονες που μοιράζονται κοινές καταβολές, σπουδές σε διεθνή περιβάλλοντα και ένα όραμα που εστιάζει στη δημιουργία χώρων που δεν είναι απλώς λειτουργικοί, αλλά εμπειρικοί. "Ο τρόπος που ζούμε και κατ’ επέκταση που κατοικούμε τα κτίρια έχει αλλάξει και θα συνεχίζει να αλλάζει", αναφέρει σε παλιότερη συνέντευξή της η Κατερίνα Καραγιάννη, συνοψίζοντας τη φιλοσοφία του γραφείου: η αρχιτεκτονική οφείλει να προσαρμόζεται, να αφουγκράζεται τον άνθρωπο και να συνομιλεί ταυτόχρονα, με την εποχή της.
Η ταυτότητα των KKMK Architects συντίθεται μέσα από την ισορροπία ανάμεσα στην τεχνολογική και την ανθρώπινη διάσταση. Το digital background τους δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά εργαλείο για να επαναπροσδιορίσουν τον χώρο μέσα από καινοτόμες μεθόδους σχεδιασμού και παραμετρικής σκέψης. Παράλληλα, οι ίδιες παραμένουν πιστές στις κλασικές αξίες της αρχιτεκτονικής: την αίσθηση του τόπου, το φως, τη σχέση μέσα-έξω, και κυρίως την εμπειρία του κατοικείν. Κάθε έργο τους επιχειρεί να εκφράσει την ουσία του τόπου μέσα από σύγχρονη ματιά, προτείνοντας νέες συνθήκες διαβίωσης για έναν κόσμο που αλλάζει.
Στα έργα τους στη Μήλο, το αρχιτεκτονικό τους αποτύπωμα διακρίνεται για την γνωριμη στο εν λόγω γραφείο, ευαισθησία απέναντι στο τοπίο και φυσικά, τη διακριτική ένταξη στο κυκλαδίτικο περιβάλλον. Με σεβασμό στην υλικότητα, την κλίμακα και την παραδοσιακή τυπολογία, οι KKMK Architects αναπτύσσουν χώρους που επαναπροσδιορίζουν τη σχέση ανάμεσα στην ιδιωτικότητα και την κοινότητα. Στόχος δεν είναι η αναπαραγωγή της παράδοσης, αλλά η επανερμηνεία της: να δημιουργηθεί ένας διάλογος ανάμεσα στο παλιό και το νέο, στο φυσικό και το τεχνητό, στο φως και τη σκιά.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έργα τους είναι το "The Village” στα Πολλώνια της Μήλου. Σε ένα πολυγωνικό οικόπεδο, οι αρχιτέκτονες δημιουργούν έναν μικρόκοσμο εμπειριών. Το συγκρότημα δεν αντιμετωπίζεται ως ένα ενιαίο κτίσμα, αλλά ως ένα χωριό μέσα στο χωριό: ανεξάρτητοι όγκοι που αναπτύσσονται περιμετρικά, δημιουργούν στο εσωτερικό ένα δίκτυο από αυλές, διαδρομές και εσωτερικούς κήπους. Ο επισκέπτης δεν βιώνει έναν στατικό χώρο, αλλά μια περιπλάνηση, έναν αρχιτεκτονικό περίπατο που αποκαλύπτει συνεχώς νέες όψεις.
Η σύνθεση διαρθρώνεται σε δύο επίπεδα:
Η πέτρινη βάση, γήινη και στιβαρή, στηρίζει τον λευκό όροφο που μοιάζει να αιωρείται ανάλαφρα πάνω της, χωρίζεται δε από μια λεπτή σκιά – ένα σύγχρονο "αρμό” που επιτρέπει στο φως να παρεισφρέει ανάμεσα στα υλικά. Η πλαστικότητα των όγκων, οι προεξοχές και τα σκιασμένα ανοίγματα δημιουργούν ένα συνεχές παιχνίδι φωτός και σκιάς, ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική των Κυκλάδων αλλά εδώ αποκτά νέο, δυναμικό χαρακτήρα.
Στη διχρωμία της πέτρας και του λευκού προστίθενται τα μεταλλικά στοιχεία από corten και οι πέργκολες, που λειτουργούν ως φίλτρα φωτός και ορίζουν τα όρια των μικρών ιδιωτικών αυλών. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολυεπίπεδο τοπίο ιδιωτικότητας και κοινοτικής ζωής, όπου κάθε φιλοξενούμενος βρίσκει τον δικό του ρυθμό. Οι έξι σουίτες, με εσωτερικά διπλού ύψους, συνδυάζουν λιτότητα και φωτεινότητα, επιτρέποντας στο βλέμμα να κινηθεί ανάμεσα σε αντιθέσεις: πέτρα και λευκό, φως και σκιά, απομόνωση και συνύπαρξη.
Η αυλή, κεντρικό στοιχείο της κυκλαδίτικης κατοικίας, εδώ αποκτά νέο νόημα. Μετατρέπεται σε τόπο συνάντησης και συνεύρεσης, έναν προστατευμένο κήπο όπου ο άνεμος σταματά και οι φιλοξενούμενοι μοιράζονται στιγμές χαλάρωσης, κουβέντας και κοινότητας. Μέσα από αυτήν την εμπειρία, η αρχιτεκτονική δεν λειτουργεί απλώς ως περίβλημα, αλλά ως μηχανισμός δημιουργίας κοινωνικών σχέσεων.
Το "The Village” αποτελεί σύγχρονη ερμηνεία του παραδοσιακού οικισμού, αποδεικνύοντας ότι η αυθεντικότητα δεν βρίσκεται στην αναπαραγωγή του παρελθόντος αλλά στη συνέχειά του μέσα από νέες μορφές έκφρασης. Είναι μια αρχιτεκτονική που σέβεται τον τόπο, αγκαλιάζει τη φύση και προσφέρει χώρο τόσο για προσωπική απομόνωση όσο και για συλλογική εμπειρία, ένα καταφύγιο απλότητας και αλήθειας στη Μήλο.