X

Ανάλυση Financial Times για τις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ: Το κόκκινο κύμα δεν ήταν ισχυρό, αλλά ο διχασμός εδραιώνεται

Το κόκκινο κύμα των Ρεπουμπλικανών δεν ήταν τελικά τόσο ισχυρό όσο αναμενόταν, σημειώνουν οι FT στο κύριο άρθρο τους.

Γράφει: TheToc team

Το "κόκκινο κύμα" των Ρεπουμπλικανών δεν ήταν τελικά τόσο ισχυρό όσο αναμενόταν τονίζει στη ανάλυσή της η εφημερίδα Financial Times, εξηγώντας τα αποτελέσματων των ενδιάμεσων εκλογών.

Στο κύριο άρθρο των FT σημεiώνεται ότι "αποτελεί εμπειρικό κανόνα στην πολιτική των ΗΠΑ ότι τα προεδρικά κόμματα τα βρίσκουν σκούρα στις ενδιάμεσες εκλογές. Από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνο ο Μπιλ Κλίντον το 1998 και ο Τζορτζ Μπους το 2002 είδαν το κόμμα τους να κερδίζει έδρες. Αυτό καθιστά ακόμη πιο αξιοσημείωτες τις περιορισμένες απώλειες των Δημοκρατικών υπό τον Τζο Μπάιντεν, σε ένα πλαίσιο όπου οι ψηφοφόροι είχαν τιμωρητική διάθεση εξαιτίας της αύξησης του πληθωρισμού ενώ τα ποσοστά δημοφιλίας του προέδρου είναι εξαιρετικά χαμηλά.

"Το "κόκκινο κύμα" που είχε προβλεφθεί αποδείχθηκε μάλλον ήμερο", διαπιστώνει η εφημερίδα.

Περιγράφοντας το τοπίο την επαύριο των εκλογών γίνεται λόγος για τα χρόνια που έπονται ως τις προεδρικές εκλογές του 2024 ως "δύο χρόνια διχασμού - με τους Ρεπουμπλικάνους πιθανότατα να ελέγχουν τη Βουλή, αν και η μοίρα της Γερουσίας παραμένει προς το παρόν ασαφής - που υπόσχονται μια δύσοσμη και πολωμένη ατμόσφαιρα".

"Η έρευνα για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 θα κλείσει"

Ωστόσο, η μεγάλη εικόνα των αποτελεσμάτων, και αυτό που ήταν ξεκάθαρα μια κακή βραδιά για τον Ντόναλντ Τραμπ, προσφέρουν λόγους για να ανασάνουμε λίγο πιο εύκολα ενόψει ευρύτερων απειλών για τη δημοκρατία των ΗΠΑ. Σίγουρα, ο έλεγχος των Ρεπουμπλικανών ακόμη και μόνο της Βουλής των Αντιπροσώπων, αν και με μικρότερη διαφορά από την αναμενόμενη, θα σήμαινε το τέλος της νομοθετικής ατζέντας του Μπάιντεν. Η έρευνα για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 [σ.σ. όταν έγινε η εισβολή στο Καπιτώλιο από τον συγκεντρωμένο όχλο που διαδήλωνε στην Ουάσινγκτον μη αποδεχόμενος το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020 και την επικείμενη, τότε, ανάληψη των καθηκόντων του στον Λευκό Οίκο από τον Τζο Μπάιντεν] θα κλείσει.

"Ο Κέβιν Μακάρθι, ο πιθανός επόμενος πρόεδρος της Βουλής, έχει ανακοινώσει τα σχέδιά του να κατακλύσει τον Λευκό Οίκο με κλητεύσεις. Έρευνες για την κυβέρνηση και την οικογένεια του Μπάιντεν είναι πιθανές", εξηγεί η εφημερίδα.

"Οι Δημοκρατικοί θα πρέπει στη συνέχεια να αξιοποιήσουν στο έπακρο την επερχόμενη σύνοδο του Κογκρέσου για να δημοσιεύσουν την έκθεση της 6ης Ιανουαρίου και όλο το υλικό της πλήρως. Θα πρέπει επίσης να θέσουν ως προτεραιότητες την άρση του ανώτατου ορίου του χρέους και την προέγκριση περαιτέρω υποστήριξης για την Ουκρανία, από τώρα έως τον Ιανουάριο, για να αποφευχθεί η δημιουργία πεδίων μάχης στο επόμενο Κογκρέσο".

Ο διχασμός της πολιτικής ζωής στην Ουάσιγκτον θα είναι πιο εδραιωμένος

Ωστόσο, ενώ ο διχασμός της πολιτικής ζωής στην Ουάσιγκτον θα είναι πιο εδραιωμένος - ειδικά εάν η Γερουσία, επίσης, τεθεί υπό τον έλεγχο του GOP, του Ρεπουμπλικανικού κόμματος - τα αποτελέσματα έδωσαν μια γεύση από τον πραγματισμό ποιυ διέπει το εκλογικό σώμα των ΗΠΑ.

Το exit poll μετά την ψηφοφορία της Τρίτης 8 Νοεμβρίου, έδειξαν ότι οι τιμές του φυσικού αερίου και των τροφίμων, και η αύξηση της εγκληματικότητας, απασχόλησαν, όπως αναμενόταν, τους ψηφοφόρους. Αλλά το μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας, για την οποία ο Μπάιντεν είχε διατυπώσει έντονες προειδοποιήσεις, και η ανατροπή από το Ανώτατο Δικαστήριο του συνταγματικού δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση είχαν επίσης εξέχουσα θέση μεταξύ των ανησυχιών τους. Ένας από τους κύριους λόγους για την αποτυχία ενός "κόκκινου κύματος" που αναμενόταν να σκάσει πάνω στο πολιτικό θαλάσσιο τοπίο είναι ότι οι ανεξάρτητοι ψηφοφόροι, καθώς και οι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι, εξακολουθούν να αισθάνονται βαθιά άβολα με τον εξτρεμισμό του Τραμπ και του Τραμπισμού.

Αν και ο Τζ. Ντ. Βανς κέρδισε την κούρσα για τη Γερουσία στο Οχάιο, πολλοί υποψήφιοι που υποστηρίχθηκαν από τον Τραμπ απέτυχαν - συμπεριλαμβανομένου του τηλεοπτικού γιατρού Μεχμέτ Οζ [σ.σ. του Τουρκοαμερικανού υποψηφίου με στενές σχέσεις με τον Ερντογάν] σε μια κρίσιμη αναμέτρηση στην Πενσυλβάνια.

Το ίδιο έκαναν και οι αρνητές της νίκης Μπάιντεν στις εκλογές του 2020, μετριάζοντας τις ανησυχίες ότι σημαντικός αριθμός υποστηρικτών της θεωρίας ότι η νίκη Μπάιντεν είναι κλοπή της εξουσίας, θα μπορούσαν να καταλήξουν σε βασικούς κρατικούς ρόλους έχοντας την ευθύνη για την επόμενη εκλογική διαδικασία.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η στάση Τραμπ στα τελευταία στάδια της προεκλογικής εκστρατείας με τις υπερβολικά πολλές εμφανίσεις που έκανε, επηρεάσε τη συσπείρωση στο ρεπουμπλικανικό κόμμα καθώς έφτασε στο σημείο να εκφράσει την πρόθεσή του να θέσει ξανά υποψηφιότητα το 2024, και τελικά έβλαψε συνολικά τις τύχες των Ρεπουμπλικάνων.

Ο πρώην πρόεδρος φαίνεται ότι παραμένει σε ετοιμότητα για να ξεκινήσει την εκστρατεία του για το 2024 ήδη την επόμενη εβδομάδα. Αλλά στην πορεία του Τραμπ προς την υποψηφιότητα των Ρεπουμπλικάνων βρίσκεται τώρα ένα σημαντικό εμπόδιο με τη μορφή του Ρον ΝτεΣάντις, του οποίου η αποφασιστική επανεκλογή ως κυβερνήτης της Φλόριντα ήταν μια από τις λίγες μεγάλες επιτυχίες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

"Οποιεσδήποτε ενδείξεις ότι η χείρα που τείνει ο Τραμπ στους Ρεπουμπλικανούς θα μπορούσε να πάψει να είναι ευπρόσδεκτη, συνδυάζονται με τον αυταρχικό συντηρητισμό του Ντε Σάντις που από μόνος του, εγκυμονεί κινδύνους" είναι η εκτίμηση της εφημερίδας.

Οι συσχετισμοί στη νέα Βουλή υπό τον έλεγχο των Ρεπουμπλικανών θα αλλάζουν με περίεργους τρόπους, υπογραμμίζει η εφημερίδα.

Το αποτέλεσμα της Τρίτης το βράδυ σε καμία περίπτωση δεν σήμανε το τέλος των πικρών πολέμων της Αμερικής που έχουν πολιτισμικό υπόβαθρο.

Αλλά τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι αυτό που οι κοινωνιολόγοι περιέγραψαν ως "εξαντλημένη πλειοψηφία" στις ΗΠΑ είχε κοιτάξει στην άβυσσο και έστρεψε την πλάτη σε αυτό που είδε.

Κλείνοντας το κύριο άρθρο της εφημερίδας, οι FT προειδοποιούν ότι "η πραγματοποίηση των χειρότερων φόβων της Αμερικής είναι μόνο μια εκλογική διαδικασία μακριά. Προς το παρόν, ωστόσο, οι επικριτές της δημοκρατίας των ΗΠΑ έχουν λιγότερα πράγματα για να αποδοκιμάζουν".

Διαβάστε Επίσης