
Ο Φετουλάχ Γκιουλέν αναδεικνύεται ως η σοβαρότερη απειλή για την επικυριαρχία του Ταγίπ Ερντογάν στο πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας. Ο μέχρι πρότινος σύμμαχος του Τούρκου πρωθυπουργού σταδιακά μετατρέπεται σε πολέμιο και αμφισβητία των πολιτικών του. Η αντιπαράθεση των δύο εκφραστών του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ δεν είναι καινούργια. Ωστόσο, τον τελευταίο χρόνο έχει λάβει διαστάσεις “εμφυλίου” εντός του Ισλαμικού κινήματος.
Το 2014 θα είναι μια χρονιά πολιτικά πυκνή για την Τουρκία: Αυτοδιοικητικές εκλογές το Μάρτιο, Προεδρικές εκλογές τον Αύγουστο και δεν αποκλείονται ακόμα και πρόωρες γενικές εκλογές το Νοέμβριο. Αυτές οι εκλογικές αναμετρήσεις θα καθορίσουν το πολιτικό περιβάλλον στην Τουρκία μέχρι το 2020. Θα είναι, επίσης, καθοριστικές για το μέλλον του κυβερνώντος κόμματος, του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), και του ίδιου του Ταγίπ Ερντογάν.
Ποιός είναι, όμως, ο Φετουλάχ Γκιουλέν και γιατί βρίσκεται σε “εμπόλεμη κατάσταση” με τον Ταγίπ Ερντογάν;
Γκιουλέν ο hocaefendi και το Hizmet
Γεννημένος στο Ερζουρούμ το 1941, ο Φετουλάχ Γκιουλέν χαρακτηρίστηκε, τον Απρίλιο του 2013, από το περιοδικό TIME ως μία από από τις 100 προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη. Η εκτίμηση αυτή δεν είναι τυχαία. Ο Γκιουλέν είναι ο ιδρυτής και ο πνευματικός πατέρας του Ισλαμικού Κινήματος Γκιουλέν, του Hizmet (Προσφέρω), το οποίο δραστηριοποιείται σε πάνω από 140 χώρες.
Η φιλοσοφία του Σουνιτικού Κινήματος εδράζεται στη διδασκαλία Ισλαμιστών φιλοσόφων και σουφιστών-μυστικιστών και κυρίως αυτών του Τζελαλεντίν Ρουμί και του Σαΐντ Νούρσι. Βασισμένος στους Ρουμί και Νούρσι, ο Γκιουλέν προώθησε ένα μετριοπαθές Ισλάμ το οποίο αποδέχεται τους νόμους της αγοράς, την ανοχή και την αποδοχή του “άλλου” αλλά έχει ταυτόχρονα και εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Παράλληλα, ασπάζεται τον εκσυγχρονισμό και τη Δύση και προωθεί το διάλογο μεταξύ των θρησκειών. Τέλος, το Hizmet σέβεται και προωθεί τις ισλαμικές θρησκευτικές παραδόσεις αλλά δεν έχει στόχο την καθιέρωση ισλαμικού κράτους. Πρώτη προτεραιότητα του Κινήματος είναι η εκπαίδευση μέσα από την οποία προωθούνται οι ιδέες και η φιλοσοφία του. Αυτό εξηγεί τη μεγάλη έμφαση που δίνεται στην οικοδόμηση σχολείων σε όλο τον κόσμο.
Ο Γκιουλέν ξεκίνησε την πορεία του ως ένας απλός κληρικός δάσκαλος. Το 1966 έγινε αναπληρωτής διευθυντής της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Σχέσεων, μία από τις πιο σημαντικές Διευθύνσεις της τουρκικής κρατικής δομής. Μετά το πραξικόπημα του 1970 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Απελευθερώνεται μετά από μερικούς μήνες και επιστρέφει ως θρησκευτικός διδάσκαλος στις περιοχές του Μαρμαρά. Την ίδια περίοδο αρχίζει να συγκροτεί την ομάδα του η οποία μεθοδικά επεκτείνεται. Ταυτόχρονα, ιδρύει οικοτροφεία για μαθητές που θέλουν να φοιτήσουν στις μεγάλες πόλεις αλλά δε μπορούν λόγω οικονομικών δυσκολιών.
Μέχρι το 1980 το Κίνημα Γκιουλέν είχε εδραιωθεί σε όλη την τουρκική επικράτεια και όχι μόνο. Τη δεκαετία του '80 στις διαλέξεις του Γκιουλέν συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες άτομα ενώ οι ομιλίες του ηχογραφούνταν και διανέμονταν σε κασέτες. Το Hizmet άρχισε να επεκτείνει τις δραστηριότητές του και στο εξωτερικό, κυρίως στην Ευρώπη και την Αμερική. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και της ανεξαρτητοποίησης των χωρών της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου οι Γκιουλενιστές άρχισαν να ιδρύουν σχολεία και ινστιτούτα στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης.
Τη δεκαετία του 1990 ο Γκιουλέν βρίσκεται στο επίκεντρο της θρησκευτικής και πολιτικής ζωής της Τουρκίας και η δημοφιλία του εκτοξεύεται. Αυτό δημιουργεί, αναπόφευκτα, ανταγωνισμό από άλλες ισλαμιστικές οργανώσεις ενώ αναστατώνει το Κεμαλικό κατεστημένο το οποίο βλέπει στο πρόσωπο του Γκιουλέν μια υπαρκτή και σοβαρή απειλή.
Μετά το “βελούδινο πραξικόπημα” εναντίον της ισλαμικής κυβέρνησης του Νετζμετίν Ερμπακάν στις 28 Φεβρουαρίου 1997 έγινε σαφές ότι ο Γκιουλέν αντιμετώπιζε άμεσα τον κίνδυνο σύλληψης και φυλάκισης. Έτσι, επικαλούμενος προβλήματα υγείας φεύγει από την Τουρκία το 1999 και εγκαθίσταται στο Πόκονος της Πενσυλβανίας των ΗΠΑ. Το 2000 κατηγορείται από ένα σκληροπυρνικό κεμαλιστή Εισαγγελέα για πολιτικές φιλοδοξίες και για σχέδιο εγκαθίδρυσης ισλαμικού κράτους στην Τουρκία. Δικάζεται ερήμην του. Οι κατηγορίες, μετά από οκτώ χρόνια, απορρίπτονται.
Το 2002 το AKP κερδίζει θριαμβευτικά τις εκλογές αλλά ο Γκιουλέν, λόγω φόβων για τη ζωή του, επιλέγει να παραμείνει στις ΗΠΑ όπου ζει μέχρι σήμερα.
Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου το Κίνημα Γκιουλέν επεκτείνεται σε όλο τον πλανήτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, το Hizmet έχει ιδρύσει πάνω από χίλια σχολεία παγκοσμίως. Μόνο στις ΗΠΑ έχει ιδρύσει γύρω στα τριακόσια σχολεία.
Μυστήριο παραμένουν οι πόροι χρηματοδότησης του Κινήματος Γκιουλέν. Οπως φαίνεται η χρηματοδότηση γίνεται από δωρεές, τις επιχειρήσεις που έχει ιδρύσει το Κίνημα αλλά και από εισφορές σε τοπικό επίπεδο όπου οι Γκιουλενιστές έχουν εκτεταμένη επιρροή. Το Κίνημα είναι ουσιαστικά ένα αποκεντρωμένο δίκτυο εκπαιδευτικών ινστιτούτων, επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και ατόμων το οποίο ασπάζεται τη θρησκευτική και πολιτική φιλοσοφία του Γκιουλέν.
Γκιουλέν εναντίον Ερντογάν
Η μεγάλη εκλογική νίκη του AKP το 2002 ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα της συμμαχίας που δημιούργησε ο Ταγίπ Ερντογάν με τον Φετουλάχ Γκιουλέν. Αυτή η συμμαχία ενισχύθηκε και από την υποστήριξη των κοσμικών-φιλελεύθερων δυνάμεων στην Τουρκία οι οποίες ήθελαν να απαλλαγούν από την ασφυκτική διακυβέρνηση των Κεμαλιστών και του στρατού. Με άλλα λόγια, ο στρατός και οι υποστηρικτές του ορθόδοξου Κεμαλισμού ήταν η κοινή απειλή που επέτρεψε στον Ερντογάν να οικοδομήσει τη συμμαχία που τον έφερε στην εξουσία. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε στις εκλογές του 2007. Το 2011 οι κοσμικές-φιλελεύθερες δυνάμεις αποχωρούν απογοητευμένες από τη “συμμαχία”. Παρά ταύτα, το AKP, έχοντας ακόμα τη στήριξη του Κινήματος Γκιουλέν, θριαμβεύει και πάλι.
Στα έντεκα χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν-AKP τόσο ο ίδιος ο Πρωθυπουργός όσο και το Κίνημα Γκιουλέν ενισχύονται δραματικά. Παράλληλα, η κυβέρνηση Ερντογάν καταφέρνει να “ξεδοντιάσει” τον στρατό ο οποίος σταδιακά επιστρέφει στους στρατώνες του. Αυτή η εξέλιξη επιτρέπει στον Ταγίπ Ερντογάν να γίνει ο κυρίαρχος του πολιτικού παιγνιδιού. Η έλλειψη ουσιαστικής αντιπολίτευσης και, από την άλλη, το δίκτυο επιρροής που έχει δημιουργήσει τον οδηγεί σταδιακά σε πιο αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης και προώθηση μιας πιο “ισλαμικής” ατζέντας.
Μετά τον θρίαμβο του 2011 η συμπεριφορά αυτή γίνεται πιο διακριτή αποξενώνοντας ακόμα περισσότερο τις φιλελεύθερες-κοσμικές δυνάμεις όπως και τους μετριοπαθείς ισλαμιστές του Γκιουλέν. Οι τελευταίοι απειλούμενοι από την κυριαρχία Ερντογάν αναζητούν τρόπους αντίδρασης.
Τα πρώτα μαύρα σύννεφα στις σχέσεις Ερντογάν-Γκιουλέν δημιουργήθηκαν όταν η τουρκική κυβέρνηση αποφασίζει το άνοιγμα προς τους Κούρδους και ειδικά το PKK. Παράλληλα, η επικριτική στάση της Αγκυρας έναντι του Ισραήλ και η απόφασή της να παγώσει τις σχέσεις της με το Τελ Αβίβ μετά την επίθεση ισραηλινών δυνάμεων εναντίον του τουρκικού στολίσκου προς τη Γάζα το Μάιο του 2010 προκάλεσε τη δημόσια κριτική του Γκιουλέν κατά της απόφασης Ερντογάν. Τα τελευταία δύο χρόνια οι συγκρούσεις των δύο αντρών έγιναν πιο συχνές με αφορμή θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης.
Οι εκτιμήσεις διαφόρων αναλυτών συγκλίνουν στο ότι ο Ερντογάν, αισθανόμενος ισχυρότερος, αποφάσισε να περιορίσει την επιρροή Γκιουλέν εντός του κράτους. Αυτό, αναπόφευκτα, θορύβησε τους Γκιουλενιστές οι οποίοι, βλέποντας την αύξηση της ισχύς του Ερντογάν, προσπαθούν να τον “κοντύνουν”. Με άλλα λόγια, αυτό που εξελίσσεται αυτή τη στιγμή είναι ένα είδος “εμφύλιου” πόλεμου εντός του AKP και του ισλαμικού κινήματος γενικότερα για το πια τάση θα επικρατήσει. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν είναι αυτή τη στιγμή ο ισχυρότερος παίχτης.
Μένει να δούμε πως θα εξελιχθεί και που θα καταλήξει αυτή η μάχη. Είτε έτσι είτε αλλιώς το αποτέλεσμά της θα είναι καθοριστικό για το μέλλον και τη σταθερότητα του τουρκικού πολιτικού συστήματος.







Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr