Ένοχος κρίθηκε ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί για υπόθεση διαφθοράς.
Κατηγορείται ότι προσέφερε δουλειά - "ρουσφέτι" στο Μονακό σε δικαστή, με αντάλλαγμα εσωτερική πληροφόρηση για στοιχεία έρευνας που αφορούσαν τα οικονομικά στοιχεία της προεκλογικής καμπάνιας του.
Ο ίδιος, απευθυνόμενος προς τους δικαστές υποστήριξε πως "ουδέποτε διέπραξε το παραμικρό έγκλημα διαφθοράς".
Το δικαστήριο δεν τον πίστεψε, ωστόσο, αν και το κατηγορητήριο κατά του Σαρκοζί βάσει ποινικού κώδικα προβλέπει ποινές κάθειρξης 10 ετών, αλλά και χρηματικό πρόστιμο μέχρι 1 εκατ. ευρώ, οι εισαγγελείς πρότειναν κάθειρξη τεσσάρων ετών με ελάχιστη έκτιση ποινής στα δύο χρόνια στον πρώην πρόεδρο, ενώ την ίδια πρόταση έκαναν και στους συγκατηγορούμενούς του, το δικηγόρο Τιερί Χέρτζογκ και το δικαστή Ζιλμπέρ Αζιμπέρ.
Τελικά ο κ. Σαρκοζί καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση από τα οποία θα εκτίσει το ένα.
Πως καταδικάστηκε ο Σαρκοζί
Καταρχάς να σημειωθεί πως είναι η πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία οπότε ένας πρώην πρόεδρος της Γαλλίας δικάστηκε για διαφθορά.
Ο Νικολά Σαρκοζί εμφανίστηκε πριν περίπου έναν χρόνο, στις 23 Νοεμβρίου του 2020 συγκεκριμένα, ενώπιον δικαστηρίου στο πλαίσιο της λεγόμενης "υπόθεσης των υποκλοπών", δίπλα σ' έναν φίλο του δικηγόρο και σ' έναν πρώην υψηλόβαθμο δικαστικό.
Πριν απ' αυτόν, μόνον ένας άλλος πρώην πρόεδρος, ο Ζακ Σιράκ, είχε δικαστεί --και καταδικασθεί το 2011 σε δύο χρόνια με αναστολή για υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος--, αλλά ο Σαρκοζί είναι ο πρώτος αρχηγός του κράτους που κατηγορήθηκε για διαφθορά.
Οι γαλλικές αρχές είχαν παρακολουθήσει συνομιλίες του Σαρκοζί και του δικηγόρου του Τιερί Χέρτζογκ, στο πλαίσιο διερεύνησης πληροφοριών για χρηματοδότηση της καμπάνιας του Σαρκοζί και από τον Μοαμάρ Καντάφι της Λιβύης. Εντόπισαν έτσι επαφές που γίνονταν μέσω κινητών καταχωρισμένων σε άλλα ονόματα (του Σαρκοζί ήταν στο όνομα Πολ Μπισμούθ).