Οι κίνδυνοι από την άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη προέρχονται από πολλές και διαφορετικές πηγές, γεγονός που προμηνύει μια πολύ σκληρή δοκιμασία για την Ευρωπαϊκή Ενωση ενοψει των πολλών εκλογικών αναμετρήσεων που πρόκειται να γίνουν σε χώρες – κλειδιά της Ε.Ε. μέσα στο 2017, όπως αναφέρει το Project Syndicate.
Μπορεί το 2016 η απειλή για την επιβίωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης να προερχόταν από το δημοψήφισμα για το Brexit, όμως οι εξελίξεις με την Βρετανική αποχώρηση φαίνεται πως βρίσκονται υπό έλεγχο, αναφέρει ο αρθρογράφος Ντάνιελ Γκρος, διευθυντής του Κέντρου για τις Ευρωπαϊκές Σπουδές με έδρα τις Βρυξέλλες.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Αναφερόμενος στην περίπτωση της Ελλάδας, ο Γκρις αναφέρει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προσπάθησε να βγάλει την Ελλάδα από την Ενωση, καθώς μάλλον ήθελε μια καλύτερη συμφωνία με τους πιστωτές. Η προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό τη βούληση του λαού. Στο δημοψήφισμα του 2015, οι ψηφοφόροι απέρριψαν σε συντριπτικό ποσοστό μια συμφωνία που πρότειναν οι πιστωτές, αλλά μόλις λίγες μέρες μετά η κυβέρνηση αποδέχθηκε μια συμφωνία που λίγο διέφερε από τις αρχικές προτάσεις. Οι Έλληνες ψηφοφόροι κατάλαβαν ότι η επιδίωξη καλύτερων όρων δεν άξιζε σε αντάλλαγμα για την απώλεια της ιδιότητας του μέλους της ευρωζώνης.
Τα επιχειρήματα των λαϊκιστών
Κι ενώ έως πρόσφατα η κριτική που ασκείτο στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αφορούσε στο τι έκανε σε ό,τι αφορά την οικονομία, με την εφαρμογή μέτρων σκληρής λιτότητας, τώρα η ατζέντα έχει αλλάξει, με τον δεξιό λαϊκισμό να αυξάνει την επιρροή του σε ισχυρές οικονομίες όπως η Αυστρία και σε χώρες που έχουν ωφεληθεί από την Ε.Ε. όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, ενώ στην Γαλλία δεν επιβλήθηκε από τις Βρυξέλλες καμία λιτότητα. Το αντίθετο μάλιστα, το Παρίσι εξαιρείτο από την εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων.
Τώρα, οι λαϊκιστές επικεντρώνονται όχι στο τι κάνει η ΕΕ, αλλά αυτό που αντιπροσωπεύει. Αντί διερωτώνται αν η ΕΕ έχει κάνει τους ανθρώπους να πλουσιότερους ή φτωχότερους, οι λαϊκιστές εστιάζονται σε ένα μια πιο θεμελιώδη και ισχυρή ερώτηση: «Ποιοι είμαστε;»
Με την μετανάστευση να έχει κλιμακωθεί, αυτή η στροφή δεν αποτελεί έκπληξη. Οι κοινωνίες στην Ευρώπη παλεύουν τώρα με τις συνέπειες της πολυπολιτισμικότητας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι περισσότεροι παρατηρητές των λαϊκιστικών κομμάτων, ειδικά των δεξιών κομμάτων, έχουν επικεντρώσει την πολιτική τους στην αντίθεση απέναντι στους αλλοδαπούς και τις μειονότητες.
Η "βούληση του λαού" πάνω από τους θεσμούς
Οι λαϊκιστές ηγέτες λειτουργούν με βάση την υπόθεση ότι η βούληση του “λαού” δεν θα πρέπει να περιορίζεται θεσμικά. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη θεμελιώδη αρχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας: ότι η εξουσία της πλειοψηφίας πρέπει να περιορίζεται, για να προστατεύονται οι μειονότητες, είτε αυτές αφορούν σε ψηφοφόρους είτε όχι.
Αλλά οι λαϊκιστές πολιτικοί ενοχλούνται από αυτούς τους περιορισμούς. Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπάν όχι μόνο δήλωσε ανοιχτά την προτίμησή του για μια «ανελεύθερη» δημοκρατία, αλλά επιδίωξε για να διαλύσει τους ελέγχους στην εξουσία της κυβέρνησής του. Το ίδιο έγινε και στην Πολωνία, όπου ο Γιάροσλαβ Καζίνσκι κυβερνά χωρίς να έχει ακόμη επίσημη θέση στη διακυβέρνηση της χώρας.
Λαμβάνοντας υπόψη την περιφρόνησή τους για τους ανεξάρτητους θεσμούς, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί λαϊκιστές έχουν εναντιωθεί στην ΕΕ, η οποία είναι, κατά μία έννοια, η πεμπτουσία της φιλελεύθερης δημοκρατίας: διέπεται από απρόσωπους κανόνες, και όχι από την πλειοψηφία της στιγμής, με τις περισσότερες αποφάσεις να απαιτούν είτε μια μεγάλη πλειοψηφία ή ομοφωνία.
Η ανεπαρκής δημοκρατία της Ευρώπης
Από την άλλη πλευρά πάντως, η ΕΕ πάσχει από ανεπαρκή δημοκρατία: όπως οι λαϊκιστές πολιτικοί επισημαίνουν συνήθως, οι ηγέτες των Βρυξελλών είναι μη εκλεγμένοι. Οι λαϊκιστές χρησιμοποιούν παρόμοια επιχειρήματα για να αρνηθούν ακόμη και την νομιμότητα των δικαστηρίων.
Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι ότι οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια διορίζουν τους ηγέτες της Ε.Ε., τους γραφειοκράτες και ανεξάρτητους δικαστές, ακριβώς διότι θέλουν να θέτουν όρια για τις πρόσκαιρες πλειοψηφίες. Ομως οι λαϊκιστές δηλώνουν ότι οι υπάλληλοι αυτοί αποτελούν μέρος της" ελίτ ", που επιλέγονται από άλλες ελίτ, με στόχο να ματαιώσουν τη βούληση του λαού.
Λίγα μπορούν να κάνουν οι πολιτικοί – και πολύ λιγότερο οι αξιωματούχοι της ΕΕ - για να αντιμετωπίσουν αυτό το επιχείρημα. Ορισμένοι πολιτικοί υποκύπτουν στην λαϊκή πίεση, υιοθετώντας την συγκεκριμένη ρητορική - ακόμα και το πρόγραμμα - των λαϊκιστών αντιπάλων τους. Όμως, η ΕΕ δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, χωρίς ουσιαστικά να επισπεύσει το δικό της θάνατό.
Από την εγκατάλειψη της λιτότητας στις λύσεις των λαϊκιστών
Όταν το ερώτημα που τέθηκε ήταν τι κάνει η Ε.Ε, υπήρξε μια λύση: Αλλαγή στάσης στα οικονομικά. Και όντως η Ε.Ε. εγκατέλειψε ντε φάκτο την πολιτική της λιτότητας.
Αλλά η ΕΕ δεν μπορεί να αλλάξει αυτό που αντιπροσωπεύει. Δεν μπορεί να δεχτεί, και μάλιστα εκ των προτέρων, την άποψη ότι οι έλεγχοι και ισορροπίες αποτελούν εμπόδια για την πρόοδο, ή ότι οι ξένοι απειλούν τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις που προτείνουν οι λαϊκιστές. Η ΕΕ πρέπει να εξακολουθήσει να αποτελεί προπύργιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, με όλους τους μη δημοφιλείς αλλά αναγκαίους κανόνες και τις διαδικασίες της.
Στο σημερινό περιβάλλον, η η πολυεπίπεδη δημοκρατία και η ανοικτή οικονομία δεν μπορούν να ανταγωνιστούν με τους λαϊκιστές και τις ευγενείς υποσχέσεις τους. Όταν λαϊκιστές αποτύχουν στην πολιτική τους, οι πολίτες θα επιστρέψουν πίσω στην Ε.Ε. Ας ελπίσουμε μόνο ότι η Ε.Ε. θα εξακολουθεί να υπάρχει εκεί και να τους περιμένει.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr