Το Ηνωμένο Βασίλειο αναμένεται να περάσει το όριο για την ανοσίας της αγέλης έως τη Δευτέρα, σύμφωνα με ειδικούς του University College London, καθώς σχεδόν τρεις στους τέσσερις κατοίκους της χώρας θα διαθέτουν αντισώματα κατά του νέου κορονοϊού.
Σύμφωνα με δυναμικό μοντέλο, που επεξεργάστηκαν επιστήμονες του University College London (UCL), το 73,4% του πληθυσμού της Βρετανίας θα διαθέτει μέχρι τις 12 Απριλίου προστατευτικά αντισώματα κατά της Covid-19.
Στην ερχόμενη Δευτέρα μάλιστα οι βρετανικές Αρχές έχουν προγραμματίσει να ανοίξουν ξανά τα καταστήματα λιανεμπορίου, εστιατόρια, πάρκα και ζωολογικοί κήποι.
Στις 30 Μαρτίου έρευνα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Μεγάλης Βρετανίας αποκάλυψε ότι το 54,7% των κατοίκων της Αγγλίας διέθεταν αντισώματα μέχρις τα μέσα του ίδιου μήνα, έναντι 50,8% μια εβδομάδα νωρίτερα.
Από τότε άλλοι 7,1 εκατ. πολίτες έλαβαν την πρώτη δόση του εμβολίου για την Covid-19 ανεβάζοντας στα σχεδόν 32 εκατ. τον συνολικό αριθμό των εμβολιασθέντων, ενώ καταγράφηκαν άλλα 100.000 κρούσματα – πράγμα που σημαίνει ότι σε σύγκριση με τον Μάρτιο πολλοί περισσότεροι Βρετανοί διαθέτουν πλέον αντισώματα – χώρια τους αναρίθμητους ασυμπτωματικούς.
"Πάνω από 50% των ενηλίκων έχουν εμβολιαστεί, γύρω στο 42% έχουν εκτεθεί στον κορονοϊό και περίπου 10% έχουν προηγούμενη ανοσία. Αν συνυπολογιστούν όλα αυτά τότε – σύμφωνα με το μοντέλο – περίπου 70% του πληθυσμού έχει ανοσία", δήλωσε ο καθηγητής Θεωρητικής Νευροεπιστήμης του UCL, Καρλ Φρίστον στη βρετανική εφημερίδα The Daily Telegraph, συμπληρώνοντας ότι:
"Βάσει του αριθμού των επαφών στην αρχή της πανδημίας και του εκτιμώμενου κινδύνου μετάδοσης, φθάνουμε κοντά στο όριο της ανοσίας της αγέλης". Οι εκτιμήσεις των επιστημόνων έρχονται μετά τις αναφορές περί μείωσης πάνω από το μισό σ’ έναν μήνα των κρουσμάτων του κορονοϊού σε κάθε ηλικιακή ομάδα στη Βρετανία.
Τι είναι η ανοσία της αγέλης
Ανοσία αγέλης είναι μια μορφή έμμεσης προστασίας από μολυσματικές ασθένειες που συμβαίνει όταν ένα μεγάλο ποσοστό ενός πληθυσμού έχει γίνει άνοσο σε μια μόλυνση, είτε μέσω προηγούμενων μολύνσεων είτε μέσω εμβολιασμού, παρέχοντας έτσι έναν βαθμό προστασίας σε άτομα που δεν είναι άνοσα.
Σε έναν πληθυσμό, στον οποίο μεγάλο ποσοστό ατόμων διαθέτει ανοσία, δεν είναι δηλαδή πιθανό να συμβάλει στη μετάδοση των νόσων, οι αλυσίδες μόλυνσης είναι πιο πιθανό να διαταραχθούν, γεγονός που είτε σταματά είτε επιβραδύνει την εξάπλωση της ασθένειας. Όσο μεγαλύτερη είναι η αναλογία των ατόμων με ανοσία σε μια κοινότητα, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα τα μη άνοσα άτομα να έλθουν σε επαφή με μολυσματικό, συμβάλλοντας έτσι στην προστασία των μη ανοσοποιημένων ατόμων από τη μόλυνση, αναφέρει η Wikipedia.
Τα άτομα μπορούν να γίνουν άνοσα με ανάρρωση από προηγούμενη μόλυνση ή με εμβολιασμό. Μερικά άτομα δεν μπορούν να γίνουν άνοσα για ιατρικούς λόγους, όπως ανοσοανεπάρκεια ή ανοσοκαταστολή, και γι 'αυτή την ομάδα η ανοσία αγέλης είναι σημαντική μέθοδος προστασίας.
Μόλις επιτευχθεί ένα συγκεκριμένο όριο, η ανοσία αγέλης σταδιακά εξαλείφει μια ασθένεια από έναν πληθυσμό. Αυτή η εξάλειψη, εάν επιτευχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη μείωση του αριθμού των λοιμώξεων στο μηδέν, που ονομάζεται εξάλειψη. Η ανοσία αγέλης που δημιουργήθηκε μέσω εμβολιασμού συνέβαλε στην ολοκληρωτική εξάλειψη της ευλογιάς το 1977 και συνέβαλε στη μείωση της συχνότητας άλλων ασθενειών.
Η ανοσία αγέλης δεν βρίσκει εφαρμογή σε όλες τις ασθένειες, αλλά μόνο σε όσες είναι μεταδοτικές, που μπορούν δηλαδή να μεταδοθούν από ένα άτομο σε άλλο. Ο τέτανος, για παράδειγμα, είναι μολυσματικός αλλά όχι μεταδοτικός, επομένως δεν ισχύει η ανοσία αγέλης.
Η ανοσία αγέλης αναγνωρίστηκε ως φυσικό φαινόμενο στη δεκαετία του 1930, όταν παρατηρήθηκε ότι αφού ένας σημαντικός αριθμός παιδιών είχαν γίνει άνοσα στην ιλαρά, ο αριθμός των νέων μολύνσεων μειώνονταν προσωρινά μεταξύ των ευάλωτων παιδιών. Ο μαζικός εμβολιασμός για την πρόκληση ανοσίας αγέλης έχει γίνει έκτοτε συνήθης πρακτική και αποδείχθηκε επιτυχής στην πρόληψη της εξάπλωσης πολλών μολυσματικών ασθενειών. Το αντιεμβολιαστικό κίνημα ανέσχεσε την ανοσία αγέλης, επιτρέποντας σε ασθένειες που θα μπορούσαν να προληφθούν, να παραμείνουν ή να επιστρέψουν σε κοινότητες με ανεπαρκή ποσοστά εμβολιασμού.