
Θυμάμαι ότι τα Χριστούγεννα του 2001 ήταν υπέροχα, όπως και το πρώτο μισό της Πρωτοχρονιάς του 2002.
Η Πρωτοχρονιά ήταν πάντα μια μέρα γιορτής για την οικογένειά μου. Μαζευόμασταν όλοι στο τραπέζι και εκείνη τη χρονιά ήμουν μαζί με τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, τον αδερφό μου, την κοπέλα του και τη γιαγιά μου. Ήταν οι τελευταίες ήρεμες στιγμές της ζωής μου, όπου ήμουν απλώς η Αλίσια.
Κάποια στιγμή, ζήτησα από τον αδερφό μου να πάω να ξαπλώσω, γιατί, όπως του είπα, με πονούσε το στομάχι μου. Όμως, στην πραγματικότητα, άνοιξα την εξώπορτα και πήγα να συναντήσω κάποιον που πίστευα ότι ήταν φίλος μου. Κι αυτό, παρότι δεν ήταν του χαρακτήρα μου, εφόσον ήμουν ένα παιδί που φοβόταν το σκοτάδι, μισούσε το κρύο και ποτέ δεν έβγαινε βράδυ από το σπίτι χωρίς τη συνοδεία ενός ενήλικου.
Οι δρόμοι ήταν καλυμμένοι από πάγο και δεν ήταν κανείς έξω. Αυτό που θυμάμαι περισσότερο ήταν η ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα βήματά μου πάνω στο χιόνι. Η διαίσθησή μου έλεγε ότι αυτό που έκανα ήταν πολύ επικίνδυνο και ότι έπρεπε να επιστρέψω στο σπίτι.
Άρχισα, λοιπόν, να παίρνω το δρόμο της επιστροφής και τότε άκουσα κάποιον να φωνάζει το όνομά μου. Σε λίγα λεπτά, βρισκόμουν μέσα σε ένα αυτοκίνητο με έναν άνδρα. Ξαφνικά, ένιωσα φόβο για τη ζωή μου.
Μέχρι τότε, η παιδική μου ηλικία είχε υπάρξει υπέροχη. Η μητέρα μου έμενε στο σπίτι, ήταν δίπλα μου σε ό,τι χρειαζόμουν, το ίδιο και ο μεγαλύτερος, κατά εννέα χρόνια, αδελφός μου. Ο πατέρας μου εργαζόταν πολύ, αλλά πάντα έβρισκε χρόνο για εμάς. Ήμασταν μια πολύ δεμένη οικογένεια.
Ο αδελφός μου ήταν εκείνος που μου είχε μάθει το ίντερνετ, εφόσον του άρεσε πολύ να παίζει online παιχνίδια. Είχαμε κάνει σύνδεση πρόσφατα και οι γονείς μας θεωρούσαν ότι μας είχαν χαρίσει ένα υπέροχο δώρο. Με είχαν προειδοποιήσει, βέβαια, για τους «επικίνδυνους ξένους», αλλά οι ξένοι στο ίντερνετ είναι μόνο στην αρχή ξένοι. Μετά, σου μιλούν πολύ για τον εαυτό τους και μοιάζουν φίλοι σου. Επίσης, το 2001 και το 2002 ελάχιστοι μάθαιναν στα παιδιά τους ότι το διαδίκτυο μπορεί να είναι και επικίνδυνο. Έτσι, άρχισα να συνδέομαι για να μιλώ με τους φίλους μου. Ένιωθα ασφαλής.
Ανάμεσα στους φίλους μου, υπήρχε και κάποιος που νόμιζα ότι ήταν στην ηλικία μου, τον οποίο δεν γνώριζα. Μιλούσαμε συνέχεια και μου έδινε συμβουλές. Του έλεγα κάθε πρόβλημά μου και με έκανε να νιώθω καλύτερα μέσα στους 8-9 μήνες που επικοινωνούσαμε. Ήταν αυτός που πήγα να συναντήσω το βράδυ της Πρωτοχρονιάς και με απήγαγε στο αυτοκίνητό του.
Μέσα στο αμάξι, μου κρατούσε το χέρι τόσο σφιχτά που νόμιζα ότι θα το σπάσει. Μου έδινε διαταγές, όπως «μην αντιδράς» ή «μη μιλάς». Και με απειλούσε ότι, αν δεν υπάκουγα, θα με έκλεινε στο πορτ μπαγκάζ.
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω τον τρόμο που ένιωθα ότι εκείνος ο άνδρας μπορούσε ανά πάσα στιγμή να με σκοτώσει. Συνέχισε να οδηγεί για περίπου πέντε ώρες, από το Πίτσμπουργκ μέχρι τη Βιρτζίνια, ώσπουφτάσαμε στο σπίτι του. Περάσαμε μια πόρτα με λουκέτο και με έσπρωξε στο υπόγειο. Μου έβγαλε τα ρούχα και μου είπε: «Θα είναι πολύ δύσκολο για σένα. Μπορείς να κλάψεις αν θέλεις». Μετά, έβαλε ένα κολάρο σκύλου στο λαιμό μου, με ανέβασε στην κρεβατοκάμαρά του και με βίασε. Με έδεσε στο πάτωμα από το κολάρο....
Διαβάστε τη συνέχεια στο WomanTOC
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr