Όταν ο Ταγίπ Ερντογάν χαρακτήριζε «θείο δώρο» το αποτυχημένο πραξικόπημα, λέγοντας πως αυτό θα επιτρέψει στην τουρκική κυβέρνηση να καθαρίσει τον στρατό και άλλες κρατικές δομές, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί την έκταση και ένταση των «εκκαθαρίσεων» που θα ακολουθούσαν. Οι αριθμοί αυτού που οι New York Times αποκάλεσαν «αντιπραξικόπημα» του τούρκου προέδρου δεν αφήνουν πολλά περιθώρια παρερμηνείας για το τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στη γείτονα χώρα.
Μέχρι το μεσημέρι της Πέμπτης, πάνω από 60.000 άτομα είχαν απομακρυνθεί απο τις θέσεις τους στο τουρκικό δημόσιο, την αστυνομία, τις ένοπλες δυνάμεις και το δικαστικό σώμα.
Ενδεικτικά: 21.700 απολύσεις και διαθεσιμότητες στο υπουργείο Παιδείας, ανάκληση της άδειας 21.000 δασκάλων στην ιδιωτική εκπαίδευση, 8.777 απολύσεις από το υπουργείο Εσωτερικών, 7.850 καθαιρέσεις από την αστυνομία, 6.000 συλλήψεις στρατιωτικών, 183 συλλήψεις στρατηγών και ναυάρχων (σε σύνολο 358), 2.745 απολύσεις δικαστών, 1.577 αναγκαστικές παραιτήσεις των κοσμητόρων ιδιωτικών και δημόσιων πανεπιστημίων, 1.500 απολύσεις από το υπουργείο Οικονομικών, 492 απολύσεις από τη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων, 257 απολύσεις από το πρωθυπουργικό γραφείο, 370 διαθεσιμότητες στην κρατική τηλεόραση, 47 συλλήψεις περιφερειακών κυβερνητών, 30 συλλήψεις επαρχιακών κυβερνητών, παύση καθηκόντων 100 υπαλλήλων της υπηρεσίας πληροφοριών, 399 απολύσεις από το υπουργείο Οικογενειακής και Κοινωνικής Πολιτικής, θέση σε διαθεσιμότητα 262 στρατιωτικών δικαστών και εισαγγελέων...
Την ίδια στιγμή, η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε να επιβάλει απαγόρευση εξόδου από τη χώρα σε 3 εκατομμύρια δημοσίους υπαλλήλους, το τουρκικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης προχωρά στην ανάκληση των αδειών των τηλεοπτικών σταθμών που κατηγορούνται ότι έχουν σχέσεις με το κίνημα Γκιουλέν, ενώ το υπουργείο Παιδείας έβαλε «λουκέτο» σε 626 εκπαιδευτικά ιδρύματα. Πρόκειται αναμφίβολα για το μεγαλύτερο κύμα «εκκαθαρίσεων» στην ιστορία της τουρκικής δημοκρατίας.
Ένα κύμα που όπως όλα δείχνουν θα συνεχιστεί με αμείωτο ρυθμό μετά την κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στη χώρα και την αναστολή της ισχύος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρωπου.
Η δημοκρατία και τα θεσμικά αντίβαρα
Το πραξικόπημα λοιπόν μπορεί να απέτυχε, αλλά η δημοκρατία δεν νίκησε. Στην πραγματικότητα, η δημοκρατία στην Τουρκία είχε υποστεί πολύ σοβαρά πλήγματα εδώ και καιρό. Τουλάχιστον 17 δημοσιογράφοι βρέθηκαν σε τουρκικές φυλακές την περασμένη χρονιά, ένας πρωθυπουργός καρατομήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τη θέση του, η φιλοκουρδική αντιπολίτευση (ΗDP) βρέθηκε στο στόχαστρο με την κατηγορία της υποστήριξης της τρομοκρατίας και σημαίνοντα στελέχη της απειλήθηκαν με την άρση της βουλευτικής τους ασυλίας. Οι επιθέσεις εναντίον της ελευθερίας της έκφρασης, της ακαδημαϊκής ελευθερίας και των κοινωνικών δικτύων εντάθηκαν.
Σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυσή, ο αρθρογράφος του Foreign Affairs Michael J. Koplow σημειώνει πως από την άνοδό του στην εξουσία ο Ερντογάν πολιτεύτηκε στοχοποιώντας και δαιμονοποιώντας τους πολιτικούς αντιπάλους του και κατηγορώντας τους ότι συνωμοτούσαν για την ανατροπή του. «Από τούδε και στο εξής, [ο Ερντογάν] δεν θα είναι απλώς ο πρόεδρος που κατάφερε να αποκρούσει ένα πραξικόπημα, αλλά εκείνος που είχε δίκιο από την αρχή», σημειώνει ο Koplow. Τονίζει δε με έμφαση ότι μετά το πραξικόπημα οι αντιστάσεις απέναντι στα σχέδιά του Ερντογάν για συνταγματική αναθεώρηση και ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του προέδρου χωρίς τα απαραίτητα θεσμικά αντίβαρα θα μειωθούν αισθητά.
Κυρίαρχος σε μια διχασμένη χώρα
Ο Ερντογάν φαίνεται να είναι ο μεγάλος κερδισμένος από τα γεγονότα των προηγούμενων ημερών, οι δάφνες του όμως απλώνονται πάνω στα συντρίμμια μιας διχασμένης χώρας, καθώς το πραξικόπημα κατέδειξε τη βαθιά διαίρεση ενός κράτους που ακροβατεί ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Εκ πρώτης όψεως, η απόπειρα πραξικοπήματος δεν φαίνεται να συνδέεται με διαιρετική τομή ανάμεσα στην κοσμική και την ισλαμική προοπτική της χώρας, καθώς η τουρκική κυβέρνηση κατηγορεί τον ισλαμιστή ιεροκήρυκα και θεωρητικό Φετουλάχ Γκιουλέν ως ενορχηστρωτή της στάσης. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η διαιρετική αυτή τομή δεν εξακουθεί να διαπερνά την τουρκική κοινωνία και να επηρεάζεται από τις τελευταίες εξελίξεις.
Ήδη πριν από το πραξικόπημα, ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας ασκούσε σφοδρή κριτική στον Ερντογάν καθώς έβλεπε στο πρόσωπο του έναν αυταρχικό ηγέτη που οδηγεί τη χώρα σε βίαιη ισλαμοποίηση και τη δημοκρατία σε αποσάρθρωση. Τα νέα δεδομένα θα εντείνουν και θα αναδείξουν αυτό το χάσμα, καθώς οι οπαδοί του Ερντογάν θα υποστηρίξουν με σθένος την προσπάθειά ανακατάληψης και αναδιοργάνωσης του κράτους, ενώ όσοι ασκούν αντιπολίτευση θα αισθανθούν ακόμη πιο απομονωμένοι από ό,τι πριν. Μιλώντας στο CNN, ένας από τους πιο προσεκτικούς αναλυτές των πραγμάτων στην Τουρκία, ο Soner Cagaptay, διευθυντής του τουρκικού ερευνητικού προγράμματος του Washigton Institute, σημείωνε: «Από εδώ και πέρα η Τουρκία θα είναι μια ακόμη πιο διχασμένη και πολωμένη χώρα. Θα είναι δύσκολο έως αδύνατο να κάνει κανείς αντιπολίτευση».
Η αμφιθυμία της Ευρώπης
Το πραξικόπημα συνέβη σε μια περίοδο που ο Ερντογάν πραγματοποιούσε τη στροφή προς μια ρεαλιστικότερη εξωτερική πολιτική, σπεύδοντας να κλείσει τα μέτωπα που είχε ανοίξει όλη την προηγούμενη περίοδο.
Παρά την απομάκρυνση Νταβούτογλου, το δόγμα των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» και της «μαλακής ισχύος» έδειχνε να αποκτά μια νέα ζωή, με στόχο την ενίσχυση της περιφερειακής επιρροής της Άγκυρας στην ευρύτερη περιοχή. Υπό την πίεση των οικονομικών συνεπειών του ρωσικού εμπάργκο, ο Ερντογάν ζήτησε συγγνώμη από τον Πούτιν, ενώ βλέποντας ότι θα μείνει έξω από ενεργειακό παιχνίδι την Ανατολική Μεσόγειο προχώρησε στην αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ. Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα έδειχνε πρόθυμη να ξαναρχίσει να συζητά ακόμη και με τη Συρία του Μπασάρ Αλ-Άσαντ. Όσον αφορά τις σχέσεις με τη Δύση, ο Ερντογάν επιβεβαίωσε τη στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ στη μάχη κατά του ISIS, ενώ είχε κατεβάσει αισθητά τους τόνους απέναντι στην ΕΕ για το θέμα της βίζας.
Οι τελευταίες εξελίξεις πιθανότατα θα επιφέρουν ανακατάξεις σε κάποια -αν όχι όλα- από τα παραπάνω μέτωπα. Ήδη γίνονται αισθητοί οι πρώτοι κλυδωνισμοί στις σχέσεις Άγκυρας-Ουάσιγνκτον με αφορμή το θέμα της έκδοσης του Γκιουλέν. Υπάρχει όμως εδώ και ένα σοβαρό ζήτημα που αφορά τα καθ’ημάς.
Μετά τις «εκκαθαρίσεις» του τούρκου προέδρου καθίσταται όλο και πιο δύσκολο να υποστηρίξει κανείς με πειστικότητα τα περί ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας του Ερντογάν, τη στιγμή που η χώρα δείχνει να βυθίζεται όλο και πιο βαθιά σε έναν ιδιότυπο προσωποπαγή αυταρχισμό. Και αν οι ευρωπαίοι ηγέτες περιορίζονται προς το παρόν σε λεκτικές προειδοποιήσεις, επιχειρώντας έτσι να παρακάμψουν το ερώτημα, είναι προφανές πως αργά ή γρήγορα θα κληθούν να πάρουν μια σαφή θέση.