O Ντόναλντ Τραμπ αναγνώρισε την Παρασκευή ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα γεννήθηκε στις ΗΠΑ, σε μια θεαματική μεταστροφή με την οποία έβαλε τέλος στις αμφιβολίες που ο ίδιος τροφοδοτούσε με δηλώσεις του αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα εδώ και χρόνια.
«Ο πρόεδρος Ομπάμα γεννήθηκε στις ΗΠΑ, τελεία και παύλα» είπε ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για τον Λευκό Οίκο, σε μια συνάντηση που είχε με βετεράνους στην Ουάσιγκτον.
Ο δισεκατομμυριούχος βρήκε την ευκαιρία μάλιστα να κατηγορήσει τη Χίλαρι Κλίντον και το επιτελείο της προεκλογικής της εκστρατείας του 2008 ότι ξεκίνησαν αυτό το όργιο φημών με επίκεντρο τον Μπαράκ Ομπάμα, μια κατηγορία που όλοι οι πολιτικοί διαψεύδουν.
Η παραδοχή εκ μέρους του Τραμπ για τον τόπο γέννησης του Ομπάμα ήρθε δύο μέρες μετά την τελευταία άρνησή του - την Τετάρτη του βράδυ - να αναγνωρίσει ότι ο Μπαράκ Ομπάμα έχει γεννηθεί στις ΗΠΑ, αναμοχλεύοντας την παλιά θεωρία συνωμοσίας.
Η σκωπτική απάντηση του Ομπάμα
Το απόγευμα της Παρασκευής ο πρόεδρος των ΗΠΑ αναφέρθηκε με σκωπτική διάθεση από το Οβάλ Γραφείο στις υπεκφυγές του Ντόναλντ Τραμπ.
«Ήμουν πάντα πολύ σίγουρος για τον τόπο που γεννήθηκα, όπως η πλειονότητα των ανθρώπων, άλλωστε» δήλωσε ο επικεφαλής του αμερικανικού κράτους χαμογελώντας, ενώπιον δημοσιογράφων.
«Ένιωσα σοκ καθώς ένα τέτοιο ερώτημα αναφέρθηκε τη στιγμή που έχουμε τόσα πράγματα να κάνουμε.. Στην πραγματικότητα, δεν σοκαρίστικα» πρόσθεσε.
«Θα μου άρεσε η προεκλογική εκστρατεία να έχει στο επίκεντρό της σοβαρότερα θέματα από το συγκεκριμένο» κατέληξε ο Αμερικανός πρόεδρος.
Θεωρίες συνωμοσίας της δεξιάς
Στην πρώτη θητεία του Μπαράκ Ομπάμα εντοπίζονται οι ρίζες αυτής της θεωρίας συνωμοσίας που ο Ντόναλντ Τραμπ, εκείνη την εποχή ένας απλός επιχειρηματίας, είχε στηρίξει με πάθος.
Αμερικανοί, σε ορισμένους κύκλους της δεξιάς ή της ακροδεξιάς στο Διαδίκτυο, επιβεβαίωναν ότι ο Μπαράκ Ομπάμα, που γεννήθηκε το 1961 στη Χαβάη από Αμερικανίδα μητέρα και Κενυάτη πατέρα, δεν γεννήθηκε στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με αυτούς τους κύκλους δεν είναι «φυσικός» Αμερικανός πολίτης, μία από τις προϋποθέσεις για να αναλάβει κανείς τον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ, σύμφωνα με το Σύνταγμα.