Συγκλονισμένη παρακολουθεί η κοινή γνώμη του Οχάιο τη δίκη της Σίντεϊ Πάουελ η οποία κατηγορείται για την άγρια δολοφονία της μητέρας της, Μπρέντα Πάουελ, πριν από πέντε χρόνια, μέσα στο σπίτι τους.
Το θύμα ήταν μια διακεκριμένη ογκολόγος με μεγάλη προσφορά και επιστημονικό έργο που εργαζόταν στην παιδιατρική κλινική Akron Children's Hospital επί 28 χρόνια.
Το μοιραίο τηλεφώνημα
Τη μοιραία μέρα της δολοφονίας της, στις 3 Μαρτίου 2020, η Μπρέντα έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον σύζυγό της την ώρα που ήταν στη δουλειά της. Της έλεγε ότι η 20χρονη κόρη τους την χρειαζόταν και έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι. Η Μπρέντα Πάουελ, μητέρα και ενός αγοριού, έσπευσε. Από το φθινόπωρο του 2019, η κόρη της, Σίντεϊ, ήταν φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Mount Union του Οχάιο και έμενε σε φοιτητική εστία στο πανεπιστημιακό κάμπους.
Η νεαρή Σίντεϊ ήταν αρχηγός της ποδοσφαιρικής ομάδας του πανεπιστημίου της και χάρη στις αθλητικές της επιδόσεις είχε καταφέρει να λάβει υποτροφία για το 50% των διδάκτρων της.
"Γιατί έχω την εντύπωση ότι με κοροϊδεύεις;"
Η πρώτη φορά που η μητέρα της παρατήρησε κάτι περίεργο ήταν τον Φεβρουάριο του 2020 όταν μία μέρα διαπίστωσε ότι η Σίντεϊ αντί για το πανεπιστήμιο βρισκόταν στο σπίτι τους. Η δικαιολογία τότε, ήταν ότι κάποιος καθηγητής είχε αρρωστήσει και έτσι για μία εβδομάδα δεν είχε μαθήματα. Η Μπρέντα Πάουελ, ανήσυχη για την κόρη της, της είχε πει: "Γιατί έχω την εντύπωση ότι με κοροϊδεύεις; Να θυμάσαι ότι έχεις ανάγκη τους καλούς βαθμούς για να διατηρήσεις την υποτροφία σου".
Το επόμενο καμπανάκι χτύπησε μία εβδομάδα αργότερα, όταν ο Στίβεν Πάουελ, πατέρας της 20χρονης τότε, διαπίστωσε ότι το ηλεκτρονικό σύστημα πληρωμών του πανεπιστημίου δεν του επέτρεπε να πληρώσει τα δίδακτρα για το εαρινό εξάμηνο. Η Σίντεϊ του είπε ότι ήταν τεχνικό λάθος αλλά έπειτα από πιέσεις παραδέχθηκε ότι την είχαν αποβάλει.
Εκείνος επέλεξε να καλέσει τη σύζυγό του και να την αφήσει να λύσει το ζήτημα μιλώντας με την κόρη τους γιατί, όπως είπε αργότερα, πίστευε ότι είχαν πιο στενή σχέση.
Το τηλεφώνημα της Μπρέντα Πάουελ στο πανεπιστήμιο για να πληροφορηθεί τι ακριβώς είχε συμβεί απέβη μοιραίο. Πριν προλάβει να ανταλλάξει δυο κουβέντες, ο συνομιλητής της άκουσε αρκετούς γδούπους και μια κραυγή. Έπειτα, η γραμμή κόπηκε. Ο υπάλληλος του πανεπιστημίου τηλεφώνησε στο σπίτι των Πάουελ όπου απάντησε μια γυναικεία φωνή που ισχυρίστηκε ότι ήταν η Μπρέντα Πάουελ και ότι όλα ήταν καλά.
Λίγο μετά τη 1 το μεσημέρι, η αστυνομία εντόπισε τη Σίντεϊ στο γκαράζ του σπιτιού και στο εσωτερικό, τη Μπρέντα να αιμορραγεί από τα βαθιά τραύματά της στον λαιμό. Η γυναίκα μεταφέρθηκε άμεσα στο νοσοκομείο όπου κατέληξε.
Η νεαρή κοπέλα είπε αρχικά στην αστυνομία ότι είχε μπει στο σπίτι ένας άγνωστος εισβολέας την ώρα που η μητέρα της μιλούσε στο τηλέφωνο. Ένα σπασμένο παράθυρο και ίχνη αίματος που ανήκαν στην 20χρονη κίνησαν υποψίες. Όπως αποδείχθηκε, η Μπρέντα Πάουελ είχε δεχθεί χτύπημα από ένα μαντεμένιο τηγάνι ενώ στη συνέχεια, είχε δεχθεί 23 μαχαιριές στον λαιμό.
Ο πατέρας και η γιαγιά της δεν θέλουν να πάει φυλακή
Το μυστικό που η Σίντεϊ δεν ήθελε να μάθει η μητέρα της, και για αυτό την σκότωσε, ήταν ότι εξαιτίας των κακών βαθμών της είχε κοπεί στο χειμερινό εξάμηνο και είχε αποβληθεί από το πανεπιστήμιο χάνοντας την υποτροφία.
Σε πρώτη φάση, η Σίντνεϊ συνελήφθη και της απαγγέλθηκαν κατηγορίες για φόνο. Αφέθηκε ελεύθερη με εγγύηση 25.000 δολαρίων και έζησε με τη γιαγιά της από την πλευρά της μητέρας της, εν αναμονή της δίκης ενώ υποβαλλόταν σε θεραπεία για την ψυχική της υγεία.
Ούτε η γιαγιά ούτε ο πατέρας της ήθελαν η υπόθεση να φτάσει στο δικαστήριο. Πίστευαν ότι η Σίντνεϊ είχε υποστεί ψυχική βλάβη και χρειαζόταν βοήθεια αντί για φυλάκιση. Ωστόσο, η εισαγγελία ζήτησε να οδηγηθεί στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου η Σίντνεϊ δήλωσε αθώα υποστηρίζοντας ψυχική ανισορροπία.
Η υπεράσπισή της υποστήριξε ότι είχε υποστεί ένα "ψυχωτικό επεισόδιο κατά τη στιγμή της επίθεσης" και έκτοτε είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια για την οποία λαμβάνει θεραπεία.
Οι ειδικοί υποστήριξαν ότι έχανε την επαφή της με την πραγματικότητα κατά την περίοδο που προηγήθηκε της δολοφονίας λόγω του άγχους εξαιτίας της αποβολής από το πανεπιστήμιο και της απόκρυψης του γεγονότος αυτούς από την οικογένειά της.
Αλλά ενώ οι ειδικοί της εισαγγελίας δέχτηκαν ότι η Σίντνεϊ όντως είχε προβλήματα ψυχικής υγείας, υποστήριξαν ότι "δεν υπέφερε από ψυχωτική κρίση όταν σκότωσε τη μητέρα της στην επίθεση των τρεισήμισι λεπτών".
Και αμέσως μετά το περιστατικό, είχε "αρκετά σώας τας φρένας για να προσπαθήσει να καλύψει την επίθεση" σπάζοντας ένα παράθυρο. Οι εισαγγελείς υποστήριξαν ότι η Σίντνεϊ ήξερε ακριβώς τι έκανε, ειδικά όταν μαχαίρωσε τη μητέρα της. Το επιβαρυντικό στοιχείο ήταν οι 23 μαχαιριές καθώς κρίθηκε ότι δεν έκανε κάτι σε στιγμή παραφροσύνης αλλά ότι ήθελε να εξοντώσει τη μητέρα της.