Ο Παντελής Τσιομπάνογλου ήταν κάποτε ο διασημότερος εστιάτορας της Κωνσταντινούπολης. Ιδιαίτερα αγαπητός στους καλοφαγάδες της υψηλής τουρκικής κοινωνίας, που τον τιμούσαν συχνά με την παρουσία τους. Όμως, στα γνωστά έκτροπα του 1955, τουρκικός συρφετός, που τον κέντριζαν και τον οιστρηλατούσαν διάφοροι επιτήδειοι, έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε πολλά ελληνικά μαγαζιά. Ανάμεσα σε αυτά και το εστιατόριο του Παντελή. Ενοχλημένος, αποφάσισε να μην το ξανα-ανοίξει. Ήταν ήδη μεγάλος και ο γιός του βρισκόταν στην Αμερική όπου είχε κάνει λαμπρές σπουδές ως νεφρολόγος – με ειδίκευση στον τεχνητό νεφρό.
Η ιστορία πάνω – κάτω επαναλαμβάνεται και σήμερα που το φημισμένο εστιατόριο παραμένει τους τελευταίους μήνες κλειστό λόγω των εργασιών αποκατάστασης που έχουν ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό στην Αγορά των Μπαχαρικών, γνωστή και ως Αιγυπτιακή Αγορά, αλλά και εξαιτίας της κρίσης που πλήττει τον τουρισμό στην Τουρκία.
Η γνωστή συγγραφέας και αρθρογράφος της τουρκικής εφημερίδας Χουριέτ, Τζίλα Μπενμαγιόρ, σε εκτενές άρθρο της στην τουρκική εφημερίδα εκφράζει την επιθυμία αλλά και την αγωνία της, για το εάν και πότε θα ανοίξει ξανά το φημισμένο εστιατόριο. Η Μπενμαγιόρ αναπολεί το εστιατόριο-ορόσημο της Κωνσταντινούπολης με τα τυρκουάζ πλακάκια, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και του πολιτισμού της πόλης.
Στο ίδιο άρθρο, η συγγραφέας μεταφέρει τα όσα της είπε η εγγονή του ιδιοκτήτη, Σοφία Τσομπάνογλου, η οποία ζει στην Αθήνα, για την ιστορία της οικογένειας και του εστιατορίου. «Οι ρίζες μας είναι από την Καππαδοκία», λέει η Σοφία. «Ο παππούς μου Παντελής Τσομπάνογλου έφυγε από την Νίγδη και ήρθε στην Κωνσταντινούπολη για να εργασθεί δίπλα στον πατέρα του. Στην αρχή εργάστηκε σε διάφορα εστιατόρια έως ότου το 1901 άνοιξε το δικό του, στην παλιά ψαραγορά της πόλης, το Ουνκαπανί, το οποίο γρήγορα απέκτησε φήμη μεταξύ των συγγραφέων, ποιητών και πολιτικών ». Ανάμεσα στους τελευταίους και ο Μουσταφά Κεμάλ. Μάλιστα, όπως σημειώνει η Σοφία Τσομπάνογλου οι πρώτες ειρηνευτικές συνομιλίες με τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας, Ελευθέριο Βενιζέλο, πραγματοποιήθηκαν στο εστιατόριο «Pandeli»,
Το 1964, το εστιατόριο έγινε γνωστό και στο εξωτερικό για τις μοναδικές συνταγές και δημιουργίες του. Δυστυχώς όμως την εποχή εκείνη, εξαιτίας των τεταμένων σχέσεων μεταξύ Ελλάδας -Τουρκίας η οικογένεια Παντελή με βαριά καρδιά αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να καταφύγει στην Αθήνα. Ο παππούς της Σοφίας και ιδρυτής του εστιατορίου δεν συνήθισε ποτέ την Αθήνα και τελικά επέστρεψε στην αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του. Όπως λέει η Σοφία, ο πατέρας της έπρεπε να διευθύνει το εστιατόριο μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης και να διαχειρίζεται την επιχείρηση με έναν συνεργάτη του στην πόλη.
«Είμαστε από την Κωνσταντινούπολη, γεννηθήκαμε σε έναν από τους μεγαλύτερους πολιτισμούς του κόσμου. Είναι καθήκον μας να συμβάλουμε ώστε αυτός ο πολιτισμός να επιβιώσει. Έχοντας αυτό κατά νου, ξεπεράσαμε όλες τις δυσκολίες, ποτέ δεν κάναμε εμπορικές δοσοληψίες, ποτέ δεν θεωρήσαμε σωστό να φύγουμε από την αγορά των Μπαχαρικών για μία άλλη πιο μοντέρνα περιοχή», λέει και η τρίτης γενιάς απόγονος της οικογένειας Παντελή. «Αν και είμαι χημικός μηχανικός, έχω κληρονομήσει τις ευθύνες του εστιατόριου «Pandeli» από τον πατέρα μου. Μέσα από τις μνήμες του, το εστιατόριο λίγο ως πολύ αποτελεί ένα μουσείο, θέλω να επιβιώσει», συμπληρώνει η εγγονή του Παντελή Τσομπάνογλου.
Στο όνομα της διατήρησης της ιστορίας, του πολιτισμού και των παραδόσεων της Κωνσταντινούπολης από την εποχή της Βυζαντινής και Οθωμανικής εποχής, η Σοφία Τζομπάνογλου, μέσα από το δημοσίευμα της Χουριέτ, απευθύνει έκκληση προς όλους να προστατεύσουν το φημισμένο εστιατόριο. Εκφράζει δε την ελπίδα, οτι οι εργασίες αποκατάστασης που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Αγορά των Μπαχαρικών θα καταστήσουν δυνατόν το εστιατόριο να αναγεννηθεί για άλλη μία φορά από τις στάχτες του.
«Το εστιατόριο «Pandeli», υπενθυμίζει η Σοφία Τζομπάνογλου, αποτελεί εδώ και 100 χρόνια ένα από τα πλέον γνωστά εμπορικά σήματα της Τουρκίας. Δεν πρέπει να αφήσουμε να χαθεί ένα ιστορικό σύμβολο, όταν σήμερα έχουν απομείνει μόνο 30», καταλήγει.
Ο Παντελής Τσομπάνογλου, σύμφωνα με τα λεγόμενα των απογόνων του, ήταν ένας άνθρωπος δραστήριος, εφευρετικός, με φαντασία και, πάνω απ΄ όλα, με ένα μοναδικό μεράκι για την δουλειά του. Χάρις στην εφευρετικότητά του δημιούργησε τους φημισμένους κουραμπιέδες, οι οποίοι φτιάχνονται με αμυγδαλόψυχα αντί για αλεύρι. Ο λόγος; Η απαγόρευση που υπήρχε στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου να χρησιμοποιούν αλεύρι. Επειδή όμως ο κόσμος ήθελε να φάει από το Παντελή τους πολύ νόστιμους κουραμπιέδες του, εκείνος σκέφτηκε αντί για αλεύρι να χρησιμοποιήσει κοπανισμένο αμύγδαλο, πρώτης τάξεως βούτυρο και ζάχαρη!
Ο Παντελής έφτιαχνε όπως λένε μόνος του τα φαγητά που σέρβιρε το εστιατόριο και ανάμεσα στους πελάτες του είχε παρελάσει όλη η αφρόκρεμα των πολιτικών και καλλιτεχνών του κόσμου. Από τον Βενιζέλο, τον Μουσταφά Κεμάλ, βασιλιάδες όπως η Ελισάβετ της Αγγλίας, ο Χουάν Κάρλος και Σοφία της Ισπανίας, Σοράγια, Μελίνα Μερκούρη, Μπάρτ Λάγκαστερ, Ρόμπερ ντε Νίρο, Ρομάν Πολάνσκι, Τόνι Κέρτις, Ωντρευ Χέπμπορν αλλά και όλοι όσοι λαχταρούσαν να γευτούν την ιδιαίτερη κουζίνα που θύμιζε πάντα σπιτικές γεύσεις με υπέροχα, ολόφρεσκα υλικά.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr