Ο πόλεμος στην Ουκρανία εξελίσσεται σε έναν αγώνα αντοχής ανάμεσα στην εξουθενωμένη ουκρανική άμυνα και την ασθμαίνουσα ρωσική οικονομία που δοκιμάζεται από κυρώσεις και εσωτερικές πιέσεις.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μετατραπεί σε μια αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο κλεψύδρες: η μία μετρά πόσο μπορεί ο εξαντλημένος ουκρανικός στρατός να συνεχίσει τη μάχη, και η άλλη πόσο μπορεί η ρωσική οικονομία να αντέξει την εισβολή χωρίς να απειληθεί η σταθερότητα του καθεστώτος του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Το πρόβλημα με την ειρηνευτική πρωτοβουλία του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ είναι ότι ο Πούτιν ποντάρει πως η κλεψύδρα της Ουκρανίας θα αδειάσει πρώτη, επιτρέποντάς του να επιβάλει όρους νικητή και να κερδίσει μια θέση στην ιστορία της Ρωσίας δίπλα στους κατακτητικούς τσάρους, σημειώνει σε ανάλυσή της η Wall Street Journal.
Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Ρώσος πρόεδρος εδώ και μήνες αποφεύγει τις προτάσεις του Τραμπ για "πάγωμα" των συγκρούσεων μέσω εδαφικού συμβιβασμού, που η Ουάσιγκτον θεωρούσε ότι θα ήταν ελκυστικός για τη Μόσχα. Αντίθετα, το Κρεμλίνο εμμένει στις μαξιμαλιστικές του απαιτήσεις, οι οποίες θα μετέτρεπαν ουσιαστικά την Ουκρανία σε υποτελή του και θα άλλαζαν την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη.

Το τελευταίο τελεσίγραφο του Τραμπ προς τον Πούτιν, για να δείξει ότι παίρνει στα σοβαρά τις ειρηνευτικές συνομιλίες με το Κίεβο, έληξε χωρίς αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ουκρανίας συνεχίζουν να συζητούν το ενδεχόμενο αποστολής ειρηνευτικών δυνάμεων για τη διατήρηση της ειρήνης που δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Αυτό που λείπει, σύμφωνα με πολλούς πολιτικούς και αναλυτές που επικρίνουν την προσέγγιση του Τραμπ στην ειρηνευτική διαδικασία, είναι μια συντονισμένη στρατηγική ΗΠΑ-Ευρώπης για να επισπευσθεί η "αντίστροφη μέτρηση" της Ρωσίας και να αλλάξει ο υπολογισμός του Πούτιν. Με τις σημερινή πορεία των εξελίξεων, εκείνος μπορεί να κερδίσει το στοίχημά του.
Η ρωσική αντοχή
Η ρωσική οικονομία παρουσίασε ισχυρή ανάπτυξη ο 2023 και το 2024, παρά τις δυτικές κυρώσεις, χάρη στις εξαγωγές ενέργειας και την τόνωση από τις υψηλές στρατιωτικές δαπάνες. Όμως οι πιέσεις και οι ελλείψεις συσσωρεύονται, η ανάπτυξη υποχωρεί, τα έσοδα από πετρέλαιο και φυσικό αέριο έχουν μειωθεί απότομα και το δημοσιονομικό έλλειμμα διευρύνεται.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πλησιάζει μια κρίση που θα ανάγκαζε τον Πούτιν να περιορίσει τους πολεμικούς του στόχους, σημειώνει η WSJ.

"Τα προβλήματα είναι ορατά και αυξάνονται, αλλά η ρωσική οικονομία δεν πρόκειται να χτυπήσει τοίχο στο άμεσο μέλλον", δήλωσε ο Alexander Gabuev, διευθυντής του Carnegie Russia Eurasia Center στο Βερολίνο.
Παρά την επιδείνωση, η οικονομία μπορεί να στηρίξει την πολεμική προσπάθεια της Ρωσίας για τουλάχιστον ακόμη 18 έως 24 μήνες προτού τα προβλήματα γίνουν σοβαρά, ανέφερε.
Μια αποφασιστική δυτική προσπάθεια για αυστηροποίηση των κυρώσεων και καλύτερη εφαρμογή όσων ήδη ισχύουν θα μπορούσε να μειώσει αυτό το χρονικό περιθώριο, όπως επίσης και οι χαμηλότερες τιμές πετρελαίου, σημείωσε ο Gabuev. Ωστόσο, είναι δύσκολο να διακοπούν πλήρως τα έσοδα της Ρωσίας από το πετρέλαιο.
Η Κίνα και η Ινδία αγοράζουν πλέον το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού πετρελαίου. Η Ινδία δηλώνει ότι θα συνεχίσει να το κάνει παρά τους δευτερογενείς δασμούς που επέβαλαν οι ΗΠΑ τον Αύγουστο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη μέχρι στιγμής δείχνουν μικρή διάθεση να τιμωρήσουν την Κίνα, η οποία έχει τη δύναμη να απαντήσει σε οποιονδήποτε εμπορικό πόλεμο, για την εκτεταμένη οικονομική της στήριξη προς τη Ρωσία.
Ακόμη κι αν τα ρωσικά δημόσια οικονομικά επιδεινωθούν δραματικά, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Πούτιν θα δώσει προτεραιότητα στην οικονομία έναντι των πολιτικών του στόχων, οι οποίοι εδράζονται στην ιστορική του εμμονή για αποκατάσταση αυτού που θεωρεί ως "νόμιμη θέση" και σφαίρα επιρροής της Ρωσίας.
Με τον δανεισμό να περιορίζεται λόγω των διεθνών κυρώσεων, οι περικοπές του προϋπολογισμού θα μπορούσαν να πλήξουν τις δαπάνες για τον άμαχο πληθυσμό, ώστε να προστατευθούν οι στρατιωτικές δαπάνες. Η στρατολόγηση στον στρατό θα μπορούσε να στραφεί σε πιο εξαναγκαστικές μορφές κινητοποίησης, εάν εξαντληθούν τα κονδύλια για γενναιόδωρα πριμ κατάταξης.

Ο Πούτιν δεν είναι εντελώς αδιάφορος απέναντι στις οικονομικές συνέπειες όπως ο πληθωρισμός, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν εκτεταμένη κοινωνική δυσαρέσκεια, δήλωσε η Μαρία Σνεγκοβάγια, ειδική σε θέματα Ρωσίας στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS) στην Ουάσιγκτον. Απόδειξη, σύμφωνα με την ίδια, είναι ότι ο Πούτιν έχει προσπαθήσει σκληρά να προστατεύσει μεγάλο μέρος της ρωσικής κοινωνίας από τον πόλεμο, τόσο με τις οικονομικές όσο και με τις στρατολογικές του πολιτικές.
Η εντατικοποίηση των ουκρανικών επιθέσεων με drones σε ρωσικά διυλιστήρια πετρελαίου και αγωγούς στοχεύει αφενός στη μείωση των εσόδων της Ρωσίας από τις εξαγωγές και αφετέρου στην πρόκληση διαταραχών στο εσωτερικό. Ήδη έχει οδηγήσει σε δελτίο καυσίμων σε ορισμένες περιοχές.
"Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθεί η εικόνα της κανονικότητας", είπε η Σνεγκοβάγια. "Οι Ρώσοι δυσαρεστούνται όταν ο πόλεμος παρεμβαίνει στη ζωή τους".
Αλλά σε μια χώρα που γίνεται ολοένα και πιο αυταρχική, υπάρχουν όλο και λιγότεροι τρόποι για τη ρωσική κοινωνία ή τις ελίτ να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους ή να αναλάβουν δράση, σημείωσε. Εκτίμησε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να συντηρήσει τον πόλεμο στην Ουκρανία για ακόμη τρία χρόνια, εκτός εάν οι κυρώσεις γίνουν πολύ πιο αυστηρές.
Η ουκρανική αντοχή
Με βάση την τρέχουσα πορεία στο πεδίο της μάχης, άλλα δύο ή τρία χρόνια πολέμου θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους υπερασπιστές της Ουκρανίας στα όρια της κατάρρευσης.
Παρότι η μεγάλη ρωσική επίθεση στην ανατολική Ουκρανία την άνοιξη και το καλοκαίρι απέφερε μόνο λίγα εδαφικά κέρδη, η αδιάκοπη φθορά σε ανθρώπινο δυναμικό βαραίνει τον ουκρανικό στρατό, ο οποίος δεν μπορεί να αναπληρώνει τις απώλειές του τόσο εύκολα όσο η Ρωσία, με τον πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό της.
Ο στρατιωτικός στόχος της Μόσχας δεν είναι τόσο η κατάκτηση εδαφών όσο η εξάντληση των ουκρανικών δυνάμεων, μέχρι το Κίεβο να εξαναγκαστεί σε παράδοση. Ο Πούτιν είναι πιθανό να περιορίσει τους στόχους του και να δεχθεί μια συμφωνία που θα μπορούσαν να αποδεχθούν η Ουκρανία και η Δύση, μόνο αν πιστέψει ότι η Ουκρανία δεν πρόκειται να λυγίσει στο πεδίο της μάχης, ενώ οι εσωτερικοί πολιτικοί κίνδυνοι από τη συνέχιση του πολέμου θα αυξάνονται.
Η συνεχής παροχή δυτικών όπλων και πυρομαχικών θα είναι καθοριστικής σημασίας για να μπορέσει η Ουκρανία να αντισταθεί, παράλληλα με την ανάπτυξη της δικής της στρατιωτικής βιομηχανίας.
Η σταθεροποίηση της έλλειψης σε ανθρώπινο δυναμικό είναι επίσης κρίσιμη. Στην ανατολική περιοχή του Ντονέτσκ, το κύριο μέτωπο των μαχών, το πεζικό έχει αποδυναμωθεί τόσο ώστε μικρές ομάδες Ρώσων στρατιωτών καταφέρνουν συχνά να διεισδύουν στα μεγάλα κενά ανάμεσα στα ορύγματα. Η Ουκρανία βασίζεται σε νάρκες, πυροβολικό και κυρίως σε drones για να εξουδετερώνει τους Ρώσους.
Το Κίεβο βελτιώνει συνεχώς τις δυνατότητές του στα drones για να αντισταθμίσει την έλλειψη πεζικού, αλλά δεν μπορεί να υπερασπιστεί τη χώρα μόνο με έναν "ρομποτικό στρατό".
Η Ουκρανία πληρώνει το τίμημα για τις στρεβλές πρακτικές στρατολόγησης, που έχουν φορτώσει το μεγαλύτερο βάρος της επιστράτευσης σε μεσήλικες άνδρες από φτωχότερες αγροτικές και επαρχιακές περιοχές, προστατεύοντας τη νεολαία και τη μεσαία τάξη των πόλεων. Η στρατολόγηση στη Ρωσία είναι ακόμη πιο άνιση κοινωνικά και περιφερειακά, όμως το μεγαλύτερο μέγεθος της χώρας και το αυταρχικό καθεστώς της τού επιτρέπουν να το αντέχει. Στη δημοκρατικότερη κοινωνία της Ουκρανίας, αυτό δημιουργεί έντονες αντιδράσεις.

"Η κοινωνική ανισότητα είναι το βασικό πρόβλημα πίσω από την κρίση στο πεζικό. Τα στρατολογικά γραφεία παίρνουν τον αγρότη από το τρακτέρ του αλλά όχι τον δικηγόρο από το γραφείο του", δήλωσε ο Serhiy Ignatukha, επικεφαλής της μονάδας drones Bulava στην Προεδρική Ταξιαρχία της Ουκρανίας.
Όπως πολλοί κουρασμένοι βετεράνοι της πρώτης γραμμής, είναι αγανακτισμένος με τον μεγάλο αριθμό ικανών για μάχη ανδρών που συχνάζουν σε μπαρ και νυχτερινά κέντρα πόλεων όπως το Κίεβο, το Ντνίπρο και η Οδησσός. "Πρέπει να γίνουμε σαν το Ισραήλ, όπου όλοι πολεμούν", είπε.
Επιπλέον, οι άκαμπτες, σοβιετικού τύπου συνήθειες της στρατιωτικής διοίκησης της Ουκρανίας, που πολλοί στρατιώτες λένε ότι έχουν προκαλέσει περιττές απώλειες, έχουν επίσης διαβρώσει την εμπιστοσύνη προς την ηγεσία του στρατού, όπως και τη διάθεση των πολιτών να καταταγούν. Πολλοί αξιωματικοί της πρώτης γραμμής και στρατιωτικοί αναλυτές έχουν επισημάνει τα τελευταία δύο χρόνια ότι η Ουκρανία χρειάζεται να αναμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο παράγει και διαχειρίζεται τις δυνάμεις της.
"Ίσως δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε εκείνο το κρίσιμο σημείο όπου η ανάγκη για αλλαγή θα αναγκάσει σε δράση", δήλωσε ο λοχαγός Ολεξάντρ Σίρσιν, διοικητής τάγματος της 47ης Μηχανοκίνητης Ταξιαρχίας της Ουκρανίας, ο οποίος έχει ασκήσει έντονη κριτική στην ανώτατη στρατιωτική ηγεσία.
Η Ουκρανία έχει κατ’ επανάληψη διαψεύσει τις προβλέψεις από τότε που η Ρωσία εξαπέλυσε τη γενικευμένη εισβολή της τον Φεβρουάριο του 2022. Παρά τις ελλείψεις σε άνδρες και πολεμοφόδια, συνεχίζει να βρίσκει τρόπους να παραμένει στη μάχη.
"Το πιο πολύτιμο όπλο της Ουκρανίας είναι η θέλησή μας να επιβιώσουμε, που μας βοηθά να δρούμε με ανορθόδοξους τρόπους", είπε ο Σίρσιν. "Να βρίσκουμε τον δρόμο, εκεί όπου δεν υπάρχει δρόμος".
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr