Η τραγωδία που συγκλόνισε την πόλη του Μπορντό στη Γαλλία αναμένεται να αναβιώσει στο Κακουργιοδικείο της πόλης, όπου πρόκειται να εκδικαστεί η υπόθεση της 37χρονης παιδοκτόνου που έβαλε τέλος στη ζωή των δίδυμων βρεφών της.
"Εγώ φταίω, εγώ φταίω"
Ήταν λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, στις 19 Δεκεμβρίου 2022, όταν η Τζένιφερ Μπερτράν, 34 ετών τότε, κάλεσε τις Πρώτες Βοήθειες λέγοντας ότι τα μωρά της είχαν πεθάνει. Η μητέρα δίδυμων κοριτσιών επαναλάμβανε στο τηλέφωνο: "Εγώ φταίω, εγώ φταίω". Όταν έφτασε στο σπίτι της το πλήρωμα του ασθενοφόρου, τους είπε: "Καταλαβαίνετε, τους έβαλα το κουκλάκι τους πάνω στα πρόσωπά τους. Άρα, είναι δικό μου το φταίξιμο..."
Οι πρώτοι που βρέθηκαν στο σημείο της τραγωδίας αντιλήφθηκαν, αμέσως, τι είχε συμβεί. Τα δύο κοριτσάκια, η Αμπρ και η Έμμα, κείτονταν άψυχα σε ένα από τα υπνοδωμάτια του σπιτιού, ενώ το ένα από τα δύο είχε τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του ένα κεχριμπαρένιο κολιέ. Όπως αποδείχθηκε, το ένα βρέφος, η Αμπρ, ήταν ήδη νεκρό ενώ το άλλο, η Έμμα, κατέληξε λίγες ώρες αργότερα στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Μπορντό.
Τα δίδυμα κοριτσάκια είχαν γεννηθεί πρόωρα τρεις μήνες νωρίτερα. Κατά τη γέννηση ζύγιζαν 2,3 και 1,9 κιλά το καθένα. Δεν ήταν όμως, μόνο τα βρέφη που είχαν ανάγκη από εξειδικευμένη φροντίδα κατά τις πρώτες εβδομάδες της ζωής τους. Η ίδια η μητέρα, η Τζένιφερ Μπερτράν, διαγνώστηκε με επιλόχειο κατάθλιψη καθώς, αμέσως μετά τη γέννα, παρατηρήθηκε ότι είχε συχνές κρίσεις και κρίθηκε ότι είχε ανάγκη νοσηλείας.
Λίγο περισσότερο από δύο εβδομάδες νωρίτερα, η γυναίκα είχε πάρει εξιτήριο από την εξειδικευμένη ψυχιατρική μονάδα μητέρας-παιδιού στο νοσοκομείο Charles Perrens στο Μπορντό, όπου νοσηλεύτηκε επί για δύο μήνες μετά από επιλόχειο κατάθλιψη.
Τα φάρμακα που της είχαν συνταγογραφηθεί, και που σύμφωνα με τον σύζυγό της τα έπαιρνε κανονικά, την έκαναν να αισθάνεται εξάντληση, όπως είπε αργότερα στην κατάθεσή της. Η αστυνομία που κλήθηκε στην κατοικία στην κοινότητα Λαμάρκ, βρήκε όμως, τρία κουτιά με αντικαταθλιπτικά στο τραπέζι της κουζίνας, απόδειξη ότι η Τζένιφερ Μπερτράν δεν λάμβανε την αγωγή της με συνέπεια.
Η γυναίκα συνελήφθη την ίδια μέρα, ωστόσο, ενώπιον των ανακριτών άλλαξε την αφήγηση των γεγονότων. Η εκδοχή που υποστήριξε, και εξακολουθεί να υποστηρίζει έως σήμερα, είναι ότι ακούμπησε από ένα κουκλάκι στα πρόσωπα των βρεφών "για να τα ησυχάσει, να κατευνάσει το κλάμα τους" και να τα κοιμίσει πιο εύκολα. Τέσσερις ώρες αργότερα, διαπίστωσε, όπως είπε, ότι δεν αντιδρούσαν.
Καταδικαστικά τα ευρήματα του ιατροδικαστή
Ο ιατροδικαστής που πραγματοποίησε την εξέταση στα βρέφη διαπίστωσε όμως, "βίαιο θάνατο που προκλήθηκε από ασφυξία με παρέμβαση τρίτου προσώπου". Στην ιατροδικαστική έκθεση δεν αναφέρεται ρητά αν υπήρχε πρόθεση από το "τρίτο πρόσωπο" να βάλει τέλος στη ζωή των βρεφών. Στην κατάθεσή της είπε όμως: "Ήταν αναστατωμένες. Ναι, τους κράτησα το κουκλάκι στα πρόσωπα επί περίπου ένα λεπτό".
Εκτός από τα ευρήματα που αποτυπώθηκαν στην έκθεση των ιατροδικαστών και τα όσα προκύπτουν από κατάθεση της κατηγορούμενης, υπάρχουν και άλλα στοιχεία στη δικογραφία που κρίνονται άκρως επιβαρυντικά για την 37χρονη Τζένιφερ. Η ανάλυση που έγινε στο κινητό της τηλέφωνο αποκάλυψε τι αναζητήσεις έκανε στην Google μόλις τρεις μέρες πριν από τον τραγικό θάνατο των βρεφών της. "Δεν αντέχω πια το μωρό μου, μπορώ να το δώσω για υιοθεσία;" ήταν ένα από τα ερωτήματα για τα οποία έψαχνε απάντηση μέσω διαδικτύου. Ενώ δύο μήνες νωρίτερα, μόλις είχε γεννήσει, έγραφε στον σύζυγό της σε sms: "Ειλικρινά, χρειάζομαι βοήθεια γιατί θα καταλήξω να κάνω καμιά μ@λ@κί@.
Επιπλέον, δύο γείτονες που έτρεξαν στο σπίτι λίγο ειδοποιημένοι από τον πατέρα των βρεφών ο ο οποίος έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι, περιέγραψαν τη Τζένιφερ "ήρεμη και αποστασιοποιημένη" από την τραγωδία που είχε εκτυλιχτεί στο σπίτι της.