Ο Τιμ Ντέιβι και η Ντέμπορα Τέρνες, τα μεγάλα στελέχη του BBC, γενικός διευθυντής του οργανισμού και εκτελεστική διευθύντρια ειδήσεων (CEO του BBC News), δύο άνθρωποι με πολύ ισχυρά προφίλ, πλούσια βιογραφικά και κασέ πολλών μηδενικών, είναι εκείνοι που συνδέουν τα ονόματά τους με τη μεγαλύτερη κρίση αξιοπιστίας του ραδιοτηλεοπτικού φορέα που έχει καθιερωθεί ως συνώνυμο της έγκυρης ενημέρωσης.
Πρόκειται για μία κρίση που ξεφεύγει από τα όρια της παραβίασης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και προκαλεί κύματα φόβου στους Βρετανούς φορολογούμενους, στη σκέψη και μόνο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν αποκλείεται να υλοποιήσει την απειλή του για αγωγή ύψους 1 δισ. δολαρίων.
Από την Κυριακή, 9 Νοεμβρίου, όταν κυκλοφόρησε η εφημερίδα Telegraph με το αποκαλυπτικό δημοσίευμα για το μονταρισμένο βίντεο με τις δηλώσεις Τραμπ από τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 και την εξέγερση στο Καπιτώλιο, οι εξελίξεις είναι αλυσιδωτές.
Τα πρόσωπα του δράματος είναι, εκτός από τους δύο πρωταγωνιστές (Ντέιβι και Τέρνες), ο Τραμπ που του δίνεται η ευκαιρία για ολομέτωπη επίθεση στα συστημικά ΜΜΕ κατηγορώντας τα για προπαγάνδα, ο πρόεδρος του οργανισμού Σαμίρ Σαχ που θεωρείται ότι δεν έπεισε με τη συγγνώμη που είπε αποδίδοντας το μοντάζ σε "λάθος κρίσης", αλλά και ο πρώην σύμβουλος του BBC, Μάικλ Πρέσκοτ από τη μαρτυρία του οποίου ξέσπασε το σκάνδαλο.
Υπενθυμίζεται ότι ο Πρέσκοτ κατηγόρησε, με επιστολή, την εκπομπή Panorama ότι μετέδωσε μονταρισμένα αποσπάσματα από ομιλία του Τραμπ στις 6 Ιανουαρίου 2021. Η Telegraph δημοσίευσε την επιστολή του, τα μεγαλοστελέχη αντέδρασαν, δήλωσαν ότι αναλαμβάνουν προσωπικά την ευθύνη και υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους, ο πρόεδρος του BBC ζήτησε συγγνώμη και ο Τραμπ απειλεί με αγωγή 1 δισ. δολαρίων.
Ποια είναι όμως τα υψηλά αμειβόμενα στελέχη του χώρου των ΜΜΕ που πλέον, ταυτίζουν τα ονόματά τους με ένα "λάθος κρίσης" που τραυματίζει την αξιοπιστία του BBC ενώ είναι άγνωστο πόσο καιρό θα πάρει για να επουλωθεί το τραύμα.
Τιμ Ντέιβι: Δεξιός μάνατζερ που ζει σε μια πανάκριβη αγροικία στην Οξφόρδη
Το 2023, το πολιτικό περιοδικό New Statesman είχε κατατάξει τον 58χρονο Τιμ Ντέιβι μεταξύ των ισχυρότερων και πιο επιδραστικών προσώπων στη συντηρητική παράταξη στη Βρετανία.
Το υψηλότερα αμειβόμενο στέλεχος του BBC, με αμοιβή που έφτασε τις 642.000 λίρες, απολαμβάνει μια πολυτελή ζωή με τεράστιες προσωπικές δαπάνες, όπως γράφει η Daily Express σημειώνοντας ωστόσο, ότι είναι μαθημένος στα πλούτη. Απόφοιτος ακριβού ιδιωτικού σχολείου με δίδακτρα κοντά στις 40.000 λίρες για τους οικότροφους και εν συνεχεία με σπουδές στο Κέιμπριτζ, ο Τιμ Ντέιβι ξεκίνησε να εργάζεται στο τμήμα μάρκετινγκ του BBC το 2005 ως διευθυντής. Μέσα σε λίγα χρόνια, το 2009, ο Guardian τον συμπεριέλαβε στη λίστα του με τα 100 πιο επιδραστικά πρόσωπα στα ΜΜΕ στη Βρετανία.
Το 2012 βέβαια, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα και χρειάστηκε να δώσει εξηγήσεις στη Βουλή για το σκάνδαλο που αντιμετώπισε το BBC όταν κατηγορήθηκε ότι συγκάλυψε τη δράση του χειρότερου παιδόφιλου της Βρετανίας, του άλλοτε δημοφιλούς παρουσιαστή Τζίμι Σάβιλ.
Λάτρης της άγριας ζωής αλλά και των σπορ (κάνει ακόμη windsurfing) κατοικεί σε μία αγροικία 4 εκατομμυρίων λιρών στο Οξφορντσάιρ και συγκεκριμένα στην περιοχή Τσίλτρενς.
Η εκπληκτική βικτωριανή αγροικία του, στην οποία διαμένει με τη σύζυγό του Άννα και τους τρεις γιους τους, λέγεται ότι διαθέτει αχυρώνα, αίθουσα αρμέγματος και στάβλους. Συχνά βέβαια, για να μπορεί να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του, επιλέγει να διαμένει σε 4άστερο ξενοδοχείο του Λονδίνου, δαπανώντας το 2024 μόλις 3.000 λίρες.
Σήμερα, απολογούμενος στους εργαζόμενους του BBC τόνισε ότι ο οργανισμός "οφείλει να αγωνιστεί" για να υπερασπισθεί τη δημοσιογραφία του. Παραδέχθηκε ότι έγινε σφάλμα και ότι υπήρξε παραβίαση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Οι δηλώσεις έγιναν κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης μαζί με τον πρόεδρο του οργανισμού Σαμίρ Σαχ.
Ο Τιμ Ντέιβι μιλούσε επί 40 λεπτά για τα "λάθη που μας κόστισαν" και υπογράμμισε πολλές φορές ότι "είναι πολύ υπερήφανος για τον οργανισμό" επαναλαμβάνοντας ότι οι δημοσιογράφοι του BBC "κάνουν εξαιρετική δουλειά".
Δεν αναφέρθηκε απευθείας στον Τραμπ και δεν διευκρίνισε τον χρόνο αποχώρησής του από τη διεύθυνση του οργανισμού αλλά παραδέχθηκε ότι "οι καιροί είναι δύσκολοι για το BBC".
"Είμαστε ένας μοναδικός και πολύτιμος οργανισμός και βλέπω ότι η ελευθερία του Τύπου δοκιμάζεται σκληρά, βλέπω την εργαλειοποίησή της", πρόσθεσε.
Ντέμπορα Τέρνες: Η πρώτη μη Αμερικανίδα που ανέλαβε το NBC, έγινε "ξένο σώμα" στο BBC
Όπως ο Τιμ Ντέιβι, η Ντέμπορα Τέρνες είναι γεννημένη το 1967. Ίσως όμως, εκεί να τελειώνουν τα κοινά τους σημεία.
Στις αρχές του 2022, όταν ανέλαβε τα ηνία του ειδησεογραφικού τομέα του BBC, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ύψωναν με καχυποψία το φρύδι σχολιάζοντας ότι ήταν πρωτοφανής η επιλογή ενός στελέχους από τον ιδιωτικό τομέα που δεν είχε καμία προηγούμενη εμπειρία σε οποιαδήποτε θέση στον οργανισμό. Την περιέγραφαν ως "έναν εκρηκτικό θερμοπίδακα ιδεών", μία γυναίκα γεμάτη επιμονή, που μιλούσε ακατάπαυστα, ήθελα πάντα να είναι ένα βήμα μπροστά από τον ανταγωνισμό και είχε ενέργεια για να φωτίσει ολόκληρο το κεντρικό κτίριο του BBC.
Ένας τέτοιος "σίφουνας" εργατικότητας, αποφασιστικότητας και μεγάλης δημοσιογραφικής επάρκειας, ερχόταν σε αντίθεση με την παραδοσιακή εικόνα για τα νηφάλια και, ως επί το πλείστον, συντηρητικά στις επιλογές τους στελέχη που διεύθυναν τον τομέα ειδήσεων του BBC. Για να καταδείξουν πόσο διέφερε, βρετανικά δημοσιεύματα εστίαζαν στις σπουδές της και έλεγαν ότι συνήθως τα δημοσιογραφικά μεγαλοστελέχη έχουν σπουδάσει στην Οξφόρδη ή το Κέιμπριτζ, ενώ η Τέρνες σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ και πήρε μεταπτυχιακό στη δημοσιογραφία από το Πανεπιστήμιο του Μπορντό.
Ήταν λοιπόν, αναμενόμενο η τοποθέτησή της να προκαλέσει αντιδράσεις. Στην πατρίδα της άλλωστε, η Τέρνες ήταν περισσότερο γνωστή ως η πρώτη μη Αμερικανίδα που είχε αναλάβει το NBC News παρά για την καριέρα της στη Βρετανία. Η Τέρνες εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και κράτησε το τιμόνι των ειδήσεων του αμερικανικού καναλιού το διάστημα 2013-2017 και το NBC News International το διάστημα 2017-2021. Και εκεί όμως, κάποιοι είχαν αλλεργικές αντιδράσεις στην παρουσία της.
Η αμερικανική καριέρα της έληξε καθώς ενώ ήταν πρόεδρος του νέου τμήματος του καναλιού, του NBC News International, που είχε και ευρωπαϊκό σκέλος μέσω της συνεργασίας με το δίκτυο Euronews, το σχεδιαζόμενο παγκόσμιο κανάλι ακυρώθηκε εν τη γενέσει του τον Αύγουστο του 2020 όταν είχε ξεσπάσει η πανδημία του Covid-19.
Επιστρέφοντας στο Λονδίνο και πριν προσληφθεί από το BBC, ανέλαβε επικεφαλής του ομίλου ITN που έχει τα κανάλια ITV, Channel 4 και Channel 5.
Μετά τον διορισμό της στο BBC ως επικεφαλής 6.000 εργαζομένων, ένας από τους πρώην συναδέλφους της είχε σχολιάσει ότι θα έδινε "λίγη ροκ-κοριτσίστικη αυθάδεια σε ένα ειδησεογραφικό γραφείο γεμάτο μεσήλικες άνδρες". Όσοι έβλεπαν θετικά την τοποθέτησή της, έλεγαν ότι ο γενικός διευθυντής του BBC, Τιμ Ντέιβι που την είχε επιλέξει για μία από τις πιο απαιτητικές θέσεις στην παγκόσμια δημοσιογραφία, ήθελε να σηματοδοτήσει την αποφασιστικότητά του να φέρει αλλαγές.
Επιπλέον, η Τέρνες με τον κοσμοπολιτισμό της αλλά και με την εμπειρία που είχε από τις ΗΠΑ και τον δίαυλο επικοινωνίας που διαφήμιζε ότι είχε με τον Τραμπ, θεωρούνταν ότι "προσλήφθηκε για να τα αλλάξει όλα στο BBC News, το οποίο παρά την άξια παγκόσμια φήμη του για την εγκυρότητα και την αμεροληψία του, είναι κατά καιρούς ένοχο ότι είναι λίγο βαρετό".
Ο ίδιος ο Τιμ Ντέιβις έλεγε για αυτήν ότι "έχει πλούσια εμπειρία, διορατικότητα, άριστη δημοσιογραφική κρίση και είναι γνωστή για την αποδοτικότητά της". Και τόνιζε: "Είναι μια ένθερμη υποστηρίκτρια της δύναμης της αμερόληπτης δημοσιογραφίας και πιστεύει ακράδαντα στο BBC και στον ρόλο που διαδραματίζουμε, στο Ηνωμένο Βασίλειο και παγκοσμίως",
Για την ίδια, το κίνητρο δεν ήταν ο μισθός που έφτανε, σύμφωνα με δημοσιεύματα, τις 400.000 λίρες. Έτσι κι αλλιώς ήταν χαμηλότερος από ό,τι η αμοιβή που είχε εξασφαλίσει στο ITN το 2021. Το δικό της κίνητρο ήταν το γόητρο που δίνει το BBC και το ότι της δινόταν η ευκαιρία να αλλάξει τα πάντα στο αραχνιασμένο, βραδυκίνητο, γραφειοκρατικό, ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο που ωστόσο, ήταν πάντα παγκόσμιου κύρους. Οι πρόσφατες εξελίξεις δείχνουν ότι όντως τα άλλαξε αλλά το τίμημα είναι βαρύ.