Χρεοκόπησε δυο φορές, ανέτρεψε τη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς, πρωταγωνίστησε σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της Γουόλ στριτ, έγινε σύμβολο διαφθοράς και ήταν από τους μεγαλύτερους κερδοσκόπους, πήγε στη φυλακή, έκανε "χρυσή" συμφωνία για το διαζύγιό του και στη συνέχεια έζησε άλλη μια, ήρεμη αυτή τη φορά, ζωή. Ο Ιβάν Φρέντερικ Μπόσκι πέθανε σε ηλικία 87 ετών έχοντας χαθεί από τη δημοσιότητα για πάνω από 30 χρόνια. Τα όσα έζησε μέχρι την απόσυρσή του είναι ωστόσο αρκετά για να συντηρούν το μύθο του για πολλές γενιές ακόμα.
Η ανάρτηση της γκαλερίστας κόρης του, Μάριαν Μπόσκι, για τον θάνατό του παραπέμπει σε έναν γλυκό πατέρα, έναν άνθρωπο με φωτεινό βλέμμα, που τον αποχαιρετούν οι αγαπημένοι του.
Μια χαρακτηριστική πινελιά στην ιστορία του ανθρώπου που θεωρείται ότι αποτέλεσε την έμπνευση για τον απόλυτο κακό της ταινίας του Όλιβερ Στόουν "Ο Λύκος της Γουόλ στριτ" (1987), τον χρηματιστή Γκόρντον Γκέκο, είναι ότι όταν εξέτιε την ποινή φυλάκισής του, καταδικασμένος μετά τη βροντερή πτώση του, πλήρωνε συγκρατούμενούς του για να του κάνουν δουλειές, όπως να του πλένουν τα ρούχα. Με αυτό τον τρόπο, έβαζε σε κίνδυνο τη συμφωνία που είχε κάνει με τις δικαστικές αρχές για μειωμένη ποινή και παραβίαζε τους κανονισμούς της φυλακής, όχι όμως και τον προσωπικό του κανόνα:
"Να είστε άπληστοι" όπως συμβούλευε ο Ιβάν Φρέντερικ Μπόσκι (1937-2024) στο απόγειο της δόξας του, το 1986, τους αποφοίτους της σχολής διοίκησης επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια.
"Δεν μπορώ να προβλέψω το τέλος μου αλλά πιστεύω ότι θα συμβεί απότομα"
Το 1985 σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Washington Post, ο Μπόσκι προέβλεπε με λίγες λέξεις το μέλλον του: "Δεν μπορώ να προβλέψω το τέλος μου αλλά πιστεύω ότι θα συμβεί απότομα". Δεν θα μπορούσε να τα πει καλύτερα. Τότε η προσωπική του περιουσία ήταν στα 818 εκατ. δολάρια (με σημερινή αξία), ενώ το επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο θα αποτιμούνταν σε σημερινά 8,7 δισ. δολάρια.
Ήταν η εποχή που στη Γουόλ Στριτ είχε δύο παρατσούκλια: "Γουρουνάκι" και "Ιβάν ο τρομερός", όπως τον είχε χαρακτηρίσει το περιοδικό Time που τον Δεκέμβριο του 1986 είχε κυκλοφορήσει με τίτλο "Βγάζει εκατομμύρια με τα χρήματά σας".
Ο Μπόσκι έτρωγε μόνο στα πιο σικ και μοδάτα εστιατόρια, του άρεσε να παραγγέλνει όλο το μενού, να δοκιμάζει λίγο από κάθε πιάτο και τελικά να κρατάει ένα και να πετάει τα υπόλοιπα, ενώ συνήθιζε να οδηγεί μια ροζ Ρολς Ρόις. Αν και δεν είχε αποφοιτήσει από το Χάρβαρντ, μια δωρεά που είχε κάνει στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του πανεπιστημίου του είχε εξασφαλίσει θέση στο κλειστό Harvard Club στο Μανχάταν.
Στους δε πελάτες του συνήθιζε να λέει ότι ήταν επίκουρος καθηγητής στο Κολούμπια. Αλλά έλεγε ψέμματα.
Γεννημένος στις 6 Μαρτίου 1937 στο Ντιτρόιτ ήταν το δεύτερο παιδί του Γουίλιαμ και της Έλεν Μπόσκι. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας τοπικών μπαρ με την ονομασία Brass Rail. Σε ηλικία 12 ετών, φοίτησε στο Cranbrook, μια ιδιωτική ακαδημία υψηλού κύρους στο Bloomfield Hills, ένα προάστιο του Ντιτρόιτ, όπου άρχισε να ασχολείται φανατικά με την πάλη και έλαβε μάλιστα και το τρόπαιο "παλαιστής της χρονιάς". Παρά τις εξαιρετικές αθλητικές του επιδόσεις, εγκατέλειψε το Cranbrook απότομα πριν αποφοιτήσει και πήγε σε δημόσιο σχολείο. Στη συνέχεια σπούδασε στο πολιτειακό πανεπιστήμιο Wayne, στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και στο Eastern Michigan University. Αρκετά νέος παντρεύτηκε με τη Σίμα Σίλμπερσταιν, κόρη του κτηματομεσίτη του Ντιτρόιτ Μπεν Σίλμπερσταιν, στις ιδιοκτησίες του οποίου περιλαμβανόταν το ξενοδοχείο Beverly Hills.
Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1964, ο Μπόσκι ανέλαβε το τελευταίο μπαρ Brass Rail, που είχε μετατραπεί σε μπαρ με γυμνόστηθες χορεύτριες, και το μετονόμασε σε Le Club a-Go-Go. Δύο χρόνια αργότερα, στα 29 του, χρεοκόπησε και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη.
Δούλεψε σε πολές χρηματοπιστωτικές εταιρείες και έμαθε τη δουλειά του αρμπιτράζ κινδύνου, που είναι μια επενδυτική στρατηγική με στόχο τη δημιουργία κέρδους από τις μικρές διαφορές τιμής ανάμεσα σε παρόμοια ή απολύτως ίδια περιουσιακά στοιχεία. Συνήθως αφορά την αγορά ενός περιουσιακού στοιχείου από μια πηγή και την άμεση πώλησή του κάπου αλλού σε υψηλότερη τιμή.
Το 1975 ξεκίνησε το δικό του επενδυτικό ταμείο με 700.000 δολάρια δανεικά από τα πεθερικά του. Έπειτα από έξι χρόνια στοιχηματισμού σε μετοχές εταιρειών, δημιούργησε ένα νέο ταμείο, την εποχή που ένα κύμα επιθετικών εξαγορών άλλαζε το τοπίο στις χρηματιστηριακές συναλλαγές.
Το 1984, ο Μπόσκι κέρδισε περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια από την εξαγορά της Getty Oil από την Texaco και την εξαγορά της Gulf Oil από την Chevron, σύμφωνα με ένα άρθρο του περιοδικού Atlantic το 1984. Το επόμενο έτος, κέρδισε περίπου 50 εκατομμύρια δολάρια όταν η Philip Morris εξαγόρασε την General Foods.
Σε αντίθεση με άλλους επενδυτές που γενικά απέφευγαν τη δημοσιότητα, ο Μπόσκι την επεδίωκε. Είχε προσλάβει έναν δημοσιογράφο για να εξασφαλίσει ότι θα είναι σε όλα τα ΜΜΕ, και το 1985 έγραψε ένα βιβλίο με τις εμπειρίες του με τίτλο"Merger Mania" ενώ ταξίδεψε σε όλη τη χώρα για να το προωθήσει.
Όμως, ήταν η εποχή που οι ρυθμιστικές αρχές είχαν αρχίσει να υποπτεύονται ότι η άνοδος του χρηματιστηρίου και τα υψηλά κέρδη ορισμένων επενδυτών οφείλονταν σε στημένες εξαγορές από τις οποίες επωφελούνταν όσοι είχαν εσωτερική πληροφόρηση. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ξεκίνησε στα μέσα του 1985 έρευνα για ύποπτες συναλλαγές από δύο υπαλλήλους της Merrill Lynch & Co. με έδρα τη Βενεζουέλα, οι οποίες τους οδήγησαν σε μια δαιδαλώδη διαδρομή εξαπάτησης στη Γουόλ Στριτ που κατέληγε στον Ντένις Λεβίν, τραπεζίτη επενδύσεων στην Drexel Burnham Lambert.
Το όνομά του τράβηξε την προσοχή του FBI για πρώτη φορά το 1986 όταν εμφανίστηκε σε τραπεζικά έγγραφα να πληρώνει τον Ντένις Λεβίν για να λαμβάνει πληροφορίες. Εκείνη την εποχή, ο δικηγόρος που ερευνούσε για λογαριασμό της Πολιτείας της Νέας Υόρκης τις υποθέσεις αδικοπραγίας στο χρηματιστήριο της Γουόλ Στριτ, δεν ήταν άλλος από τον Ρούντολφ Τζουλιάνι, μετέπειτα Δήμαρχος της πόλης.
Παράλληλα, την ίδια χρονιά, ο Μπόσκι έκανε ίσως την πιο εντυπωσιακή του εμφάνιση σε κοσμικό γεγονός: Ήταν προσκεκλημένος σε ένα μπαρ μίτσβα (εβραϊκή τελετή για το πέρασμα των αγοριών στην εφηβεία) όπου ο πατέρας του αγοριού είχε πληρώσει 1 εκατομμύριο δολάρια για να νοικιάσει κρουαζιερόπλοιο για το πάρτι, ώστε οι 1.000 καλεσμένοι να κάνουν κρουαζιέρα στον ποταμό Χάντσον και να βγουν μέχρι τον Ατλαντικό, ενώ ορχήστρες και ηθοποιοί τους διασκέδαζαν. Ο Μπόσκι επικαλέστηκε ότι άργησε και έχασε την ώρα που θα απέπλεε το κρουαζιερόπλοιο και έτσι προσγειώθηκε σε αυτό με ελικόπτερο φορώντας το ατσαλάκωτο σμόκιν του.
Ενάμιση χρόνο μετά από το καλοκαίρι του 1986 όταν έδινε "συμβουλές απληστίας" σε φοιτητές, τον Δεκέμβριο του 1987 ο Μπόσκι καταδικάστηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα εσωτερικής πληροφόρησης της Γουόλ Στριπ για παράνομες συναλλαγές μετοχών σε τρία χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή. Είχε προηγουμένως αποδεχθεί την ενοχή του, είχε συνεργαστεί ως πληροφοριοδότης για να πιαστούν ακόμη μεγαλύτερα "ψάρια" της Γουόλ Στριτ και είχε συμφωνήσει να πληρώσει 100 εκατ. δολάρια (50 ως πρόστιμο και 50 ως επιστροφή για τα παράνομα κέρδη του). Αργότερα κατάφερε να αφαιρεθούν τα μισά και να εξοφληθούν από τις επιστροφές φόρου του.
Εξέτισε 18 μήνες στη φυλακή Λόμποκ, στη Σάντα Μπάρμπαρα και 4 μήνες σε μια σωφρονιστική δομή στο Μπρούκλιν. Αυτό το διάστημα ξαναβρήκε τις εβραϊκές ρίζες του καθώς μελέτησε το ταλμούδ, ενώ έκανε εθελοντική εργασία για μειώσει κι άλλο την ποινή του.
Και μια ενδιαφέρουσα σημείωση: ο χρηματιστής που καταδικάστηκε χάρη στις πληροφορίες του Μπόσκι, ο στενός του συνεργάτης Μάικλ Μίλκεν, πλήρωσε πρόστιμο 600 εκατ. δολαρίων και πήγε στη φυλακή μέχρι που το 2020 έλαβε χάρη από τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Μίλκεν παραμένει ενεργός και δραστηριοποιείται ως σύμβουλος επενδύσεων ενώ η περιουσία του 2022 ήταν στα 6 δισ. δολάρια.
Όσο για τον Μπόσκι, το 1990, όταν βγήκε από τη φυλακή οριστικά, ήταν μόλις 53 ετών. Τον επόμενο χρόνο η γυναίκα του, με την οποία ήταν παντρεμένος επί 30 χρόνια και είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά, κατέθεσε αίτηση διαζυγίου. Δήλωσε χρεοκοπημένος και διεκδίκησε τη μισή περιουσία της που έφτανε τα 100 εκατ. δολάρια. Συμβιβάστηκε με 20 εκατ. δολάρια και ετήσια διατροφή 180 χιλιάδων δολαρίων.
Μαζί με αυτά, εξασφάλισε κι ένα από τα σπίτια τους στην Καλιφόρνια, αξίας 2,5 εκατ. δολαρίων. Με αυτά άρχισε μια νεά ζωή. Ξαναπαντρεύτηκε και έγινε ξανά πατέρας, μιας κόρης, της Μπλου Μπόσκι.