X

BBC: "Οι ιστορίες της Ελλάδας είναι ιστορίες του κόσμου"

Το πρόγραμμα, που μεταδίδεται παγκοσμίως μέσω ραδιοφώνου και διαδικτύου, είχε ως στόχο να αποτυπώσει ανησυχίες, ερωτήσεις και εμπειρίες των πολιτών, δίνοντας φωνή σε ανθρώπους που συνήθως δεν ακούγονται

Γράφει: TheToc team

Η διεθνούς φήμης ραδιοφωνική εκπομπή BBC, World Questions βρέθηκε στην Αθήνα, με ζωντανή συμμετοχή του κοινού και παρουσία εκπροσώπων της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Το πρόγραμμα, που μεταδίδεται παγκοσμίως μέσω ραδιοφώνου και διαδικτύου, είχε ως στόχο να αποτυπώσει ανησυχίες, ερωτήσεις και εμπειρίες των πολιτών, δίνοντας φωνή σε ανθρώπους που συνήθως δεν ακούγονται.

Το "παράδοξο" της Ελλάδας

Όπως εξήγησαν στην DW οι συντελεστές της εκπομπής, ο δημοσιογράφος του BBC και συντονιστής της συζήτησης Τζόνι Ντάιμοντ και η παραγωγός Έλεν Τάουνερ, η επιλογή της Ελλάδα δεν ήταν καθόλου τυχαία. "Τόσες πολλές από τις ιστορίες που υπάρχουν στην Αθήνα είναι και ιστορίες της Ευρώπης αλλά και του κόσμου", σημείωσαν.

"Η αλλαγή του δημογραφικού, το αυξημένο κόστος ζωής, η κατακερματισμένη πολιτική (...) Όλα αυτά είναι έντονα στην Ελλάδα", τονίζει ο Ντάιμοντ. Η χώρα συγκεντρώνει πoλλά ζητήματα που απασχολούν σήμερα ολόκληρη την ήπειρο: δημογραφικό, κλιματική αλλαγή, πυρκαγιές, μεταναστευτικό, στεγαστικό. Απαντώντας σε ερώτηση για το ποια θέματα περίμεναν οι ίδιοι να τεθούν από το κοινό, οι Ντάιμοντ και Τάουνερ αναφέρθηκαν στην ελευθερία του Tύπου, τη διαφθορά, αλλά και το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.

Όπως είπαν επέλεξαν να πραγματοποιήσουν την εκπομπή σε μια περίοδο χωρίς προεκλογική ένταση, ώστε οι πολίτες να συμμετάσχουν στη συζήτηση με καθαρό μυαλό και χωρίς πολιτικούς περισπασμούς. Η Τάουνερ προσθέτει και κάτι ακόμα: "Πρόκειται για ένα παράδοξο: μια χώρα με φθίνουσα δημογραφία, που δέχεται έναν τεράστιο αριθμό μεταναστών. Αλλά αυτοί δεν καλύπτουν πραγματικά το κενό, δεν είναι ο "κατάλληλος" τύπος μεταναστών, με τα προσόντα που χρειάζεται η χώρα".

Ραδιόφωνο, ένα διαχρονικό μέσο ενημέρωσης

Αλλά ποιος ο ρόλος του ραδιοφώνου σήμερα; Ο Ντάιμοντ τονίζει τη διαχρονική σημασία του ραδιοφώνου, που όχι μόνο κατάφερε να διατηρήσει το κοινό του, αλλά πλέον μέσω των podcasts έχει αρχίσει να θεωρείται ένα ισχυρόμέσο προσέγγισης του κόσμου με φρέσκια δυναμική.

"Το ραδιόφωνο είναι το μέσο που αρνείται να πεθάνει, παρά τις καλύτερες προσπάθειες εκείνων που προτιμούν την τηλεόραση και το διαδίκτυο -και αυτό με ενθουσιάζει. Το World Service Radio, όπως και η Deutsche Welle, συνεχίζουν να δυναμώνουν και αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα", αναφέρει ο δημοσιογράφος του BBC.

Το κοινό ως πρωταγωνιστής

Για τον Ντάιμοντ το πιο σημαντικό δεν είναι τι λένε σε μια τέτοια εκπομπή οι πολιτικοί αλλά το κοινό. Το ιδιαίτερο γνώρισμα του BBC World Questions έγκειται στο ότι το κοινό δεν είναι παθητικό: οι ερωτήσεις προέρχονται αποκλειστικά από τους παρευρισκόμενους και πολλές φορές είναι πιο ειλικρινείς, απρόσμενες και ανθρώπινες. "Τους θεωρούμε "πέμπτο μέλος” του πάνελ", τονίζει η Τάουνερ.

Για το πάνελ της Αθήνας επιλέχθηκαν οι: Σοφία Ζαχαράκη (υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων), Παύλος Γερουλάνος (βουλευτής, πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ), Ξένια Κουναλάκη (δημοσιογράφος από την εφημερίδα Καθημερινή) και Γιάννης Κουτσομύτης (αναλυτής ευρωπαϊκών υποθέσεων).

Ελληνική φιλοξενία, διστακτικό κοινό

Τα εισιτήρια για τη συμμετοχή στην εκπομπή εξαντλήθηκαν σχεδόν αμέσως, όμως η αίθουσα στο Μέγαρο Μουσικής τη μέρα της ηχογράφησης γέμισε κατά το ήμισυ. Παρά το γεγονός ότι "πρωταγωνιστούσε" το κοινό -με ερωτήσεις αποκλειστικά από πολίτες και όχι από επαγγελματίες δημοσιογράφους- η στάση των περισσότερων ήταν επιφυλακτική, σχεδόν μαθητική. Ακόμη και στην προεργασία πριν από την εκπομπή, αρκετοί δυσκολεύτηκαν να διατυπώσουν ερωτήσεις ή δίστασαν όταν έμαθαν ότι θα τις υποβάλουν ζωντανά.

Η εκπομπή ξεκίνησε με μια μικρή ιστορία, από αυτές που δεν έχουν πολιτικό βάρος, αλλά λένε πολλά. Ο Ντάιμοντ, χαμογελαστός, μοιράστηκε με το κοινό ότι είχε ξεχάσει τη γραβάτα του. Ρώτησε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου αν υπάρχει κάπου κοντά κάποιο μαγαζί για να αγοράσει μία. Ο ρεσεψιονίστ, χωρίς δεύτερη σκέψη, του πρόσφερε τη δική του. "Αυτό λέγεται φιλοξενία", σχολίασε ο δημοσιογράφος του BBC. Και πράγματι: μια αυθόρμητη, καθημερινή πράξη που αποκρυσταλλώνει ένα βασικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας.

Τα ερωτήματα του κοινού που επιλέχθηκαν τελικά από τους συντελεστές αφορούσαν το δημογραφικό, τον υπερτουρισμό, την ανάπτυξη, το μεταναστευτικό, την ελευθερία του Τύπου και τέλος την χορτοφαγία. Στο κοινό ήταν αρκετοί Έλληνες της διασποράς, από ΗΠΑ, Καναδά, Αγγλία αλλά και κάποιοι που επέστρεψαν πια στην Ελλάδα. Το ηλικιακό προφίλ έγερνε προς μεγαλύτερες ηλικίες. Οι νεότερες φωνές είτε έλειπαν είτε δεν αισθάνθηκαν έτοιμες να ακουστούν.

Η σιωπή των νέων ίσως μαρτυρά κάτι βαθύτερο: την απουσία δημόσιων χώρων και διαδικασιών που καλλιεργούν πραγματική δημοκρατική συμμετοχή – όχι μόνο δικαιώματα, αλλά και το θάρρος της έκφρασης.

"Δεν τόλμησα να πω κάτι, αν και διαφωνούσα πλήρως"

Στο φλέγον ζήτημα της μετανάστευσης, ακούστηκε από το κοινό ότι αν έρθουν πολλοί μετανάστες στην Ελλάδα, "δεν θα είναι πια Ελλάδα". Δεν υπήρξε αντίλογος, ούτε σχόλιο από το κοινό. Η απουσία αντίδρασης ίσως δεν σημαίνει αποδοχή, αλλά μάλλον έναν ενστικτώδη φόβο για δημόσια αντιπαράθεση, προϊόν μιας κουλτούρας αποφυγής της σύγκρουσης στον δημόσιο λόγο. Η κοινωνική "αρμονία" θεωρείται συχνά σημαντικότερη από τη διαφωνία.

Η δημοσιογράφος Ξένια Κουναλάκη τόνισε την ανάγκη ενσωμάτωσης των μεταναστών και θύμισε ότι και οι Έλληνες υπήρξαν μετανάστες στο παρελθόν. Η τοποθέτησή της διακόπηκε από ζεστό χειροκρότημα -ίσως η πιο αυθόρμητη αντίδραση της βραδιάς.

Η ελευθερία του Τύπου και της έκφρασης ήταν άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Από το κοινό ακούστηκε ότι "στην Ελλάδα μπορεί κανείς να λέει και να γράφει ό,τι θέλει ελεύθερα" χωρίς αντίλογο. Μετά τη λήξη της εκπομπής, ξεκίνησαν έντονες συζητήσεις σε μικρές ομάδες έξω από το Μέγαρο. Μια νεαρή γυναίκα εξομολογήθηκε: "Δεν τόλμησα να πω κάτι, αν και διαφωνούσα πλήρως". Η απάντηση της για τον λόγο που δεν μίλησε: "Φοβήθηκα μην μπλέξω".

Η ελληνική παιδεία, με έμφασή στην αποστήθιση και στην αποδοχή της αυθεντίας, έχει διαμορφώσει πολίτες που συχνά γνωρίζουν, αλλά δεν τολμούν να μιλήσουν. Ξέρουν αλλά σιωπούν. Έχουν γνώμη, αλλά προτιμούν, αν την μοιραστούν, να το κάνουν μόνο με τους "δικούς" τους.

Ίσως πρόκειται για μια βαθιά εσωτερικευμένη επιφυλακτικότητα, απότοκο ενός ιστορικού φόβου έκθεσης, μιας "κουλτούρας της σιωπής" που διαμορφώθηκε σε αυταρχικές περιόδους, όπως η Χούντα, και που συχνά συνοδεύει τη δημόσια ζωή μέχρι σήμερα. Η επιθυμία "να μην εκτεθούμε", να μη φανεί πως διαφωνούμε ή συμφωνούμε έντονα, εντάσσεται σε μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση για διατήρηση πάντα της "καλής εικόνας" προς τα έξω. Πρόκειται για την ανάγκη να φαινόμαστε συγκρατημένοι, λογικοί, ευγενείς, ακόμη και όταν μέσα μας βράζουμε.

Η ερώτηση δεν είναι πια μόνο "τι λέμε", αλλά ποιος νιώθει αρκετά ελεύθερος να πει ανοιχτά αυτό που σκέφτεται. Ίσως η αληθινή πρόκληση δεν είναι να ανοίξουμε τον διάλογο, αλλά να τον αντέξουμε. Επομένως το ερώτημα εδώ δεν είναι μόνο ποιος έχει δικαίωμα να μιλήσει, αλλά ποιος νιώθει πραγματικά ασφαλής να το κάνει.

Και αυτό σχετίζεται όχι μόνο με την πολιτική κουλτούρα, αλλά και με την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, στα ΜΜΕ και -συχνά- στους συμπολίτες.

Η εκπομπή που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, θα μεταδοθεί από το BBC World Service το Σάββατο, 13 Σεπτεμβρίου.

Διαβάστε Επίσης