Η υποδιεύθυνση Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Βορειοανατολικής Αττικής εξάρθρωσε εγκληματική οργάνωση τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν στη διάπραξη κλοπών και σε απάτες σε βάρος κυρίως ηλικιωμένων, προσποιούμενοι τους υπαλλήλους του ΔΕΔΔΗΕ και τους λογιστές, σε διάφορες περιοχές της Αττικής.
Για την υπόθεση συνελήφθησαν τρεις άντρες, μέλη της οργάνωσης (56, 39 και 22 ετών), ενώ στη δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος τους για –κατά περίπτωση– σύσταση εγκληματικής οργάνωσης που διέπραττε διακεκριμένες κλοπές και απάτες, τετελεσμένες και απόπειρες αυτών, κατά συναυτουργία, κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα, οι οποίες τελέστηκαν από δύο ή περισσότερους που είχαν οργανωθεί με σκοπό την τέλεση κλοπών, που η συνολική αξία των αφαιρεθέντων αντικειμένων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ληστεία, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, απάτη με υπολογιστή, μη έκδοση δελτίου ταυτότητας, παροχή σε άλλους κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων, γνωρίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνουν ή υποβοηθούν την τέλεση εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης, βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων, καθώς και απείθεια, περιλαμβάνονται και έτεροι συνεργοί, οι οποίοι έχουν ταυτοποιηθεί και αναζητούνται.
Πώς δρούσε η συμμορία
Η σπείρα ήταν καλά οργανωμένη και χωρισμένη σε ομάδες. Η πρώτη ομάδα κατείχε ηγετικό και καθοδηγητικό ρόλο. Τα μέλη της, άνδρες αλλά και γυναίκες, χρησιμοποιώντας ως "στρατηγικό" κέντρο τις περιοχές των Άνω Λιοσίων και του Ζεφυρίου, αναλάμβαναν την τηλεφωνική επικοινωνία. Καλούσαν με τυχαία σειρά κυρίως ηλικιωμένα άτομα που ανήκουν σε ευπαθή και ευαίσθητη ομάδα του πληθυσμού, τα στοιχεία των οποίων γνώριζαν πιθανώς από τηλεφωνικούς καταλόγους, και συστήνονταν ως υπάλληλοι του ΔΕΔΔΗΕ ή λογιστές. Εν συνεχεία, επικαλούμενοι είτε διαρροή ρεύματος στην οικία των παθόντων, είτε επιβολή δήθεν προστίμου από την εφορία, τους παραπλανούσαν, παρουσιάζοντάς τους ψευδώς ότι είναι δυνατή η επίλυση του προβλήματος της διαρροής είτε απομακρυσμένα είτε μέσω επίσκεψης δήθεν τεχνικών υπαλλήλων.
Με τον τρόπο αυτόν, τους έπειθαν να συγκεντρώνουν κοσμήματα, τιμαλφή και χρηματικά ποσά εντός αλουμινόχαρτου ή λεκάνης και εν συνεχεία τους προέτρεπαν να τα τοποθετήσουν σε συγκεκριμένα σημεία εντός ή εκτός της οικίας τους, που τους υποδείκνυαν τηλεφωνικά.
Μετά, αναλάμβανε δράση μία από τις διαθέσιμες "επιχειρησιακές ομάδες πεδίου", οι οποίες ήταν επιφορτισμένες με τη φυσική μετάβαση στην οικία του θύματος για την τέλεση της κλοπής. Τα μέλη των ομάδων αυτών δρούσαν ταυτόχρονα σε διαφορετικές περιοχές, υπό τις εντολές και την καθοδήγηση της "τηλεφωνικής" ομάδας. Με τη χρήση "επιχειρησιακών" οχημάτων, εφόσον ο πολίτης πειθόταν, κατευθύνονταν άμεσα στην οικία του και ανέμεναν πλησίον αυτής. Κατείχαν συγκεκριμένους ρόλους, με κάποιους εξ αυτών να εισέρχονται στην οικία και να αφαιρούν τα αντικείμενα αξίας και τα χρηματικά ποσά και τους υπόλοιπους να παραμένουν έξωθεν των κατοικιών, εντός των "επιχειρησιακών" οχημάτων, επιτηρώντας τον περιβάλλοντα χώρο.
Οι δράστες δεν δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν βία, προκειμένου να ολοκληρώσουν τις πράξεις τους, γεγονός που έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα και υγεία των παθόντων, λόγω της ηλικίας τους.
Από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στις οικίες, παρουσία δικαστικών λειτουργών, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
25 κινητά τηλέφωνα,
καταγραφικό σύστημα καμερών,
τσεκούρι με μεταλλική λαβή, καλυμμένη από πλαστικό και μεταλλική κεφαλή,
επαναληπτική καραμπίνα,
μαχαίρι τύπου σουγιά, με μήκος λάμας 9 εκατοστών,
φορητός υπολογιστής,
μονόκαννη κυνηγετική καραμπίνα,
2 tablet,
κουτί με διάφορα χρυσαφικά,
δελτίο αστυνομικής ταυτότητας,
3 αποκόμματα από κάρτες sim,
άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου,
"επιχειρησιακό" αυτοκίνητο,
2 ρολόγια,
2 λίρες Αγγλίας,
δαχτυλίδι με διάφανη πέτρα,
11 αλυσίδες λαιμού,
σταυρός,
2 οχήματα,
7 κάμερες ασφαλείας και
το χρηματικό ποσό των 10.320 ευρώ.