Το πώς και γιατί έφτασε στο έγκλημα περιέγραψε ο 75χρονος ο οποίος δολοφόνησε την εν διαστάσει σύζυγό του στην Αγία Βαρβάρα την περασμένη Πέμπτη, με τον ίδιο να επικαλείται οικονομικές διαφορές, αλλά και επιθετικές συμπεριφορές του θύματος απέναντι του.
Ο κατηγορούμενος αύριο Τρίτη οδηγείται στον ανακριτή για να απολογηθεί για το έγκλημά του και υποστηρίζει ότι στράφηκε εναντίον της συζύγου του, με την οποία βρίσκονταν, όπως λέει, σε διάσταση από το 2017, όταν εκείνη τον έβρισε. Τότε, όπως αναφέρει τρελάθηκε και μην ξέροντας τι κάνει, την πυροβόλησε με το πιστόλι που είχε μαζί του, μόνο και μόνο για την φοβερίσει.
"Από το 1960 ο πατέρας μου λειτουργούσε καθαριστήριο, το οποίο λόγω οικονομικών προβλημάτων το 1980 το έγραψα στο όνομα της συζύγου μου. Εγώ δούλευα στο κατάστημα αυτό και εκείνη βοηθούσε. Από το 1990 επεκτείναμε την δουλειά μας με καθαρισμό χαλιών. Το 2003 αγοράσαμε ένα οικόπεδο στην Αγία Βαρβάρα με δάνειο και χτίσαμε πενταώροφη πολυκατοικία, ώστε να έχουν από ένα διαμέρισμα τα παιδιά μας και τα υπόλοιπα να χρησιμοποιηθούν ως αποθήκη για τα χαλιά.
Πληρώνω όλες τις δόσεις του δανείου έως τον Ιανουάριο του 2018, όταν εκείνη πήρε σύνταξη και τα ήθελε όλα δικά της. Εκείνη αρνούνταν να γράψει το κατάστημα στο όνομα μου, ενώ είχε διάφορες εξωσυζυγικές σχέσεις. Αρνούνταν την επικαρπία στην κόρη μου από το πρώτο γάμο και δεν την άφησε να φτιάξει το διαμέρισμα της, καθώς η πολυκατοικία ήταν και στο δικό της όνομα. Το 2012 έδιωξε την κόρη μου, η οποία δούλευε και εκείνη στο καθαριστήριό μας και προσέλαβε άνδρα, με τον οποίο είχε εξωσυζυγικές σχέσεις, κάτι το οποίο εγώ έμαθα αργότερα"... υποστήριξε ο 75χρονος στην κατάθεση του στους αστυνομικούς.
Επιπλέον, ισχυρίστηκε πως μετά τον χωρισμό τους η εν διαστάσει σύζυγος του του δημιουργούσε προβλήματα.
"Επίσης μου έκλεψε και μηχανήματα της δουλειάς. Έτσι αναγκάστηκα να αγοράσω καινούργια, ώστε η κόρη μου να ξεκινήσει τη δική της επιχείρηση με καθαριστήριο. Η σύζυγος μου πήρε και τα χρυσαφικά της αδερφής μου, τα οποία είχα τοποθετήσει στο χρηματοκιβώτιο του μαγαζιού και είχαν ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για μένα. Τα κοσμήματα αυτά της τα είχα ζητήσει επανειλημμένα, αλλά και την επικαρπία της κόρης μου. Είχα μάλιστα πλήρως και τα έξοδα του συμβολαιογράφου. Το 2018 την είχα ρωτήσει τι είχε κάνει με την επικαρπία και τα χρήματα του συμβολαιογράφου και εκείνη μου ανέφερε ότι τα είχε ξοδέψει για να επισκευάσει το αυτοκίνητο της" είπε ο κατηγορούμενος.
"Φεύγοντας, μου πέταξε στα μάτια ένα πλαστικό κύπελλο με απορρυπαντικό, το οποίο μπήκε στα μάτια μου. Μετά από αυτό πήγα στο Αστυνομικό Τμήμα της Αγίας Βαρβάρας όπως με είχε συμβουλέψει η δικηγόρος μου και κατέθεσα μήνυση για σωματική βλάβη. Ενώ ήμουν στο Αστυνομικό Τμήμα, κάλεσε το 100 και ανέφερε ότι την λήστεψα.
Τότε αστυνομικοί πήγαν να με συλλάβουν, αλλά ο αξιωματικός υπηρεσίας που μου έπαιρνε κατάθεση είπε ότι έπρεπε πρώτα να την ολοκληρώσω και μετά να πάω στο τμήμα Ασφάλειας", ανέφερε ο κατηγορούμενος- όπως γράφει το dikastiko.gr- ενώ συμπλήρωσε ότι ο εισαγγελέας έκρινε πως η πράξη που τον κατηγορούσε τελικά η σύζυγος του δεν ήταν ληστεία, αλλά ενδοοικογενειακή βία.
"Η συμπεριφορά της προς εμένα ήταν τελείως απαράδεκτη. Κάθε τόσο μου έκανε μήνυση χωρίς λόγο και χωρίς να την έχω πειράξει ποτέ. Με προσέβαλε συνεχώς και μου πετούσε γλάστρες. Είχε κάνει τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου να μη μου μιλάνε, αποκόβοντας με από αυτά, με είχε χτυπήσει επανειλημμένα και με έβριζε συνεχώς με τα χειρότερα λόγια. Απέναντι σε μένα ήταν πολύ αχάριστη και σε όλα. Όλα αυτά τα χρόνια αισθανόμουν ψυχολογικά χάλια" υποστήριξε ο 75χρονος.
Πως περιέγραψε την ημέρα της δολοφονίας
Ο 75χρονος έδωσε τη δική του εκδοχή για εκείνο το απόγευμα, όταν και δολοφόνησε την 64χρονη γυναίκα.
"Το απόγευμα της 3ης Ιουνίου 2021 Πήγα στο σπίτι της για να την ζητήσω και πάλι τα χρυσαφικά και εκείνη έλειπε. Φεύγοντας, την βλέπω από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου μου να πλησιάζει στο σπίτι της. Εγώ στάθμευσα το αυτοκίνητο μου, γύρισα πίσω και της ζήτησα τα πράγματα της αδερφής μου, λέγοντας ότι η αδερφή μου ήταν σα μάνα μου. Εκείνη τότε με εξύβρισε με την φράση "χέστηκα μαλ@@".
Εγώ, μετά απ’ όλα όσα είχα περάσει, τρελάθηκα και μην ξέροντας τι κάνω πυροβόλησα μία ή δύο φορές με το πιστόλι που είχα μαζί μου. Το πιστόλι το είχα πάρει μαζί μου απλά για να την φοβερίσω. Μακάρι να μην είχε συμβεί αυτό, το μετάνιωσα και ζητώ συγνώμη από τα παιδιά μου και από όλους".
Απαντώντας στο πού βρήκε το όπλο, εξήγησε ότι το έχει στην κατοχή του 8 χρόνια, έπειτα από μια μετακόμιση σε φιλικό σπίτι. "Το είχα πάρει χωρίς να πω τίποτα σε κανένα, είναι παλιό, δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ".
Μετά τον πυροβολισμό περιέγραψε ότι βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση και δεν θυμόταν τι έκανε. "Αργότερα, ενώ βρισκόμουν στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας πεζός, επικοινώνησα τηλεφωνικά με την κόρη μου και της ανέφερα ότι έγινε κάτι τρομερό. Εκείνη μου είπε να περιμένω εκεί που είμαι για να έρθει, αλλά εγώ έφυγα. Όλο το βράδυ περιπλανιόμουνα πεζός και έφτασα μέχρι το Σκαραμαγκά. Δε θυμάμαι κάτι περισσότερο.
Δεν επέστρεψα καθόλου στο σπίτι. Το κινητό μου τηλέφωνο το είχα συνεχώς μαζί μου, είχε τελειώσει μπαταρία. Βρισκόμενος σε άθλια ψυχολογική κατάσταση το πρωί, πήγα στο σπίτι της κόρης μου, με την οποία μίλησα και εκδήλωσα την επιθυμία να παραδοθώ στην αστυνομία, καθώς είμαι μετανιωμένος. Εκείνη επικοινώνησε με το δικηγόρο και το απόγευμα της ίδιας μέρας παραδόθηκα στην αστυνομία παραδίδοντας ταυτόχρονα και το πιστόλι με το οποίο είχα πυροβολήσει".