
Mελέτη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου καταγράφει το εκρηκτικό κοκτέιλ παραγόντων που υπό συνθήκες θα µπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα τραγωδία σε µια περιοχή της Ανατολικής Αττικής που εκτείνεται από τον Ωρωπό έως την Παλαιά Φώκαια
Ανοχύρωτοι απέναντι στις πυρκαγιές παραµένουν πολλοί οικισµοί σε όλη την Ελλάδα, µόλις τρεις µήνες πριν από την έναρξη της θερινής περιόδου και λίγους µήνες µετά τη φονικότερη φωτιά των τελευταίων ετών, που µετέτρεψε σε πύρινο τάφο µε 100 νεκρούς το Μάτι τον περασµένο Ιούλιο.
Μόνο στην Ανατολική Αττική, και σε µία περιοχή που εκτείνεται από τον Ωρωπό έως την Παλαιά Φώκαια, έρευνα του ΕΜΠ, την οποία παρουσιάζει σήµερα το «Εθνος της Κυριακής», κατέγραψε εννέα ευάλωτους οικισµούς, εκ των οποίων οι έξι βρίσκονται στο… κόκκινο σε περίπτωση πυρκαγιάς και χρήζουν άµεσων παρεµβάσεων.
Επικίνδυνες φυτεύσεις, ελλιπές οδικό δίκτυο µε στενά πλάτη δρόµων (οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν δίνουν πρόσβαση απευθείας στη θάλασσα) και αδιέξοδα, ανύπαρκτη ρυµοτοµία, βραχώδεις ακτογραµµές, διάσπαρτες κατοικίες, αποκλεισµός των διόδων προς τη θάλασσα µε µάντρες ή περιφράξεις, σε συνδυασµό µε τις µετεωρολογικές συνθήκες του καλοκαιριού και την ανυπαρξία αντιπυρικών ζωνών, δηµιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ παραγόντων που υπό συνθήκες θα µπορούσαν να οδηγήσουν σε µια νέα τραγωδία.
Στο συµπέρασµα αυτό καταλήγει έρευνα που διενεργήθηκε λίγους µήνες µετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι από τη Μονάδα Βιώσιµης Κινητικότητας του ΕΜΠ, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας του µεταπτυχιακού προγράµµατος «Περιβάλλον και Ανάπτυξη», µε επιβλέποντα τον δρα πολεοδόµο-συγκοινωνιολόγο µηχανικό Ευθύµιο Μπακογιάννη.
Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα, οι έξι πιο ευάλωτοι σε περίπτωση πυρκαγιάς οικισµοί στην Ανατολική Αττική -µε σειρά επικινδυνότητας είναι:
-το Μάτι
-η Κακιά Θάλασσα
-η Βραυρώνα, η Χαµολιά
-το Ζούµπερι
-οι Αγιοι Απόστολοι (στο τµήµα τους που ανήκει στη ζώνη µείξης δάσους-κατοικιών),
Οι παραπάνω συγκέντρωσαν τη χαµηλότερη βαθµολογία στον δείκτη που χρησιµοποιήθηκε αλλά και στη φωτοερµηνεία που ακολούθησε µέσω του Google.
Η περίπτωση του Ματιού, µάλιστα, είναι η πλέον χαρακτηριστική, σύµφωνα και µε τον κ. Μπακογιάννη: «Κατά τη διάρκεια των αυτοψιών στο Μάτι το περασµένο φθινόπωρο, δεν εντοπίσαµε ούτε έναν δρόµο µε απευθείας πρόσβαση στη θάλασσα. Παντού υπήρχαν µάντρες, φράχτες, πόρτες που µπορεί να άνοιγαν αλλά τη στιγµή της έκτακτης ανάγκης αποτελούν και αυτές εµπόδιο. Σε πολλές περιπτώσεις η δίοδος στη θάλασσα περνούσε µέσα από ιδιοκτησίες, χρειαζόταν να πηδήξεις εµπόδια, να περάσεις από πεσµένα συρµατοπλέγµατα και πεζούλια».
Η επικινδυνότητα και τα χαρακτηριστικά αυτών των οικισµών, πάντως, δεν θα πρέπει να αποτελούν άλλοθι για την αδυναµία αντιµετώπισης µιας πυρκαγιάς σε κατοικηµένη περιοχή. Αντιθέτως, όπως σηµειώνουν και οι ειδικοί, είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η πρόληψη αλλά και ο αποτελεσµατικός συντονισµός και η επιχειρησιακή δυνατότητα των αρµόδιων για την αντιµετώπιση πυρκαγιών φορέων θα πρέπει να αποτελούν βασική προτεραιότητα ώστε να µην κινδυνεύσουν ξανά στο µέλλον ανθρώπινες ζωές.
Αλλωστε, η συγκεκριµένη έρευνα κατέγραψε τα προβλήµατα σε µια προκαθορισµένη περιοχή. Ωστόσο, αντίστοιχες περιπτώσεις οικισµών βρίσκονται διάσπαρτες σε όλη την Ελλάδα και όχι µόνο σε παραθαλάσσιες περιοχές.
Ως δυνάµει επικίνδυνοι κρίθηκαν στην πρώτη κατάταξη και οι οικισµοί στο Πόρτο Ράφτη, στον Θορικό και στα Λεγρενά. Ωστόσο, εντοπίζοντας τις εγκαταστάσεις πυρόσβεσης και καταγράφοντας ακόµα και τις πισίνες ως πεδία άντλησης νερού για λόγους κατάσβεσης φωτιάς σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, προέκυψε ότι δεν ανήκουν στις πλέον προβληµατικές περιπτώσεις. Και αυτό γιατί στο Πόρτο Ράφτη η ακτογραµµή δεν είναι κρηµνώδης σχεδόν σε κανένα τµήµα της, ενώ διαθέτει Πυροσβεστική εντός του οικισµού αλλά και πολλές πισίνες που µπορούν να αξιοποιηθούν. Στον οικισµό του Θορικού η ακτογραµµή επίσης δεν είναι κρηµνώδης, ενώ είναι πολύ µικρός και µπορεί να εξυπηρετηθεί από την Πυροσβεστική του Λαυρίου που είναι κοντά. Ο οικισµός των Λεγρενών, δε, εµφανίζει επίσης εύκολη πρόσβαση προς τη θάλασσα.
Για τις περιοχές αυτές (µε εξαίρεση το Μάτι, το οποίο έχει καεί σχεδόν ολοσχερώς) οι µελετητές προχωρούν σε δέσµη προτάσεων και παρεµβάσεων. Στο επίπεδο της πρόληψης, προτείνουν τη δηµιουργία µεικτών δασών µε θάµνους και δέντρα από παθητικά πυρίµαχα φυτά (όπως είναι η δάφνη, το κυδωνίαστρο, τα αµπέλια, ορισµένα είδη πεύκης, οξιά, καρυδιά κ.λπ.) και την κατασκευή ζωνών οικιστικού ελέγχου.
Στο επίπεδο της προστασίας προτείνεται:
-Η δηµιουργία αντιπυρικών ζωνών µέσα στο δάσος και στους οικισµούς.
-Η αφαίρεση των περιφράξεων που εµποδίζουν την πρόσβαση στις ακτές.
-Η διαπλάτυνση των δρόµων.
-Η ύπαρξη σαφών και συνεχόµενων πινακίδων για απαγόρευση της στάθµευσης σε δρόµους που θεωρούνται κρίσιµοι σε περιπτώσεις ανάγκης διαφυγής.
-Οι διανοίξεις δρόµων ώστε να προσφέρουν πρόσβαση προς τη θάλασσα και η κατάρτιση συγκεκριµένου σχεδίου διαφυγής µε δυνατότητα επιστράτευσης όλων των πλωτών µέσων που είναι διαθέσιµα στις απειλούµενες περιοχές και πέριξ αυτών.
-Η συντήρηση και η βελτίωση του δικτύου δασικών δρόµων.
-Η δηµιουργία χώρων στάθµευσης.
Συνολικά, όπως επισηµαίνει ο κ. Μπακογιάννης, «θα πρέπει να εκµεταλλευτούµε κάθε πρόσφορο µέτρο προστασίας και πρόληψης, κυρίως δε τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες. Είναι τεχνολογικά εφικτή η δηµιουργία ενός συστήµατος πυρανίχνευσης µε αξιοποίηση ακόµα και drones µε ενσωµατωµένους αισθητήρες για την πρόληψη».
Παράλληλα, όσον αφορά στο στάδιο της διάσωσης, υπογραµµίζει την αναγκαιότητα δηµιουργίας µιας εφαρµογής για κινητά τηλέφωνα η οποία θα αξιοποιεί όλα τα δεδοµένα οδικών δικτύων, προσβάσεων στη θάλασσα, σε συνδυασµό µε τα δεδοµένα κυκλοφοριακής συµφόρησης, εµφανίζοντας τη βέλτιστη δυνατή διέξοδο για τον απειλούµενο πολίτη.
Πηγή: Εθνος
Φωτογραφία: EUROKINISSI
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr