Από τη Μαλβίνα που έφυγε σαν σήμερα πριν από 14 χρόνια, έμειναν πίσω πολλά. Οι δηλητηριώδεις πολιτικές της ατάκες, τα επίκαιρα ακόμα και σήμερα γραπτά της, η ποιητική της προσωπικότητα. Το μικρό της όνομα. Η Μαλβίνα ανήκει σε ένα μικρό κύκλο ανθρώπων που έχει καταγραφεί με όλα τα εκκεντρικά και λαϊκά χαρακτηριστικά της, σε ένα πάνθεον παράξενο μπορεί και παράταιρο, εκεί όπου ανήκουν ο Τσαρούχης, η Αλίκη, η Μελίνα, οι ρεμπέτες και οι αριστοκράτες.
Η «πολεμόχαρη φυλή» της, όπως αποκαλούσε τους τηλεθεατές της δεν έπαψε ποτέ να την ακολουθεί και να μνημονεύει τσιτάτα για τον έρωτα, ανακατεμένα με αθυρόστομες ατάκες γεμάτες αυτοσαρκασμό, εξυπνάδα και έναν πλούτο γνώσεων και πληροφοριών που συνδύαζε με μοναδικό ταλέντο.
Η Μαλβίνα έφυγε πολύ νωρίς μόλις στα πενήντα της, ενώ το πέρασμά της από την τηλεόραση είχε αφήσει εποχή. «Θα σου πω τις ειδήσεις όπως τις καταλαβαίνω εγώ γιατί αν τις πω όπως τις καταλαβαίνουν αυτοί δεν καταλαβαίνω Χριστό», έλεγε στο άνοιγμα της εκπομπής φορώντας τα ναυτικά της ρούχα και το πηλήκιο. Ήταν το αουτσάιντερ της τηλεόρασης. Οι εκπομπές της ήταν στα όρια του καλτ, της επιθεώρησης αλλά και του στοχασμού.
«Αφού, λοιπόν, περάσαμε μια δραματική χρονιά με διάφορες πιέσεις για τον Τσουκάτο της Πόπης και από τα αποδέλουπα παρτάλια, και με έναν από τους μετόχους να έχει βάλει τους πολιτικούς του συντάκτες της εφημερίδας του να με βρίζουν σε καθημερινή βάση, έρχονται μια νύχτα σπίτι μου –δεν θα σας πω ποιοι είναι, γιατί είναι ευγενέστατοι οι άνθρωποι- από το Μega και μου λένε να καταργήσουμε την εκπομπή που είχα και να αναλάβω μια νυχτερινή εκπομπή, όπου θα καθόμουν σε έναν καναπέ και θα συζητούσε με κάποιον καλεσμένο. Εγώ δεν είχα πρόβλημα να αλλάξω εκπομπή. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι με το Hostess έκανα κάποιο λειτούργημα. Πάντα έκανα του κεφαλιού μου και του μουνιού μου τον χαβά. Αλλά υποδείξεις δεν δέχομαι από κανέναν κερατά. Μπορείς να με διώξεις, αλλά όχι να με συμμορφώσεις… μου λένε “θα παίρνεις πάλι τα ίδια χρήματα”. Έπαιρνα τότε γύρω στα 15 εκατομμύρια το μήνα. Αυτοί λοιπόν σκέφτηκαν “την κρατάμε εδώ να μην πάει σε άλλο κανάλι ή να μην βγει να μας καλιαρντέψει ότι τη διώξαμε, την πετάμε σε έναν καναπέ και την ξεδοντιάζουμε”. Αποκλείεται, σου λέει, να “πετάξει” τόσα χρήματα και τη δόξα του “γυαλιού”. Αλλά για μένα η τηλεοπτική δόξα ισοδυναμούσε πάντοτε με τη δόξα της γδαρμένης τίγρης στο πάτωμα». (Περιοδικό «Οδός Πάνος», Αφιέρωμα στη Μαλβίνα, 2003)
Η Μαλβίνα είχε αποθεώσει τον έρωτα, έλεγε ότι δεν υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, έξυπνοι και χαζοί, όμορφοι και άσχημοι, υπάρχουν μόνο άνθρωποι που αγαπήθηκαν και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν. Παντρεύτηκε τρεις φορές και απέκτησε δυο παιδιά.
«ΣTON ΕΡΩΤΑ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ. Όποτε μπαίνω στον ολέθριο χώρο χωρίς το δραματουργικό μου οπλοστάσιο, καταλήγω ένας Δον Κιχώτης σε λαϊκή έκδοση τσέπης. Ο ήρωάς μου, αν θυμάσαι, δεν μπορεί να εστιάσει στο θέμα του, δεν δύναται να εκφραστεί, του αρκεί η απλή αναφορά του ανόητου ονόματός της -Δουλτσινέα– για να γίνει γελοίος. Πόσο την αγαπάει, δεν ξέρει να το πει. Για να δηλώσει την αγάπη του, κάνει μια τούμπα στον αέρα, η πουκαμίσα του σηκώνεται, ο κώλος του μένει έκθετος μπροστά στα μάτια του υπηρέτη του. Ο Δον Κιχώτης εκείνη τη στιγμή είναι ο εαυτός του, αν με εννοείς. Μεγαλειώδες, θα πεις. Θα έκλαιγες μπροστά σε μια τέτοια σκηνή, ναι, είμαι σίγουρη, θα έκλαιγες. Μεγαλειώδες, αλλά και πάλι. Άχαρο. Διόλου δεν το θέλω», έγραφε στη Σαββατογεννημένη.
Με μοναδικό αυτοσαρκασμό διαχώριζε την εικόνα και το ρόλο της ως δημόσια περσόνα από αυτόν στην προσωπική της ζωή.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΙΠΟΝ, ΟΜΟΡΦΙΑ ΜΟΥ, ΚΑΤΙ ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΕΠΙΔΕΞΙΟ και ειλικρινές από το να είσαι ο εαυτός σου: το να είσαι ο ρόλος σου. Τελικά, μάλλον ψέματα λέω όταν κλαίγομαι πως τάχα θέλω να μάθω ποια είμαι στην πραγματικότητα. Στα τσακίδια το εδιζησάμην εμεωυτόν. Αφού το βλέπω τόσα χρόνια στην πράξη: Χωρίς τον εαυτό μου, υπάρχω. Χωρίς το ρόλο μου, δεν είμαι τίποτα. Μόνο αυτός με εξάπτει, με πληροί, με αποκαθιστά. Παίζω λοιπόν, χαρά μου -παίζω και πλέκω εγκώμια μιας ζωής που δεν καταλαβαίνει τίποτα έξω από την Τέχνη της. Γιατί δεν μπορώ να εννοήσω και να εννοηθώ παρά σαν αυτουργός της κατασκευής μου. Γιατί ο κόσμος δεν ορίζεται εν τέλει παρά μόνο από τον τρόπο που ο ρόλος μου επινοεί τον εαυτό μου, γράφει.
Από τα ωραιότερα κείμενά της το άρθρο Βλέπει τσόντα ο Πρόεδρος; (Περιοδικό 01, 1995)
«Αυτοί οι τύποι, οι μικροαστοί, δε σκέφτονται ποτέ τους να αυτοκτονήσουν γιατί η ζωή τους ανήκει στο Θεό, αλλά στην ουσία, επειδή δεν αποφασίζουν ούτε για τη ζωή τους, ούτε για το θάνατό τους. Είναι αμνήμονες εκεί που τους συμφέρει, αλλά οραματιζόμενοι το μέλλον δε ζουν ποτέ ένα παρόν της προκοπής. Κάνουν μακροπρόθεσμα όνειρα που, κατά κανόνα, τα προφταίνει ο θάνατος. Χτίζουν ντουβάρια. Αγοράζουν οικοπεδάκια. Δεν ψάχνουν τσάντες, γιατί σπάνια ερωτεύονται και όπως όλοι οι βλάκες, ποτέ δε νιώθουν ανίσχυροι. Τρέμουν τις υποχρεώσεις, αλλά τελικά παντρεύονται μια υπομονετικιά, αφού την πρήξαν επί χρόνια τόσο, που δε θέλει πια ούτε να τους χέσει. Κάνουν δύο μόγγολα, γιατί “ένα ίσον κανένα”. Ή τρία, αν τα δύο πρώτα είναι κορίτσια. Και βέβαια, τους αρέσουνε πολύ οι βιζιτούδες, τις οποίες πάντα ρωτάνε μετά το πήδημα: “Πώς ξέπεσες έτσι;” Όχι, δεν έχουν αρκουδάκι οι μικροαστοί. Μόνο σκουπίδια. Σε τρόφιμα, σε ιδέες, σε τρόπο ζωής, σε πράξεις. Την ξέρω απέξω κι ανακατωτά την Αδελφότητα (…). Τρέμει μην πιαστεί κορόιδο και πάντα πιάνεται. Υπεκφεύγει. Στρεψοδικεί. Αναβάλλει. Υποκρίνεται. Ζητάει τα πάντα και δε δίνει τίποτα. Παριστάνει τη Δίκαιη. Αρνείται τα τεστ πατρότητας για να γλιτώσει τη Διατροφή και πάντα είναι από κοντά ένας μειλίχιος και τίμιος επαρχιακός δικηγοράκος, πρόθυμος να σπιλώσει την άπορη κακομοίρα. Ο Μικροαστός δε θέλει μπλεξίματα. Γι’ αυτό δε μπορεί να είναι ποτέ επαναστάτης, άρα παλικάρι. Δεν είναι αντιπαθής σαν υπέρμετρος, είναι σιχαμένος σαν πλαγιοδρόμος. Νομίζει πως είναι διπλωμάτης και πως λύνει γόρδιους δεσμούς, στην ουσία όμως ξεμπερδεύει μόνο τον εαυτό του και τρελαίνει όλο τον κόσμο γύρω του. Κανείς δεν είναι πιο επικίνδυνος από αυτά τα ήσυχα, μειλίχια ανθρωπάκια, τους μικροαστούς».
Η Μαλβίνα ήταν ένα ανήσυχο, ατίθασο αγέραστο πνεύμα. Έγραψε πολύ αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ, πήρε μια γενναία δόση της ζωής και έφυγε ξαφνικά πριν την αφήσει να ξεφτίσει. Έζησε με την ταχύτητα μιας μέρας και την πυκνότητα ενός αιώνα.