Από δύο συλλήψεις για παράνομη οπλοκατοχή και παραβίαση περιοριστικών όρων έχουν στο "βιογραφικό" τους, τα δύο από τα τρία αδέλφια που αναζητούνται για τη συμμετοχή τους στην αιματηρή βεντέτα στα Βορίζια Ηρακλείου.
Περισσότερες από 10 φορές, είχε συλληφθεί και ο 39χρονος άνδρας από τη δεύτερη οικογένεια, ο οποίος έπεσε νεκρός την ώρα των πυροβολισμών. Μάλιστα είχε εκτίσει ποινή φυλάκισης τρεις φορές με κατηγορίες μεταξύ άλλων για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αλλά και για εκβίαση και εγκληματική οργάνωση.
Μέχρι και αυτή την ώρα τα τρία αδέλφια παραμένουν άφαντα, με τις έρευνες να επεκτείνονται καθημερινά σε γειτονικές περιοχές. Από το περιβάλλον των τριών ανδρών, υπάρχουν αναφορές για παράδοση τους πριν την εκτέλεση των ενταλμάτων, ωστόσο οι αρχές συνεχίζουν τις αναζητήσεις.
Οι αξιωματικοί του Ελληνικού FBI που έχουν μεταβεί στην Κρήτη, αναμένουν τις απολογίες των άλλων δύο μελών τη οικογένειας που παραμένουν για νοσηλεία στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, προκειμένου να σχηματίσουν μια σαφή εικόνα για τα όσα εκτυλίχθηκαν το πρωί του Σαββάτου. Σε μια παράλληλη έρευνα, οι αστυνομικοί αναζητούν τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών. Δεν αποκλείουν η μία από τις καραμπίνες, να είναι εκείνη που κατασχέθηκε κατά τις έρευνες στα σπίτια του χωριού. Απαντήσεις θα δοθούν και μετά την εξερεύνηση στο όχημα που οδηγούσε ο 39χρονος, το οποίο δέχτηκε βροχή από σφαίρες και σκάγια. Η διαδικασία θα ολοκληρωθεί μέσα στην εβδομάδα, παρουσία ειδικού πραγματογνώμονα. "Τα στόματα παραμένουν κλειστά", αναφέρουν χαρακτηριστικά αρμόδιοι αξιωματικοί που επιχειρούν να λάβουν καταθέσεις από τα μέλη των δύο εμπλεκόμενων οικογενειών.
Πένθος και φόβος
"Αυτό δε θα τελειώσει. Δε πα να'ρθει το FBI που λένε κατεβαίνει το FBI, κατεβαίνει ο ένας, ο άλλος, θα σκοτώσουν και το FBI. Αν ακούς μια μάνα και σπαράζει και λέει στα παιδιά τους να πάρετε εκδίκηση για το πατέρας σας, αυτό να ξέρετε ότι κανείς Χρυσοχοΐδης και κανείς υπουργός και κανείς δε μπορεί να το σταματήσει αυτό", αναφέρει με νόημα φίλος του 39χονου άνδρα που έπεσε νεκρός κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών.
Το μεσημέρι της Δευτέρας συγγενείς, συγχωριανοί και φίλοι είπαν το τελευταίο αντίο στον 39χρονο, κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Την ώρα που η νεκρική πομπή κινούταν στους δρόμους του χωριού, πάνοπλοι αστυνομικοί βρίσκονταν ακροβολισμένοι σε ταράτσες, σε ένα απόκοσμο σκηνικό. Μέχρι και αυτή την ώρα τα Βορίζια, παραμένουν βυθισμένα στο πένθος και το φόβο.
Σήμερα το μεσημέρι αναμένεται η κηδεία της 56χρονης νοσηλεύτριας στον Αλικιανό Χανίων. Η νεκρή της δεύτερης οικογένειας που βρέθηκε εν μέσω διασταυρούμενων πυρών, είχε πάει στα Βορίζια για το ετήσιο μνημόσυνο του πατέρα της.
"Με το που άκουσα τους πυροβολισμούς έτρεξα να δω τι γίνεται και το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν η αδερφή μου στην άσφαλτο. Πήραμε την αδερφή μου και την πήγαμε στο νοσοκομείο με έναν ανιψιό μου. Την κρατούσα στα χέρια μου ελπίζοντας ότι θα συνέλθει", περιγράφει ο αδελφός της 56χρονης. Ο ίδιος αναφέρει ότι η Αστυνομία δεν εκτίμησε καλά την κατάσταση: "Το βράδυ της Παρασκευής έγινε μια έκρηξη. Δεν ξέρω ποιος της έκανε, έγινε μια έκρηξη. Πήραμε τηλέφωνο την ΕΛΑΣ να έρθει να καταγράψει το περιστατικό. Να μην σας λέω λεπτομέρειες, ήρθαν δύο αστυνομικοί, έκαναν καταγραφή, πήραν κάποιες φωτογραφίες, είδαν ότι η κατάσταση είναι έκρυθμη, υπήρχε μεγάλη ένταση. Μετά ήρθαν άλλοι δύο αστυνομικοί για να βοηθήσουν τους δύο πρώτους και στη συνέχεια έφυγαν και οι τέσσερις".
"Ατιμωρησία και ελλείψεις"
"Δύο είναι τα βασικά αίτια που συνέβαλαν στο τραγικό γεγονός των Βοριζίων. Η ατιμωρησία και τα υπηρεσιακά λάθη και ελλείψεις της Αστυνομίας στη Κρήτη", αναφέρει χαρακτηριστικά σε ανακοίνωση της η Ένωση Ειδικών Φρουρών Κρήτης. Το κείμενο έρχεται σε συνέχεια της ανησυχητικής αδράνειας που οδήγησε στα γεγονότα του Σαββάτου. Όπως διαπιστώθηκε οι αστυνομικοί βρέθηκαν από την Παρασκευή στο χωριό, περιπολούσαν όλο το βράδυ για την αποφυγή εντάσεων, βρέθηκαν εν μέσω λεκτικών διαξιφισμών ανάμεσα στις δύο οικογένειες, όμως όταν ξεκίνησαν να πέφτουν οι πυροβολισμοί, έμειναν απλοί θεατές. Ακόμα και μετά το μακελειό, καθυστέρησαν να προσεγγίσουν το σημείο με αποτέλεσμα να χαθούν κρίσιμα στοιχεία.
"Η οπλοκατοχή στην Κρήτη παραμένει, δυστυχώς, ένα φαινόμενο που δεν τιμωρείται ουσιαστικά. Παρά τις εκατοντάδες συλλήψεις που πραγματοποιούνται από την Ελληνική Αστυνομία, ελάχιστες οδηγούν σε πραγματικές ποινές φυλάκισης. Οι περισσότερες περιπτώσεις καταλήγουν σε ποινές με αναστολή, γεγονός που ενισχύει το αίσθημα ατιμωρησίας και επιτρέπει τη διαιώνιση της παρανομίας", αναφέρει σε άλλο σημείο με νόημα η ανακοίνωση των Ειδικών Φρουρών. Παράλληλα αναφέρεται ότι η μείωση του προσωπικού των Τμημάτων Αστυνομικών Επιχειρήσεων την τελευταία οκταετία αγγίζει το 50% με 60%. Ενδεικτικά, μέχρι το 2017 το ΤΑΕ Ηρακλείου αριθμούσε 113 άτομα και τώρα αριθμεί μόλις 47. Σε αρκετές περιπτώσεις τα στελέχη της Υπηρεσίας φαίνεται ότι απασχολούνται με σκοπιές, μέτρα τάξης, φυλάξεις, ακόμη και με τροχονομικούς ελέγχους.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ. το Α.Τ. Φαιστού που έχει εδαφική αρμοδιότητα στην περιοχή, μέχρι και τον Σεπτέμβριο είχε πραγματοποιήσει 13.359 ελέγχους σε οχήματα και άτομα, 33 έρευνες σε σπίτια και 27 σε ποιμνιοστάσια. Για αυτούς τους ελέγχους βεβαιώθηκαν 2.151 παραβάσεις και συνελήφθησαν 345 άτομα. Όμως όπως σημειώνεται οι 1.700 από τις παραβάσεις ήταν τροχονομικές. Την ίδια ώρα από τις περιοχές του Δήμου Φαιστού, είχαν κατασχεθεί 104 πυροβόλα όπλα.
Παιδοψυχολόγοι
"Το θέμα είναι τώρα πολύ πολύπλοκο γιατί πηγαίνουν παιδιά και των δύο οικογενειών και δε μιλάμε για δημοτικό, μιλάμε για γυμνάσιο. Πηγαίνουν στο ίδιο γυμνάσιο. Θα έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο. Εδώ βράζει το αίμα", παραδέχεται άτομο από το περιβάλλον της μίας οικογένειας, εκφράζοντας ανησυχίες για κλιμάκωση της βεντέτας.
Τα σχολεία σε Φαιστό και Ζαρό θα παραμείνουν κλειστά και σήμερα, ενώ σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας, στην Κρήτη μεταβαίνει ειδική ομάδα έμπειρων και εξειδικευμένων παιδοψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, μετά από εντολή της υπουργού, Σοφίας Ζαχαράκη. Ταυτόχρονα το Υπουργείο βρίσκεται σε διαρκή επαφή με την δημοτική αρχή αλλά και τις διευθύνσεις εκπαίδευσης, δίνοντας χρόνο έτσι ώστε οι ειδικοί επιστήμονες να μπορέσουν να συνομιλήσουν με παιδιά και εκπαιδευτικούς.