Η πανδημία του κορονοϊού έχει προκαλέσει μία αιφνίδια κορύφωση του άγχους και του
φόβου στον κόσμο.
Αυτή η χωρίς προηγούμενο κρίση πυροδότησε το άγχος σε τέτοιο βαθμό, που τα Ηνωμένα Έθνη εξέφρασαν ανησυχίες για την εκδήλωση μίας παράλληλης "παγκόσμιας κρίσης ψυχικής υγείας".
Σε όλο τον κόσμο, οι άνθρωποι ανησυχούν για την υγεία τους και την υγεία των δικών τους, αγωνιούν για τις οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης, παλεύουν με τη μοναξιά και την απομόνωση – συνέπειες του lockdown και της κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Ορισμένοι υποφέρουν από την τραυματική απώλεια αγαπημένων τους προσώπων, ενώ όσοι εργάζονται στην πρώτη γραμμή, πάσχουν από στρες, burnout, και τραύμα, ενώ πολλές φορές είναι υποχρεωμένοι να πάρουν δύσκολες αποφάσεις που προκαλούν ηθικές βλάβες.
Η γενικευμένη ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη σε αυτήν τη δύσκολη εποχή έρχεται σε
ρήξη με τη μη διαθεσιμότητα παραδοσιακών υπηρεσιών φυσικής παρουσίας υπό το φως των
μέτρων κοινωνικής απόστασης για λόγους ασφάλειας. Μία "νέα κανονικότητα" ψηφιακά
προσφερόμενων υπηρεσιών ψυχικής υγείας έχει πλέον αναδυθεί, με μακροπρόθεσμες συνέπειες για τον χώρο της πρακτικής της ψυχικής υγείας. Άλλαξε οριστικά λοιπόν το τοπίο της
ψυχοθεραπείας;
Ποια είναι τα οφέλη αυτής της αλλαγής και ποιες προκλήσεις πρέπει να αντιμετωπίσουμε, ώστε να οικοδομήσουμε αποδοτικές και ηθικά ορθές ψηφιακές υπηρεσίες στη μετα-κορονοϊό εποχή;
Η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία δεν είναι κάτι νέο. Έχει
χρησιμοποιηθεί επιτυχώς στο να προσφέρει αποτελεσματικές θεραπείες μέσω ίντερνετ, καθώς
και να διατηρεί web-based συστήματα διαχείρισης αρχείων. Η τηλεθεραπεία έχει σημαντικά
πλεονεκτήματα σε σχέση με την παραδοσιακή, διαπροσωπική θεραπεία.
Αφενός, η τηλεθεραπεία είναι προσβάσιμη απ’ όλους. Τα προβλήματα ψυχικής υγείας παρουσιάζουν μεγάλη εξάπλωση και μπορεί να αποδυναμώσουν σημαντικά το άτομο, με αποτέλεσμα να είναι μία από τις βασικές αιτίες αναπηρίας παγκοσμίως, καθώς συνδέονται με πλημμελή κοινωνική και επαγγελματική προσαρμογή, κακή ποιότητα ζωής και επιβαρυμένη σωματική υγεία.
Κι όμως, λιγότεροι από τους μισούς χρειάζεται να έχουν πρόσβαση σε ποιοτική φροντίδα. Η ηλεκτρονική υγεία αποσκοπεί να γεφυρώσει αυτό το κρίσιμο κενό στην ψυχική υγεία –ανάμεσα σε αυτούς που χρειάζονται και σε αυτούς που λαμβάνουν υπηρεσίες– επιτρέποντας απομακρυσμένη πρόσβαση στην περίθαλψη όταν αυτή η επιλογή δεν είναι εφικτή.
Δεύτερον, υπάρχει πληθώρα στοιχείων που καταδεικνύει ότι, κάτω από τις κατάλληλες
προϋποθέσεις, μπορεί να είναι αποτελεσματική. Μάλιστα, για ορισμένα ψυχολογικά προβλήματα μπορεί να είναι εξίσου αποτελεσματική με τη διαπροσωπική θεραπεία με φυσική
παρουσία. Τρίτον, η διαδικτυακή θεραπεία μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί το στίγμα της ψυχικής νόσου, το οποίο πλέον γνωρίζουμε ότι είναι το μόνο ισχυρό εμπόδιο στο
να ζητήσει κανείς βοήθεια.
Ωστόσο, προτού σπεύσουμε να μεταφερθούμε σε ένα διαδικτυακό περιβάλλον, ας αναλογιστούμε τις ουκ ολίγες προκλήσεις που προκύπτουν από την κατάσταση. Από νομική
σκοπιά, οι ψυχοθεραπευτές πρέπει να πλοηγηθούν στο ναρκοπέδιο της αδειοδότησης μεταξύ
διαφορετικών χωρών και πολιτειών αναφορικά με την ψυχοθεραπευτική πρακτική.
Κοντολογίς, οι νομικές υποχρεώσεις και οι πολιτικές ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, και από
πολιτεία σε πολιτεία, παρ’ όλ’ αυτά δεν υπάρχει κοινό νομικό έδαφος για την πρακτική τής
online ψυχοθεραπείας σε διεθνές επίπεδο. Δεύτερον, η online θεραπεία φέρνει στο προσκήνιο
θέματα εμπιστευτικότητας, ιδιωτικότητας και προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Οι θεραπευτές πρέπει να είναι εξοικειωμένοι, και αυτές τις νομικές και ηθικές προκλήσεις και θα έπρεπε να προσφέρουν υπηρεσίες που πληρούν τα κριτήρια προστασίας δεδομένων σύμφωνα με τον Νόμο περί Φορητότητας και Υπευθυνότητας Ασφάλισης Υγείας (HIPAA) 2020 και τον Νέο Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR).
Το άδυτο της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας εξακολουθεί να είναι εκτεθειμένο στον κυβερνοχώρο, καθώς οι πελάτες μπορεί να δυσκολεύονται να βρουν ιδιωτικό χώρο για τη θεραπεία τους. Η παρούσα περίοδος βρίθει διασκεδαστικών ιστοριών με αντικείμενο ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες που διεξάγονται σε αυτοκίνητα, ντουλάπες, ακόμα και στο μπάνιο, με την απρόσμενη παρουσία μελών της οικογένειας των πελατών και των κατοικιδίων τους.
Το σημαντικό είναι ότι οι θεραπευτές χρειάζονται εκπαίδευση για να αναπτύξουν ικανότητες
και δεξιότητες ώστε να εργαστούν online. Η απουσία φυσικής παρουσίας δημιουργεί την
ανάγκη για μία γκάμα θεραπευτικών δεξιοτήτων που θα χτίσουν και θα βαθύνουν την
ψυχοθεραπευτική σχέση και θα διαητρήσουν τη δέσμευση του πελάτη.
Στη διάρκεια της πανδημίας, αναφέρθηκε ανεκδοτολογικά ότι πολλοί θεραπευτές ανέπτυξαν την "κόπωση του Zoom", ένα φαινόμενο που μπορεί να κατανοηθεί ως συναισθηματική εξάντληση που βιώνουν οι θεραπευτές στην προσπάθειά τους να υπεραναπληρώσουν την έλλειψη της φυσικής εγγύτητας.
Καθώς όλο και περισσότερες ψηφιακές υπηρεσίες συμμετέχουν στην ψυχοθεραπεία, οι θεραπευτές πρέπει να λάβουν υπόψη όλες τις προαναφερθείσες νομικές, ηθικές και κλινικές επιπτώσεις.
Αναμφίβολα, η πανδημία του κορονοϊού μετέβαλε θεαματικά τον τρόπο που προσφέρονται οι
υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Ενώ η κλασική, διαπροσωπική ψυχοθεραπεία δεν καθίσταται σε
καμία περίπτωση παρωχημένη, οι δυνατότητες της διαδικτυακής θεραπείας, ως εναλλακτικού
μέσου ψυχοθεραπείας, ολοένα αυξάνουν. Και παρόλο που η τηλε-ψυχοθεραπεία αποτελεί μία
ελκυστική αγορά, περισσότερη έρευνα αιχμής και διδάγματα από την κλινική πρακτική είναι
απαραίτητα, ώστε να γίνει κατανοητό πώς θα αξιοποιηθεί με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Ελένη Βούσουρα, PhD, κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, Yπεύθυνη του MS in Counseling
Psychology & Psychotherapy στο Deree – The American College of Greece