
Οι ψαράδες των νησιών του Αιγαίου (μαζί με τις ηλικιωμένες κυρίες της Λέσβου, τους Έλληνες Γιατρούς του κόσμου και δεκάδες εθελοντικές οργανώσεις) απέμειναν να σώζουν τη χαμένη τιμή μιας Ευρώπης που υψώνει φράκτες για να κρατήσει έξω από τα σύνορά της τους πρόσφυγες από τη Συρία.
Σαν μπάλες του μπάσκετ οι άνδρες πετούσαν τα μωρά στη μηχανότρατα καθώς η κουπαστή έχει τρία μέτρα ύψος.
Μεταξύ τους και ο Καπετάν Στέφανος Ζαννίκος από τη Χίο. Προ ημερών αψήφησε τα 8 μποφόρ που έπνεαν στο νησί του και πήρε τον «Άγιο Ιωάννη», τη μηχανότρατά του, για να σώσει ζωές. Κι έσωσε 80 ψυχές μεταξύ αυτών 20 βρέφη και παιδιά.
«Είχε 7-8 μποφόρ», λέει στο Έθνος. «τα σκάφη του λιμενικού δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν. Είπα στα μέλη του πληρώματος “σήμερα θα βγάλουμε το πιο χρυσό μεροκάματο. Θα σώσουμε κόσμο. Μαζέψτε τα δίχτυα, φουλάρετε τις μηχανές” και πήγαμε στο σημείο που μας έδωσαν. Κόλαση. Δύο πλαστικά βαρκάκια δέρνονταν από μανιασμένα κύματα. Ο κόσμος ούρλιαζε».

Κάπου εδώ ο καπετάν Στέφανος λυγίζει. «Πλησιάσαμε με τη μηχανότρατα. “Πρώτα τα παιδιά, μετά οι γυναίκες και τελευταίο οι άνδρες” Σαν μπάλες του μπάσκετ οι άνδρες πετούσαν τα μωρά στη μηχανότρατα καθώς η κουπαστή έχει τρία μέτρα ύψος».
Τους έδωσαν ό,τι είχαν. Ακόμη και τα δικά τους μπουφάν. Ζητούσαν νερό. «Δεν προλάβαμε να ψαρέψουμε για να φτιάξουμε μια ζεστή κακαβιά» συνεχίζει ο καπετάν Στέφανος, 49 ετών σήμερα, από τη Βροντάδα της Χίου, που έχει φάει τη θάλασσα με το κουτάλι από τα 14 του. «Μια έγκυος γυναίκα είχε βραχεί ως το κόκαλο και έτρεμε σαν ψάρι. Τη σκέπασα με μια κουβέρτα αλλά συνέχισε να τρέμει. Έβγαλα τις κάλτσες μου και τις έδωσα στο κορίτσι. Εγώ αντέχω, εκείνη είχε μελανιάσει από το κρύο».

Πατέρας τριών παιδιών ο ίδιος σοκάρεται όταν βλέπει στη θάλασσα μικρά παιδιά κι όπως λέει στην εφημερίδα «δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή το μεροκάματο που έχασα. Γύρισα πίσω με άδεια κασόνια και την ψυχή μου γεμάτη».
Σαν τη ψυχή του 61χρονου Θανάση Μαρμαρινού από τη Σκάλα Συκαμιάς στη Λέσβο που δεν δίστασε να πέσει στη θάλασσα φωνάζοντας «Τα μωρέλια μωρέ να σώσουμε...».

Τον βρήκε στο καΐκι του η συνάδελφος από την «Εφημερίδα των Συντακτών». Δεν ήθελε να μιλήσει «αλλά αφού είναι για τα μωρέλια», έκανε την ψυχή του πέτρα.
Ο Μυτιληνιός ψαράς συγκλονισμένος από τα γυναικόπαιδα που ξέβραζε η θάλασσα στην Εφταλού της λέει: «Δεν είμαι μόνο εγώ, κοπέλα μου, και δεν θέλω να καυχιέμαι, είναι πολλοί οι ψαράδες που τρέχουμε να προλάβουμε το κακό...

»Αυτή η ιστορία δεν ξεκινάει τώρα. Θυμάμαι πάνε πάνω από 10, μπορεί και περισσότερα, χρόνια που βγάζαμε τους πρώτους πρόσφυγες. Ήταν από το Ιράκ. Μόνο που σήμερα έχουν φουντώσει όλα. Οι βάρκες πάνε κι έρχονται»!
Αυτοί οι καθημερινοί απλοί άνθρωποι έμειναν να σώζουν τη χαμένη τιμή μιας Ευρώπης που υψώνει τοίχοι για να προστατευτεί από τους απ' έξω αγνοώντας, για μία ακόμη φορά στην ιστορία της, ότι οι Αυτοκρατορίες πέφτουν από τους μέσα. Όταν οι μέσα δεν είναι «Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τόν Παράδεισο», όπως έγραφε κι ο Ελύτης.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr