Ανακοινώθηκαν τα στοιχεία για τις γεννήσεις και τους θανάτους κατά τη διάρκεια του 2024. Η Ελληνική Στατιστική Αρχή κατέγραψε 68.467 γεννήσεις και 126.916 θανάτους. Έτσι, το ισοζύγιο ήταν αρνητικό κατά 58.449 άτομα.
Σε πληθυσμιακούς όρους είναι σαν να έσβησε από τον ελληνικό χάρτη μια πόλη του μεγέθους της Καλαμάτας, της Ξάνθης ή της Κατερίνης. Το δυστύχημα για τη χώρα και τον πληθυσμό της είναι ότι αυτό δεν συνέβη για πρώτη φορά. Το ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων παραμένει αρνητικό ουσιαστικά από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση ενώ από το 2020 και μετά καταγράφεται το μεγαλύτερο άνοιγμα της ψαλίδας: κάθε χρόνο, ο πληθυσμός μειώνεται από 56 έως 64 χιλιάδες άτομα. Στις 64.000 φτάνει ο πληθυσμός της Χαλκίδας και στις 56.000 ο πληθυσμός του Αγρινίου με βάση τα επίσημα στοιχεία της απογραφής πληθυσμού. Έτσι για να έχουμε μια τάξη μεγέθους…
Αξίζει να ρίξει κανείς μια ματιά στο στατιστικό ληξιαρχικών πράξεων για να διαπιστώσει ότι ο πτωτικός ρυθμός των γεννήσεων συνεχίζεται και το 2025. Τα στοιχεία από το ληξιαρχείο δείχνουν ότι και το 2025 οι γεννήσεις περιορίζονται σε περίπου 5500 τον μήνα. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι το τέλος του έτους, δύσκολα θα ξεπεραστεί το όριο των 65-66.000 γεννήσεων με τους θανάτους να έχουν ήδη ξεπεράσει τους 92.000 από τις αρχές του χρόνου.
Η μείωση των γεννήσεων είναι ραγδαία: το 2010, τα ληξιαρχεία κατέγραψαν 114.766 γεννήσεις και πλέον έχουν πέσει κάτω από τις 70.000. Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει προφανώς τις ελληνικές οικογένειες όμως τα αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν πλέον και πέραν της οικονομίας. Η αναβολή της απόκτησης του πρώτου παιδιού για αργότερα, το στεγαστικό, η επιδείνωση των προσωπικών σχέσεων λειτουργούν αρνητικά. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: από τις 68.467 γεννήσεις της περυσινής χρονιάς, οι 22880 έγιναν από μητέρες ηλικίας άνω των 30 ετών, οι 17,662 από μητέρες άνω των 35 ετών ενώ σε πάνω από 7000 περιπτώσεις, είχε σπάσει ανοδικά και το όριο των 40 ετών.
Το 2024 ήταν χρονιά μείωσης και των γάμων και των συμφώνων συμβίωσης: οι μεν γάμοι μειώθηκαν από 40.351 σε 36.649, τα δε σύμφωνα συμβίωσης από 15069 σε 14.486. Τα διαζύγια από την άλλη, αυξήθηκαν στον μεγαλύτερο αριθμό των τελευταίων ετών με 15532 καταχωρήσεις, 12.805 συναινετικές και 1886 κατ’ αντιδικία.