
Για τον ίδιο τον Μάρκο Σεφερλή τρέφω ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια έχω συλλάβει πλειστάκις τον εαυτό μου (δίχως να αποφεύγω κάθε φορά ένα δυσάρεστο τσίμπημα τύψεων) να ξεκαρδίζεται με τα καμώματά του, αναγνωρίζοντας –όπως έπραξε κάποτε και ο ασυγκρίτως πιο έμπειρος Κώστας Γεωργουσόπουλος- μια γνήσια λαϊκή στόφα και μια "αναρχική" τρέλα στο παίξιμό του που τον νομιμοποιεί ως κληρονόμο εκείνων των χαρισματικών κωμικών της "χρυσής" εικοσαετίας 1950-1970, από την άλλη δεν μπορώ να παραβλέψω την ευκολία με την οποία διολισθαίνει στη μπαλαφάρα ή/και ενδίδει στον πιασάρικο χαβαλέ με σεξιστικές και ομοφοβικές χοντράδες.
Μήπως όμως το ίδιο δεν συνέβαινε και με τα υποκριτικά του αρχέτυπα; Η νοσταλγία μάς εμποδίζει να παραδεχτούμε ψύχραιμα πόσες "ατυχείς" στιγμές τους στο πανί ή στο σανίδι αντιστοιχούσαν σε μια τους "ευτυχή" και πώς ανεπιθύμητες σήμερα παράμετροι της τότε αυταρχικής δημόσιας ζωής –όπως η προληπτική λογοκρισία, ας πούμε- τους ενθάρρυναν να ανακαλύπτουν ευρηματικούς τρόπους για να παρακάμπτουν τις απαγορεύσεις. Επιπλέον, σε μια αυριανή δυστοπία με απολύτως κυρίαρχη την πολιτική ορθότητα, χαμένο δεν θα βγει μονάχα το "φτηνό" γαργάλημα των πιο ταπεινών ενστίκτων· εξίσου, αν όχι περισσότερο, θα πληγεί και το "ποιοτικό".
Ωστόσο, το πρόβλημα με τον Σεφερλή δεν έγκειται στο γεγονός ότι εμφανίστηκε εξήντα ή εβδομήντα χρόνια αργότερα από τότε που έπρεπε να εμφανιστεί (ίσως εάν εμφανιζόταν… εγκαίρως, να περνούσε και απαρατήρητος). Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι εμφανίστηκε κυριολεκτικά μετά τον θάνατο της ελληνικής επιθεώρησης και είκοσι χρόνια τώρα –καθώς υποδηλώνει και ο τίτλος της εφετινής του παράστασης στο "Δελφινάριο"- προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αποδείξει ότι η μεταθανάτια ζωή της ελληνικής επιθεώρησης δεν υπολείπεται σε ενδιαφέρον. Το εγχείρημα του Σεφερλή ενέχει υψηλό βαθμό δυσκολίας και για έναν παραπάνω λόγο: ο θάνατος της ελληνικής επιθεώρησης δεν ήταν αιφνίδιος και σοκαριστικός· ήταν αργός, βασανιστικός και (για τους θεατές) σχεδόν ανεπαίσθητος –ποτέ δεν πήραμε είδηση ακριβώς από ποιο χρονικό σημείο κι έπειτα τα τεκταινόμενα πάνω στη σκηνή του θεάτρου όχι μόνο δεν διόγκωναν όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής, μα ούτε καν τα αντέγραφαν, ίσα που προλάβαιναν να τρέξουν ξωπίσω τους ασθμαίνοντας. Ποτέ δεν αντιληφθήκαμε με ποιο διαβολεμένο τρόπο η παρωδία μιας παράστασης έχασε τη λειτουργική της σημασία, επειδή απλώς… μετακόμισε στην αληθινή ζωή. Κλασική περίπτωση όπου η πραγματικότητα προσπέρασε τη φαντασία στη στροφή.
Για ποιο λόγο να πληρώσεις εισιτήριο, εάν η παρωδία σού προσφέρεται δωρεάν; Για ποιο λόγο να καταβάλεις αντίτιμο και να την ξαναζεστάνεις, αν μπορείς να την καταβροχθίσεις αχνιστή-αχνιστή, κατευθείαν από τον φούρνο; Μόνο τα διαδραματιζόμενα στον ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες ημέρες θα μπορούσαν να στείλουν στο ταμείο ανεργίας και τον πιο ευφάνταστο κειμενογράφο του Σεφερλή. Χρειάζεται μεταποίηση, λόγου χάριν, ένα πρωτογενές υλικό που περιλαμβάνει ανταλλαγή γαμήλιων όρκων σε σκηνικό δανεισμένο από τη "Δυναστεία" και το "Ντάλας" των eighties, την ίδια ώρα που ένα μπρουτάλ κρητικάτσι ετοιμάζεται να εκπορθήσει το κάστρο; Εάν προσθέσεις μάλιστα και την "πινελιά" ότι το ίδιο κρητικάτσι, μόλις ένα χρόνο νωρίτερα, έδωσε προσωπικό αγώνα ώστε να πείσει τους ορεσίβιους μυστακοφόρους των Σφακίων να υιοθετήσουν εν αγνοία τους την πιο προωθημένη ΛΟΑΤΚΙ+ ατζέντα και να δώσουν τα κλειδιά του κόμματος στον ντελικανή που παντρεύτηκε, έχεις ήδη έτοιμο το remake από τη "Νεράιδα και το Παλικάρι", με το αβυσσαλέο μίσος των Βροντάκηδων και των Φορτουνάκηδων σε πιο kinky εκδοχή. Γι’ αυτό σας λέω: θα πεινάσει ο Σεφερλής.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr