Ο Βασίλης Λυμπέρης ήταν ο τελευταίος Ελληνας ο οποίος εκτελέστηκε, μετά από την καταδίκη του σε θάνατο για τον φόνο της γυναίκας του, της πεθεράς του και των δύο του παιδιών. Τους έκαψε με τη βοήθεια δύο φίλων του. Η εκτέλεσή του έμελλε να είναι η τελευταία περίπτωση εφαρμογής της θανατικής ποινής στην ιστορία της Ελλάδας.
Τα δικαστήρια συνέχισαν να καταδικάζουν ανθρώπους "εις θάνατον" και μετά τον Λυμπέρη, αλλά τελικά κανένας δεν εκτελέστηκε μέχρι την οριστική κατάργηση της θανατικής ποινής από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, το Δεκέμβριο του 1993.
Ο 27χρονος Λυμπέρης καταδικάστηκε σε θάνατο, καθώς κρίθηκε από το Πενταμελές Εφετείο (Κακουργιοδικείο) της Αθήνας ένοχος, για την κατηγορία ότι έκαψε ζωντανούς:
Την εν διαστάσει σύζυγό του Βασιλική Λυμπέρη, 24 ετών
Την πεθερά του Αντιγόνη Μάρκου, 55 ετών
Την κόρη του Παναγιώτα Λυμπέρη, 2½ ετών
Τον γιο του Γιώργο Λυμπέρη, ενός έτους
Το σατανικό σχέδιο
Ήταν τα Χριστούγεννα του 1971 όταν ο Λυμπέρης γνώριστηκε στην οδό Σωνιέρου με τρεις νεαρούς που έμεναν στην ίδια πολυκατοικία. Τον 20χρονο Αθανάσιο Σταμάτη, τον 25χρονο Θεόδωρο Καπρέτσο και τον 18χρονο Παύλο Αγγελόπουλο. Ένα βράδυ, εμφανώς πιωμένος, ο Λυμπέρης τους είπε ότι κάποιος φίλος του είχε κάψει το σπίτι και την οικογένειά του και δεν είχε συλληφθεί και ότι θα έκανε και αυτός το ίδιο.
Ο Αγγελόπουλος του είπε ότι δεν έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο και να λύσει "ειρηνικά" τις διαφορές του με τη σύζυγο και την πεθερά του. Ο Λυμπέρης ήταν όμως αποφασισμένος.
Λέγοντας στους υπόλοιπους ότι η πεθερά και η γυναίκα του είχαν μεγάλη περιουσία, προσπάθησε να πείσει αρχικά τον Αγγελόπουλο, υποσχόμενος ότι θα του αγοράσει αυτοκίνητο και θα του δώσει χρήματα, αν τον βοηθήσει, ενώ το ίδιο έγινε στη συνέχεια με τον Καπρέτσο και τον Σταμάτη.
Το φρικτό έγκλημα
Ο Λυμπέρης έπεισε τον Παύλο Αγγελόπουλο να βάλουν φωτιά στο σπίτι όπου έμενε η οικογένεια του ενώ θα έλειπαν όλοι απ' αυτό.
Ένα βράδυ, ο Λυμπέρης με τον Αγγελόπουλο πήγαν στο σπίτι στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου με ένα μπιτόνι βενζίνη. Τελικά δεν πραγματοποίησαν το σχέδιό τους είτε γιατί η βενζίνη ήταν λίγη είτε γιατί μέσα στο σπίτι βρίσκονταν και τα παιδιά.
Ωστόσο μερικές μέρες αργότερα έγινε τελικά το φρικτό έγκλημα. Στις 2.10 τη νύχτα της 5ης Ιανουαρίου 1972 ο Λυμπέρης, ο Αγγελόπουλος και ο Καπρέτσος μπήκαν στο αυτοκίνητο του πρώτου και ξεκίνησαν αποφασισμένοι να πραγματοποιήσουν όσα είχαν σχεδιάσει. Ο Λυμπέρης, ο οποίος είχε απειλήσει τους άλλους δύο ότι θα τους σκοτώσει αν μιλήσουν στην αστυνομία, αγόρασε από ένα πρατήριο υγρών καυσίμων στη Λεωφόρο Κηφισίας μεγάλη ποσότητα βενζίνης.
Φτάνοντας στο σπίτι άφησαν τον Καπρέτσο σαν τσιλιαδόρο να τους "σφυρίξει" αν έβλεπε ή άκουγε κάτι ύποπτο. Ο Αγγελόπουλος με δύο μπιτόνια βενζίνης προχώρησε προς την είσοδο. Ακολούθησε ο Λυμπέρης που κρατούσε το τρίτο μπιτόνι. Άνοιξε την πόρτα και άφησε το κλειδί πάνω στην κλειδαριά. Ο Αγγελόπουλος ξαφνικά μετάνιωσε, ο Λυμπέρης όμως τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει και έτσι συνέχισε τη δράση του. Με ένα μπιτόνι βενζίνη στα χέρια ο καθένας (το τρίτο το είχαν αφήσει στην είσοδο) μπήκαν στο σπίτι. Ο Αγγελόπουλος πήγε στο δωμάτιο που κοιμόταν η πεθερά του Λυμπέρη, ενώ δίπλα της σε μία κούνια κοιμόταν το αγοράκι. Ο Λυμπέρης πήγε στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η γυναίκα του με την μικρή κόρη τους. Πρώτος ο Αγγελόπουλος άδειασε τη βενζίνη στο δωμάτιο της πεθεράς του Λυμπέρη. Άναψε ένα σπίρτο, το οποίο έσπασε. Στη συνέχεια, άναψε και δεύτερο. Το ίδιο έκανε και ο Λυμπέρης στο άλλο δωμάτιο.
Ακολούθησαν κόλαση φωτιάς, εκρήξεις και κραυγές απόγνωσης από τις δύο γυναίκες και τα μικρά παιδιά. Παντού φλόγες και καπνοί. Η Βασιλική πετάχτηκε από το κρεβάτι της και προσπάθησε να τηλεφωνήσει στην Αστυνομία και την Πυροσβεστική, όμως ο Λυμπέρης με μίσος και μανία την έπιασε από τα μαλλιά και την έριξε στις φλόγες, ενώ παράλληλα καθώς ήταν πεσμένη κάτω, την πατούσε στο στήθος με το πόδι για να μην γλιτώσει, λέγοντας της "τώρα θα τα πληρώσεις όλα...".
Ο Αγγελόπουλος ακούγοντας τις κραυγές των γυναικών και των παιδιών, λύγισε. Πήρε το τρίτο μπιτόνι με τη βενζίνη και προσπάθησε να το αδειάσει πάνω στον Λυμπέρη για να τον κάψει. Αργότερα ισχυρίστηκε ότι το έκανε αυτό επειδή ο Λυμπέρης τους είπε ψέματα πως τα παιδιά δεν ήταν στο σπίτι. Τελικά ο Λυμπέρης κρύφτηκε πίσω από μία πόρτα και γλίτωσε. Αμέσως μετά, Λυμπέρης, Αγγελόπουλος και Καπρέτσος επέστρεψαν στην Πλατεία Βάθη.
Ο Λυμπέρης που είπε στους άλλους δύο "ό,τι έγινε έγινε, μη μιλήσει κανείς", είχε εγκαύματα στο πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια, ενώ τα ρούχα των δύο δραστών είχαν καεί σε αρκετά σημεία. Αφού άλλαξαν, έδωσαν τα καμένα ρούχα στον Σταμάτη ο οποίος τα πέταξε σε ένα κάδο απορριμμάτων.
Η αποκάλυψη των δολοφόνων
Ο Λυμπέρης είχε συμβουλεύσει τους συνεργούς του να πουν ότι μέχρι τα μεσάνυχτα έπαιζαν χαρτιά και έπειτα κοιμήθηκαν για να πάνε το πρωί στις δουλειές τους. Για τα εγκαύματά του ο ίδιος θα ισχυριζόταν ότι πήρε φωτιά το καμινέτο ενώ έφτιαχνε καφέ και κάηκε. Μάλιστα στον πατέρα του που του τηλεφώνησε να μάθει τι έγινε, έκανε τον ανήξερο. Βέβαιος ότι και τα τέσσερα μέλη της οικογένειάς του ήταν νεκρά, ξεκίνησε και πήγε στο σπίτι στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου. Πολύς κόσμος ήταν μαζεμένος.
Όλοι πίστευαν ότι το σπίτι πήρε φωτιά από τη σόμπα ή κάποιο άλλο τυχαίο γεγονός. Ο Λυμπέρης φαινόταν θλιμμένος και συγκλονισμένος από το κακό που τον βρήκε. Εκείνη τη μέρα κυκλοφόρησαν έκτακτες εκδόσεις για το περιστατικό το οποίο απέδιδαν σε τυχαίο γεγονός. Ο Λυμπέρης όταν διάβασε τα όσα γράφονταν ήταν πλέον σίγουρος ότι έχει διαπράξει το τέλειο έγκλημα.
Λίγες ώρες αργότερα ο Λυμπέρης οδηγήθηκε στο Τμήμα Χαλανδρίου και ανακρίθηκε. Αρχικά είπε όλα όσα είχε προετοιμάσει από πριν. Σύντομα κλήθηκαν για κατάθεση και οι Αγγελόπουλος-Καπρέτσος. Ο Λυμπέρης αν και δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τα εκτεταμένα εγκαύματα, εξακολουθούσε να παριστάνει τον αθώο.
Το λάθος του Λυμπέρη ήταν ότι δεν είχε υπολογίσει στην μαρτυρία της μοναχής Φιλοθέης. Όταν η Βασιλική μεταφέρθηκε μισοπεθαμένη και με καθολικά εγκαύματα στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών εκεί την περίμενε η μοναχή η οποία ήταν θεία της. Λίγο πριν ξεψυχίσει πρόλαβε να της πει ότι ο πρώην σύζυγός ήταν αυτός που την έκαψε.
Όταν λοιπόν έφτασε στο τμήμα η μοναχή Φιλοθέη που αποκάλυψε ό,τι της είχε πει η Βασιλική, ο Λυμπέρης που νόμιζε ότι η σύζυγός του ήταν νεκρή, λύγισε και ομολόγησε. Το ίδιο έκαναν μετά και οι δύο συνεργοί του. Την επόμενη ημέρα έγινε η αναπαράσταση του εγκλήματος. 1.500 άτομα είχαν συγκεντρωθεί, τα οποία έβριζαν και καταριόνταν τους φονιάδες, ενώ ζητούσαν να τους εκτελέσουν. Η υπόθεση για πολλές μέρες απασχόλησε την κοινή γνώμη, ενώ το γεγονός μεταδόθηκε και στο εξωτερικό από τα διεθνή πρακτορεία.
Η δίκη
Η εκδίκαση της υπόθεσης ξεκίνησε στις 5 Μαΐου 1972, ημέρα Παρασκευή. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Κ. Ποταμιάνος και εισαγγελέας ο Γ. Δημητριάδης. Ο Λυμπέρης στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι αιτία για τα προβλήματα στον γάμο του ήταν η πεθερά του. Πίστευε ότι αν έκαιγε το σπίτι η γυναίκα του και τα παιδιά του θα ερχόταν να μείνουν μαζί του.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι γνώριζε πως η Βασιλική και τα δύο μικρά βρίσκονταν εκείνο το βράδυ στο σπίτι και πως ζήτησε και μόνος του από τον ανακριτή να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου αν οι Αρχές πίστευαν ότι είχε σκοπό να κάψει τέσσερις ανθρώπους. Οι άλλοι τέσσερις κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν την τους και δήλωσαν μετανιωμένοι. Το μεσημέρι της Κυριακής 7 Μαΐου 1972, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του.
Ο Λυμπέρης και ο Αγγελόπουλος καταδικάστηκαν 4 φορές σε θάνατο, ο Καπρέτσος σε ισόβια κάθειρξη και ο Σταμάτης σε φυλάκιση τριών ετών. Το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα στο άκουσμα των ποινών. Ο Λυμπέρης μεταφέρθηκε αρχικά στις φυλακές της Αίγινας, όπου κρατήθηκε σε ειδικό χώρο και όχι σε κελί, από φόβο μήπως οι άλλοι κρατούμενοι τον κακοποιήσουν ή τον σκοτώσουν.
Η εκτέλεση
Η εκτέλεση του Λυμπέρη έγινε τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου 1972 στο πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (ΣΕΑΠ), στην περιοχή Δύο Αοράκια του Ηρακλείου Κρήτης. Τον Λυμπέρη φόνευσε 12μελές εκτελεστικό απόσπασμα (μόνο τα 6 όπλα περιείχαν αληθινά πυρά), κι ενώ ως τότε ήταν κρατούμενος στις φυλακές Αλικαρνασσού. Στον μελλοθάνατο λίγη ώρα πριν την εκτέλεση είχε επιτραπεί να συντάξει επιστολή προς την μητέρα του. Νωρίτερα είχε κατατεθεί αίτηση από τους συνηγόρους του προς το Συμβούλιο Χαρίτων ώστε να του αποδοθεί χάρη, ωστόσο η αίτηση απορρίφθηκε παμψηφεί.
Την ίδια μέρα και ώρα επρόκειτο να εκτελεστεί στην Κέρκυρα και ο άλλος καταδικασθείς για την ίδια υπόθεση, Παύλος Αγγελόπουλος. Νωρίτερα είχε κατατεθεί και για εκείνον αίτηση προς το Συμβούλιο Χαρίτων, η οποία επίσης απορρίφθηκε, όμως με ψήφους 4 προς 3. Τη γνωμοδότηση του συμβουλίου υπέγραψε ο υπουργός Δικαιοσύνης Άγγελος Τσουκαλάς, δεν την επικύρωσε όμως ο αντιβασιλέας (δηλαδή ο δικτάτορας Παπαδόπουλος). Τελικά με το σκεπτικό του νεαρού της ηλικίας (δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τη στιγμή της τέλεσης του εγκλήματος) η εκτέλεση ανεστάλη, ενώ το 1975 μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 του απονεμήθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε, έχοντας μείνει πάνω από 20 χρόνια στη φυλακή.
Οι σατανάδες της νύχτας
Η υπόθεση Λυμπέρη μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1972 έγινε η πρώτη προβολή της ταινίας "Σατανάδες της Νύχτας" που ήταν βασισμένη στα γεγονότα που αναφέραμε. Σκηνοθέτης της ταινίας ήταν ο Μάριος Ρετσίλας και σεναριογράφος ο Βασίλης Μανουσάκης. Τον Βασίλη Λυμπέρη ενσάρκωσε ο έξοχος ηθοποιός Γιάννης Κατράνης.
Ποιες χώρες έχουν καταργήσει τη θανατική ποινή και ποιες τη διατηρούν
Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, περισσότερο από τα δύο τρίτα των χωρών του κόσμου έχουν καταργήσει τη θανατική καταδίκη διά νόμου ή στην πράξη. Οι αριθμοί είναι οι εξής:
Κράτη που κατήργησαν την ποινή για όλα τα εγκλήματα: 97
Κράτη που κατήργησαν την ποινή για κοινά εγκλήματα: 8
Κράτη που κατήργησαν την ποινή στην πράξη: 35
Συνολικός αριθμός κρατών που κατάργησαν τη θανατική ποινή νομοθετικά ή στην πράξη: 140
Κράτη που διατηρούν τη θανατική ποινή: 58
Στη συνέχεια ακολουθούν λίστες κρατών για τις τέσσερις κατηγορίες: που την έχουν καταργήσει για όλα τα εγκλήματα, που την έχουν καταργήσει για μόνο κοινά εγκλήματα, που την έχουν καταργήσει στην πράξη και αυτά που τη διατηρούν.
1. ΚΡΑΤΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Χώρες που δεν προβλέπουν τη θανατική καταδίκη για οποιοδήποτε έγκλημα:
Αλβανία, Ανδόρα, Αγκόλα, Αργεντινή, Αρμενία, Αυστραλία, Αυστρία, Αζερμπαϊτζάν, Βέλγιο, Μπρούτα, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Μπουρούντι, Καμπότζη, Καναδάς, Πράσινο Ακρωτήριο, Κολομβία, Νήσοι Κουκ, Κόστα Ρίκα, Κροατία, Κύπρος, Τσεχία, Δανία, Τζιμπουτί, Δομινικανή Δημοκρατία, Εκουαδόρ, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γκαμπόν, Γεωργία, Γερμανία, Ελλάδα, Γουινέα-Μπισσάου, Αϊτή, Χόλι Σι, Ονδούρα, Ουγγαρία, Ισλανδία, Ιρλανδία, Ιταλία, Κιριμπάτι, Κιργιστάν, Λετονία, Λιχνενστάιν, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μακεδονία, Μάλτα, Νήσοι Μάρσαλ, Μαυρίκιος, Μεξικό, Μικρονησία, Μολδαβία, Μονακό, Μαυροβούνιο, Μοζαμβίκη, Ναμίμπια, Νεπάλ, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Νικαράγουα, Νιούε, Νορβηγία, Παλάου, Παναμάς, Παραγουάη, Φιλιππίνες, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ρουάντα, Σαμόα, Σαν Μαρίνο, Σάο Τόμε και Πρινσίπο, Σενεγάλη, Σερβία (και Κόσοβο), Σεϋχέλλες, Σλοβακία, Σλοβενία, Νησιά του Σολομώντα, Βόρεια Αφρική, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία, Τιμόρ-Λέστε, Τόγκο, Τουρκία, Τουρκμενιστάν, Τουβαλού, Ουκρανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ουρουγουάη, Ουζμπεκιστάν, Βανουάτου, Βενεζουέλα.
2. ΚΡΑΤΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΚΟΙΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Τα κράτη των οποίων το νομικό πλαίσιο προβλέπει τη θανατική ποινή μόνο για ιδιαίτερα εγκλήματα, όπως εγκλήματα υπό το στρατιωτικό νόμο, ή εγκλήματα που διεξήχθησαν υπό ιδιαίτερες συνθήκες είναι:
Βολιβία, Βραζιλία, Χιλή, Ελ Σαλβαδόρ, Φίτζι, Ισραήλ, Καζακστάν, Περού.
3. ΚΡΑΤΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Κράτη που διατηρούν τη θανατική ποινή για κοινά εγκλήματα, όπως δολοφονία, αλλά θεωρείται ότι την έχουν καταργήσει στην πράξη, δηλαδή δεν έχουν εκτελέσει κανέναν τα προηγούμενα 10 χρόνια και πιστεύεται ότι έχουν μια πολιτική ή καθιερωμένη πρακτική μη διεξαγωγής εκτελέσεων:
Αλγερία, Μπενίν, Μπρουνέι, Μπουρκίνα Φάσο, Καμερούν, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, Κονγκό, Ερυθραία, Γκάμπια, Γκάνα, Γρενάδα, Κένυα, Λάος, Λιβερία, Μαδαγασκάρη, Μαλάουι, Μαλδίβες, Μάλι, Μαυριτανία, Μαρόκο, Μυανμάρ, Ναούρου, Παπούα, Νέα Γουινέα, Ρωσική Ομοσπονδία, Σιέρα Λεόνε, Νότια Κορέα, Σρι Λάνκα, Σουρινάμ, Σουαζιλάνδη, Τατζικιστάν, Τανζανία, Τόγκα, Τυνησία, Ζάμπια.
4. ΚΡΑΤΗ ΠΟΥ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝ ΤΗ ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ
Οι χώρες που διατηρούν τη θανατική ποινή για κοινά ποινικά αδικήματα είναι οι εξής:
Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες, Αφγανιστάν, Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, Αίγυπτος, Αιθιοπία, Βιετνάμ, Βόρειος Κορέα, Γουατεμάλα, Γουινέα, Ισημερινή Γουινέα, Ζιμπάμπουε, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ΗΠΑ, Ινδία, Ινδονησία, Ιράν, Ιράκ, Ιαπωνία, Ιορδανία, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Λευκορωσία, Λίβανος, Λεσότο, Λιβύη, Κατάρ, Κίνα, Κομόρες, Κούβα, Κοινοπολιτεία της Ντομίνικα, Κουβέιτ, Μαλαισία, Μογγολία, Μπαχάμες, Μπαχρέιν, Μπαγκλαντές, Μπαρμπάντος, Μπελίζε, Μποτσουάνα, Νιγηρία, Ομάν, Ομοσπονδία Αγίου Χριστοφόρου και Νέβις, Ουγκάντα, Πακιστάν, Παλαιστινιακή Αρχή, Σάντα Λουσία, Σαουδική Αραβία, Σιέρα Λεόνε, Σιγκαπούρη, Σομαλία, Σουδάν, Συνεργατική Δημοκρατία της Γουιάνας, Συρία, Ταϊβάν, Ταϊλανδή, Τζαμάικα, Τρινιδάδ και Τομπάγκο, Τσαντ, Υεμένη.