Μεγάλωσε στην πακιστανική κοινότητα στο Σκίπτον, 60 χλμ από το Ρόδεραμ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στάθηκε τυχερή κερδίζοντας υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, γεγονός που της άνοιξε την πόρτα σε σημαντικές θέσεις εργασίας και για μετεκπαίδευση στο Χάρβαρντ.
Σήμερα, η Ρουσβάνα Μπασίρ, είναι συνιδιοκτήτρια και Διευθύνουσα Σύμβουλος της πλατφόρμας Peek.com, ενός online ταξιδιωτικού περιοδικού που είναι ταυτόχρονα μηχανή κρατήσεων για διακοπές. Και μέσα σε 2 χρόνια έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία, έχοντας εξασφαλίσει μια εντυπωσιακή λίστα επενδυτών όπως ο Jack Dorsey (πρώην Δ/νων Σύμβουλος των American Apparel), ο Eric Schmidt της Google, και μια σειρά ονομάτων όπως οι Diane von Furstenberg, Tory Burch, και Piers Morgan, αλλά και διάσημους συνεργάτες που μοιράζονται με το κοινό της ιστοσελίδας τις εμπειρίες τους από διάφορους ταξιδιωτικούς προορισμούς.
Στα 31 της χρόνια έχει κατακτήσει πολλές διακρίσεις, κάποιες από τις οποίες είναι από το Vanity Fair, από το Forbes για τους επιχειρηματίες στον τομέα της Τεχνολογίας κάτω των 30 ετών, και έχει συμπεριληφθεί στη λίστα της Fast Company’s με τους 100 πιο δημιουργικούς ανθρώπους στον κόσμο.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν πάντα τόσο λαμπερά στη ζωή της. Πριν από 2 μέρες, η Ρουσβάνα Μπασίρ μοιράστηκε με όλο τον κόσμο μια ιστορία για το πώς «η κουλτούρα της ντροπής» διαιωνίζει την κακοποίηση των γυναικών σε κοινότητες μεταναστών.
Όταν ήμουν 10 ετών ένας γείτονας άρχισε να με κακοποιεί σεξουαλικά. Παράλυτη από ντροπή, δεν είπα τίποτα σε κανέναν.
«Μεγάλωσα σε μια μικρή κοινότητα μερικών εκατοντάδων Βρετανο-Πακιστανών στο Σκίπτον, λιγότερο από 60 χιλιόμετρα από Ρόδεραμ, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όταν ήμουν 10 ετών ένας γείτονας άρχισε να με κακοποιεί σεξουαλικά. Παράλυτη από ντροπή, δεν είπα τίποτα σε κανέναν.
Στα 18 μου χρόνια, στάθηκα τυχερή όταν κέρδισα υποτροφία για να σπουδάσω στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Ήμουν ενθουσιασμένη με τον συναρπαστικό νέο κόσμο γύρω μου και προσπάθησα απεγνωσμένα να χωρέσω σ' αυτόν. Φόρεσα τζιν, αποκάλυψα τους ώμους μου και έκοψα μαλλιά μου. Εκανα περισσότερο δημόσιες σχέσεις παρά σπουδές και έγινα πρόεδρος της φοιτητικής κοινότητας.
Μετά τις σπουδές μου, έκανα πρακτική στη Goldman Sachs, η οποία μου εξασφάλισε μια θέση εργασίας σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια στο Λονδίνο. Λίγα χρόνια μετά μετακόμισα στην Αμερική για να κάνω MBA στο Χάρβαρντ. Αλλά όλο αυτό το διάστημα, ήξερα ότι τα κορίτσια που είχαμε μεγαλώσει μαζί, δεν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες με μένα, και ότι ο άνδρας που με είχε κακοποιήσει, θα έκανε το ίδιο και σε άλλα κορίτσια.
Δεν μίλησα σε κανέναν, αλλά όλο αυτό το διάστημα, ήξερα ότι τα κορίτσια που είχαμε μεγαλώσει μαζί, δεν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες με μένα, και ότι ο άνδρας που με είχε κακοποιήσει, θα έκανε το ίδιο και σε άλλα κορίτσια.
Αρκετά χρόνια αργότερα, βρήκα τη δύναμη και το θάρρος να επιστρέψω και να καταθέσω μήνυση κατά του άνδρα που με είχε κακοποιήσει. Όταν μίλησα στην μητέρα μου για την κακοποίηση που είχα υποστεί εκείνη διαλύθηκε.
Ωστόσο, ο φόβος της μητέρας μου ήταν να μην πάω τον άνδρα εκείνον στα δικαστήρια γιατί θα ντρόπιαζα την οικογένεια. Ουσιαστικά, με παρακάλεσε να μην πάω στην αστυνομία.
Ωστόσο, ο φόβος της μητέρας μου ήταν να μην πάω τον άνδρα εκείνον στα δικαστήρια γιατί θα ντρόπιαζα την οικογένεια. Ουσιαστικά, με παρακάλεσε να μην πάω στην αστυνομία.
Αν ζούσα ακόμα εκεί, στο Σκίπτον, σε ένα περιβάλλον το οποίο ήξερα ότι είτε θα κατηγορούσε εμένα για την κακοποίηση, είτε θα με χαρακτήριζε ψεύτρα, δεν ξέρω αν θα προχωρούσα στην αποκάλυψη της ιστορίας.
Μόλις η αστυνομία ξεκίνησε την έρευνα, ήρθε και άλλο ένα θύμα στην επιφάνεια, άνδρας αυτή τη φορά. Ο Sohail περιέγραψε πώς κι αυτός είχε κακοποιηθεί από τον ίδιο άνθρωπο σχεδόν 20 χρόνια πριν από εμένα. Λόγω της συνδυασμένης μαρτυρίας μας, ο δράστης φυλακίστηκε για οκτώ χρόνια.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες ακόμα μια νεαρή γυναίκα από την κοινότητα, παίρνοντας θάρρος από τη δική μας περίπτωση, είπε ότι ένας συγγενής της την βίαζε για πολλά χρόνια. Την στηρίξαμε σε όλη τη διαδικασία στο δικαστήριο.
Αν και ο Sohail και εγώ είχαμε καταφέρει να απομακρύνουμε ένα αποδεδειγμένο παιδεραστή από την κοινότητα και βοηθήσαμε μια άλλη γυναίκα να βρει τη δύναμη να σταματήσει τα βασανιστήρια της, δεν ήμασταν ήμασταν καλοδεχούμενοι. Αντίθετα, μας απέφευγαν.»
Στις έρευνες που έγιναν, αποδείχτηκε ότι η κακοποίηση των κοριτσιών της κοινότητας αποκρύπτεται γιατί θεωρείται ντροπή για τις οικογένειες τους. Η Ρουσβάνα δηλώνει ότι αυτή η νοοτροπία της ντροπής πρέπει να αλλάξει.