Όταν το 2002 έβγαινε στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία «Οι Κόρες της Ντροπής», όπως αποδόθηκε στα ελληνικά ο τίτλος «The Magdalene Sisters», κανείς, ούτε ο βρετανός σκηνοθέτης Πίτερ Μιούλαν, δεν περίμενε ότι με καθυστέρηση σχεδόν ενός αιώνα, μια άτυπη «δικαιοσύνη», η δημοσιοποίηση, θα συναντούσε επιτέλους τα θύματα της πιο νοσηρής έκφανσης της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Η ταινία που βραβεύτηκε με τον Χρυσό Λέοντα στην Μόστρα αφηγούνταν την ιστορία τεσσάρων κοριτσιών, που διάγουν για τα δεδομένα της εποχής, δεκαετία του ’60, σε μια θεοκρατική σχεδόν Ιρλανδία, «έκλυτο βίο», και οδηγούνται για το λόγο αυτό σε ένα καθολικό ίδρυμα. Εκεί υποφέρουν τα πάνδεινα από τις Αδερφές του Ελέους, αφού είναι υποχρεωμένες να δουλεύουν σαν σκλάβες στα Πλυντήρια της Μαγδαληνής και να υπομένουν βασανιστήρια.
Ο Μιούλαν μετά την απονομή είχε δηλώσει ότι η ταινία του δεν μιλούσε μόνο για την Καθολική Εκκλησία και την καταπίεση που ασκεί στις νέες γυναίκες της Ιρλανδίας, αλλά για όλες τις θρησκείες που θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να καταπιέζουν τις γυναίκες. «Οι Κόρες της Ντροπής» είχαν προκαλέσει τότε ακόμα και το Βατικανό, με την επίσημη εφημερίδα LOsservatore Romano να χαρακτηρίζει την ταινία «κακόβουλη» και να της αποδίδει την πρόθεση να διαβάλει τους θρησκευτικούς ηγέτες.
Ομως ο δρόμος για την έρευνα μιας από τις πιο σκοτεινές σελίδες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αλλά και του ίδιου του ιρλανδικού κράτους είχε ανοίξει. Δυστυχώς για τα χιλιάδες θύματα, τα 10 χιλιάδες και πλέον κορίτσια η επίσημη συγγνώμη της ιρλανδικής κυβέρνησης δεν ήρθε ποτέ. Μια συγγνώμη που όπως λέει μια από τις επιζήσασες, «θα άξιζε περισσότερο κι από ένα εκατομμύριο δολάρια».
Οι κόρες της ντροπής που έζησαν σαν άλλες Μαγδαληνές στον σκληρό κόσμο των ταγμάτων των καθολικών καλογραιών ήταν ανύπαντρες μητέρες που υποχρεώνονταν να δίνουν τα παιδιά τους σε ιδρύματα που τελούσαν υπό την διοίκηση των μοναχών. Ενα έγκλημα διαρκείας από το 1926 έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 στην Καθολική Ιρλανδία. Μια τραγωδία που χώρισε μητέρες από τα παιδιά για πάντα και που άφησε ανεξίτηλα σημάδια σε χιλιάδες ανθρώπινες ζωές.
Εθαψαν το ένοχο μυστικό
Η υπόθεση επανήλθε στο προσκήνιο με αφορμή τις νέες αποκαλύψεις της ιστορικού Κάθριν Κόρλις που ανακοίνωσε πως κατάφερε να αποδείξει πως τα οστά τα οποία είχαν εντοπιστεί στον σηπτικό βόθρο ενός πρώην μοναστηριού στο Τούαμ της Ιρλανδίας ανήκαν σε περίπου 800 μωρά ανύπαντρων γυναικών που φιλοξενούνταν εκεί από τις μοναχές, την περίοδο από το 1925 μέχρι το 1961. Ο βόθρος, που ήταν γεμάτος με οστά, είχε ανακαλυφθεί το 1975 από κατοίκους της πόλης, όταν έσπασαν οι τσιμεντένιες πλάκες που τον κάλυπταν. Μέχρι σήμερα οι κάτοικοι πίστευαν ότι τα οστά ανήκαν σε θύματα του μεγάλου λιμού που έπληξε την Ιρλανδία το 1840. «Κάποιος μου ανέφερε την ύπαρξη ενός νεκροταφείου για νεογέννητα, όμως αυτό που ανακάλυψα ήταν κάτι παραπάνω από αυτό», λέει η ιστορικός. Ερευνώντας στα αρχεία του πρώην μοναστηριού, που σήμερα δεν υπάρχει πια, η Κόρλις ανακάλυψε ένα μητρώο θανάτων από το οποίο αφήνεται να εννοηθεί ότι 796 παιδιά ενταφιάστηκαν κρυφά, χωρίς φέρετρο και χωρίς ταφόπλακα, από τις αδελφές.
Με βάση το μητρώο αυτό, τα παιδιά πέθαναν από υποσιτισμό και διάφορες ασθένειες, όπως φυματίωση. Ο Ουίλιαμ Τζόζεφ Ντόλαν, συγγενής ενός παιδιού που έζησε στη μονή των Αδελφών του Ελέους, προσέφυγε στη δικαιοσύνη, ζητώντας να μάθει τι ακριβώς συνέβαινε εκεί. Ο αρχιεπίσκοπος του Δουβλίνου Ντάρμοντ Μάρτιν δήλωσε ότι επιθυμεί να γίνουν «ανασκαφές σε αυτό που ενδέχεται να είναι ανώνυμοι τάφοι», τονίζοντας ότι είναι αναγκαίο να επανεξεταστεί η ιστορία των ιδρυμάτων αυτών. Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Παιδείας της Ιρλανδίας Κιάραν Κάνον εξέφρασε την ελπίδα να διεξαχθεί επίσημη έρευνα από το κράτος.
Η υπόθεση της μονής του Τούαμ έρχεται να προστεθεί στις αποκαλύψεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια για την κακοποίηση παιδιών και γυναικών στα σχολεία και τα ιδρύματα που διεύθυναν καθολικές μοναχές στην Ιρλανδία επί πολλές δεκαετίες.
Δύο ταινίες, δέκα χιλιάδες ιστορίες
Η τραγωδία που παιζόταν επί δεκαετίες στα ιδρύματα της καθολικής εκκλησίας στην Ιρλανδία έγινε γνωστή στην διεθνή κοινή γνώμη κυρίως μέσα από την μεγάλη οθόνη. Το 2002, πριν από δώδεκα ολόκληρα χρόνια, βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία «Οι Κόρες της Ντροπής», όπως αποδόθηκε στα ελληνικά ο τίτλος «The Magdalene Sisters».
Μόλις πέρυσι, η «Φιλομένα», διεκδικούσε Οσκαρ . Η ταινία του Στίβεν Φρίαρς μετέφερε στην κινηματογραφική οθόνη την ιστορία της 80χρονης πλέον νοσοκόμας Φιλομένα Λι που υποχρεώθηκε στα 18 της να δώσει το παιδί της για υιοθεσία. «Του είπαν ότι δεν ήξεραν πού βρίσκομαι. Του είπαν ότι τον εγκατέλειψα έπειτα από δύο εβδομάδες», έλεγε η Λι για τον γιο της, τον Αντονι, τον οποίο απέκτησε το 1952. Ηταν 18 χρονών, ανύπαντρη και η οικογένειά της την εγκατέλειψε σε ένα μοναστήρι. Υπό αυτές τις συνθήκες, αναγκάστηκε να δώσει το γιο της σε μία οικογένεια Αμερικανών. Οι μοναχές όμως αρνούνταν να της αποκαλύψουν το όνομα των ανθρώπων που ανέλαβαν να τον μεγαλώσουν. Συντετριμμένη από την απώλεια, δεν μιλούσε καν για το γιο της για πενήντα χρόνια, μέχρι το 2002 όταν αποκάλυψε στα δύο της παιδιά- που απέκτησε έπειτα από το γάμο της- ότι είχαν έναν αδελφό. Η κόρη της, Τζέιν, την παρακίνησε να ψάξει ξανά να τον βρει, αλλά βίωσε μία ακόμη απώλεια. Εμαθε ότι ο Αντονι είχε πεθάνει από AIDS το 1995. Η επιθυμία του να ενωθεί με τη γυναίκα που τον έφερε στη ζωή ήταν τέτοια, που πριν πεθάνει ζήτησε από τον σύντροφό του να παραδώσει τη στάχτη του στις μοναχές, ώστε κάποια στιγμή να τον βρει η μητέρα του. Η ίδια μπορεί να μην κατάφερε να συναντηθεί με το γιο της, αλλά ξεκίνησε ένα πρότζεκτ με στόχο να βοηθά τα παιδιά να αποκτούν πρόσβαση στα αρχεία υιοθεσίας τους. Και πιστεύει ότι η ταινία θα συνδράμει ώστε να πετύχει το σκοπό της.
Οι «Μαγδαληνές» της Ιρλανδίας
Τα σκοτεινά κτήρια, με το σκούρο κεραμιδί τούβλο που δεσπόζουν ακόμη σε πολλές περιοχές της Ιρλανδίας, έμελλε να γίνουν η φυλακή για χιλιάδες κορίτσια, κάποιες από αυτές παιδιά, της Ιρλανδίας του 1920 αλλά και της Ιρλανδίας του 1996.. Τότε ήταν που έκλεισαν και τα τελευταία Πλυντήρια της Μαγδαληνής. Τα «Άσυλα» λειτουργούσαν υπό την διεύθυνση της Καθολικής Εκκλησίας. Οι τρόφιμες ήταν «προβληματικά» κορίτσια, άτομα με «παραβατική ή ανήθικη» συμπεριφορά, για τα δεδομένα της ιρλανδικής κοινωνίας, γυναίκες που διατηρούσαν σχέσεις εκτός γάμου, ανύπαντρες μητέρες αλλά πολύ συχνά και θύματα βιασμών ή κακοποίησης. Στάλθηκαν στα ιδρύματα παρά τη θέλησή τους για να απομακρυνθεί η «ντροπή» από την οικογένεια, είτε γιατί δεν υπήρχε οικογένεια. Για αρκετές περιπτώσεις υπήρξαν καταγγελίες ακόμη και για απαγωγές. Χιλιάδες κορίτσια 10χρονα, 12χρονα έως και 20χρονα υποχρεώθηκαν να πλένουν ρούχα χωρίς να πληρώνονται για φορείς που συμπεριλάμβαναν από τον ιρλανδικό στρατό έως ξενοδοχεία και εταιρείες Τα Πλυντήρια διοικούνταν από τάγματα καθολικών καλογραιών που όπως κατήγγειλαν τα θύματά τους λειτούργησαν σαν τους βασανιστές των Ναζί. Το κάθε ίδρυμα έβγαζε μόνο του τα έξοδά του και έκλεινε συμβόλαια ακόμα και με κυβερνητικούς φορείς, επιχειρήσεις ή τον στρατό. Περίπου 10.000 γυναίκες πέρασαν από αυτά (οι περισσότερες για μερικούς μήνες, αρκετές για πέντε ή και δέκα χρόνια) και μόνο προς το τέλος της δεκαετίας του 1990, όταν πλέον έκλεισαν, άρχισαν να έρχονται στο φως ιστορίες σωματικής, ψυχολογικής και σεξουαλικής κακοποίησης.
Από τον ΟΗΕ στην επιτροπή ΜακΑλις
Το 2011, η «Επιτροπή Κατά των Βασανιστηρίων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών» διέταξε την ιρλανδική κυβέρνηση να συστήσει μία επιτροπή έρευνας για τη μεταχείριση της οποίας έτυχαν χιλιάδες ανήλικα κορίτσια και ανήλικες γυναίκες. Η ιρλανδική κυβέρνηση όρισε μια επιτροπή με επικεφαλής τον γερουσιαστή, Μάρτιν ΜακΑλις, για να διαπιστώσει την εμπλοκή του κράτους. Πολλές από τις γυναίκες κατήγγειλαν βασανισμούς, από αποκλεισμό, σωματική και ψυχική βία, σεξουαλική κακοποίηση, ασιτία…
Η Μορίν που έγινε Φρανσίς και έχασε τα πάντα
Η 60χρονη σήμερα Μορίν Σάλιβαν στάλθηκε σε ένα Πλυντήριο της Μαγδαληνής σε ηλικία 12 ετών. Ο πατέρας της είχε πεθάνει αφήνοντας τη μητέρα της χήρα με τρία παιδιά. Η Μορίν ισχυρίζεται ότι ο πατριός της την κακοποιούσε. ‘Ενας ιερέας έπεισε την μητέρα της να την πάρει από το σχολείο και να πάει σε ένα άλλο «χαριτωμένο σχολείο». Αφού κλείστηκε στο ίδρυμα δεν ξαναπήγε στο σχολείο και της άλλαξαν το μικρό όνομα, ήταν πια η Φρανσίς… Δούλευε από τα ξημερώματα ως το βράδυ πλένοντας, σφουγγαρίζοντας, και φτιάχνοντας κομπολόγια. Ελάχιστα είδε τους δικούς για τέσσερα χρόνια που εργαζόταν εκεί. Μόλις ζήτησε, μετά από προτροπή της μητέρας της, να αρχίσουν να την πληρώνουν, την έδιωξαν την άλλη ημέρα για την πόλη της με πέντε λίρες στην τσέπη και σοβαρά προβλήματα αυτοεκτίμησης και έλλειψης εμπιστοσύνης για τους συνανθρώπους της. «Μου τα πήραν όλα: το όνομά μου, τα δικαιώματά μου ως παιδί να βγω έξω και να παίξω με άλλα παιδιά, το δικαίωμά μου να επικοινωνώ με τους άλλους» λέει η Μορίν,
Η πρώην τρόφιμος Μέρι-Τζο ΜακΝτόνα λέει ότι τα Άσυλα της Μαγδαληνής ήταν πολύ χειρότερα από ότι απεικονίστηκαν στην οθόνη. Το τελευταίο ίδρυμα έκλεισε το 1996 και τα θύματα των Ασύλων της Μαγδαληνής, τα οποία δεν είχαν αναγνωριστεί ως θύματα, δεν αποζημιώθηκαν ούτε τους ζητήθηκε ποτέ συγγνώμη.
Η «μισή» συγγνώμη της Ιρλανδίας
Πέρυσι ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας, Eντα Κένυ προσπάθησε να «χρυσώσει» το χάπι, προκαλώντας την οργή των θυμάτων αλλά και της αντιπολίτευσης. Ο Κένυ δεν ζήτησε δημόσια συγγνώμη από τα θύματα των Πλυντηρίων ούτε από τους συγγενείς των θυμάτων, που έχασαν την ζωή τους είτε μέσα στα ιδρύματα, είτε εξαιτίας του εφιάλτη που τις κατέτρεχε τα υπόλοιπα χρόνια.
Ζήτησε συγγνώμη μόνο για τον στιγματισμό και τις συνθήκες που υφίστανται οι γυναίκες που ήταν τρόφιμοι των Πλυντηρίων Μαγδαληνή, δηλώνοντας ότι είχαν λειτουργήσει σε μια «σκληρή και ανυποχώρητη Ιρλανδία,» αλλά σταμάτησε την ομιλία του ακριβώς πριν από μια επίσημη συγγνώμη από την κυβέρνηση.
Ο ίδιος εξήγησε μάλιστα ότι η έρευνα ΜακΑλις δίνει μια περίπλοκη εικόνα, ακριβέστερη από τις «μονόπλευρες» όπως τις χαρακτήρισε αναφορές σε έργα και ταινίες. Η έρευνα δεν επιβεβαιώνει περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης και σημειώνει πως δεν βρέθηκαν ενδείξεις ότι γυναίκες γέννησαν μέσα σε αυτά τα ιδρύματα ή πώς πολλές από τις έγκλειστές ήταν πόρνες. Μάλιστα κατά την έκθεση το 19% των ανήλικων κοριτσιών πέρασε το κατώφλι των ιδρυμάτων με τη θέλησή του.
Info
- Τα «άσυλα της Μαγδαληνής», όπως λέγονταν αρχικά, λειτούργησαν το 1765 για κορίτσια προτεσταντών
- Αρχικά ήταν προσωρινά «καταφύγια για αμαρτωλές».
- Τον 20 αιώνα άρχισαν να δέχονται ανύπαντρες μητέρες, γυναίκες με μαθησιακές δυσκολίες και κακοποιημένα κορίτσια.
- ‘Ενα στα τέσσερα κορίτσια είχε καταλήξει εκεί με απόφαση κάποιου κρατικού αξιωματούχου (δικαστή, κοινωνικού λειτουργού, σχολικού επιθεωρητή), συνήθως για να μην πάει στη φυλακή.
- Το πρώτο Ασυλο για καθολικές ανήλικες ιδρύθηκε στο Κορκ το 1890
- Τη χρονική περίοδο 1922-1996 λειτούργησαν 10 τέτοια ιδρύματα, Πλυντήρια της Μαγδαληνής στην Ιρλανδία.
- Ο στρατός, κυβερνητικές υπηρεσίες, ξενοδοχεία, ακόμη και η Guinness είχαν συνάψει συμβόλαια για την παροχή υπηρεσιών.
- Το τελευταίο άσυλο στην Ιρλανδία ήταν αυτό του Γουότερφορντ που έκλεισε το 1996
- Τέσσερα τάγματα καθολικών καλογραιών διοικούσαν τα ιδρύματα.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr