Τις τυπικές εγκρίσεις από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (SSM) και την Τράπεζα της Ελλάδος έλαβε η Viva Wallet εννέα μήνες μετά την ανακοίνωση του πολύκροτου deal με την JP Morgan.
Πηγές με γνώση των διαδικασιών αναφέρουν στο Capital.gr ότι το "ζήτημα του εποπτικού ελέγχου έχει λήξει" και το μέλλον της εξαγοράς του πρώτου ελληνικού unicorn από τον αμερικανικό κολοσσό βρίσκεται πλέον στα χέρια των δύο πλευρών.
Σύμφωνα με τον κανονισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε περιπτώσεις εξαγοράς σημαντικού μεριδίου σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της Ευρωζώνης -ακόμη και όταν δεν θεωρείται συστημικό- η άδεια λαμβάνεται από τον SSM, ενώ για το ίδρυμα πληρωμών Viva Payments αρμόδια είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.
Το διάστημα που μεσολάβησε από τον περασμένο Φεβρουάριο όπου η Viva κατέθεσε το αίτημα έγκρισης της συμφωνίας εξαγοράς, μέχρι και πρόσφατα, οι δύο κεντρικές τράπεζες συντόνισαν τις ενέργειές τους προκειμένου οι διαδικασίες να "τρέξουν" παράλληλα όλες οι απαραίτητες διαδικασίες ελέγχου του υποψήφιου αγοραστή.
Οι όροι της συμφωνίας
Παρότι οι ανακοινώσεις που έκαναν διαδοχικά τον περασμένο Ιανουάριο (JP Morgan) και Μάρτιο (Viva Wallet) δεν αποσαφηνίζουν τους οικονομικούς όρους της συναλλαγής, η αποτίμηση του ελληνικού unicorn εκτιμήθηκε στο κλείσιμο του deal ότι αγγίζει τα επίπεδα των 2 δισ. δολαρίων.
Ο αμερικανικός όμιλος αναμένεται να αποκτήσει μερίδιο 47% στο μετοχικό κεφάλαιο της Viva Wallet εξαγοράζοντας τα ποσοστά που έχουν στην ψηφιακή τράπεζα το fund Hedosophia (24%), το family office Λάτση (13%) και η Deca (10%).
Η προκαταρκτική συμφωνία των μετόχων προβλέπει, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι οι ιδρυτές της εταιρείας Χάρης Καρώνης και Μάκης Αντύπας θα παραμείνουν οι πλειοψηφούντες μέτοχοι διατηρώντας τον διοικητικό έλεγχο με το ποσοστό 51,5% που κατέχουν αθροιστικά.
Τα μελλοντικά σχέδια
Τα επικαιροποιημένα μελλοντικά σχέδια της Viva αναμένεται να ανακοινωθούν μόλις πραγματοποιηθεί η συναλλαγή και "κλειδώσει" η νέα μετοχική σύνθεση της εταιρείας. "Η όποια συναλλαγή στο business plan θα γίνει μετά την αλλαγή στο cap table" αναφέρουν πηγές με γνώση των διαδικασιών.
Σε αυτά περιλαμβάνεται, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες του capital.gr η παροχή πιστώσεων (δανείων) στο δίκτυο των συνεργαζόμενων εμπόρων μέσω της μόχλευσης επενδυτικών κεφαλαίων που θα αντλεί η Viva μέσω ειδικής πλατφόρμας και τα οποία θα μεταφέρονται σε όχημα ειδικού σκοπού (SPV).
Με τον τρόπο αυτό, η Viva δεν θα αναλαμβάνει πιστωτικό κίνδυνο, δηλαδή δεν θα ρισκάρει να "φορτωθεί" με κόκκινα δάνεια, καθώς βάσει του συγκεκριμένου μοντέλου οι επενδυτές θα δανείζουν ουσιαστικά τους πελάτες της Viva και όχι οι καταθέτες της όπως συμβαίνει στις εμπορικές τράπεζες.
Το μοντέλο της Viva
O όμιλος εταιρειών Viva περιλαμβάνει τη μητρική Viva Wallet Holdings SA και τις θυγατρικές Viva Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες ΑΕ (www.viva.gr), Viva Υπηρεσίες Πληρωμών ΑΕ (www.vivapayments.com) και Vivabank -πρώην Praxia Bank την οποία εξαγόρασε το 2020 εξασφαλίζοντας έτσι τραπεζική άδεια.
Η Viva Wallet ιδρύθηκε στην Ελλάδα το 2000 και αδειοδοτήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Ίδρυμα Ηλεκτρονικού Χρήματος (Viva Payments). Μέσω της δυνατότητας passporting, όμως, επεκτάθηκε σταδιακά σε 24 ευρωπαϊκές χώρες όπου προσφέρει σήμερα τις υπηρεσίες της.
Το καινοτόμο επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο κέντρισε το επενδυτικό ενδιαφέρον της JP Morgan Payments, εστιάζει στην παροχή καινοτόμων λύσεων πληρωμών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και, ειδικότερα, στους εμπόρους.
Στις εν λόγω υπηρεσίες περιλαμβάνεται η τεχνολογία tap-to-device, η παροχή ταμειακής πίστωσης, η πληρωμή λογαριασμών, η διαχείριση εξόδων, η έκδοση digital χρεωστικών καρτών, η εκταμίευση μετρητών, οι δωροκάρτες και τα προγράμματα επιβράβευσης.