Έπειτα από δύο δύσκολες χρονιές για την ελληνική ελαιοκομία, όπου η μειωμένη παραγωγή και οι υψηλές τιμές στο ράφι δοκίμασαν αντοχές παραγωγών και καταναλωτών, φέτος όλα δείχνουν ότι η αγορά επανέρχεται σε κανονικά επίπεδα.
Οι πρώτες εκτιμήσεις δείχνουν μια φυσιολογική παραγωγή που, αν επιβεβαιωθεί, θα οδηγήσει σε σταθεροποίηση των τιμών σε επίπεδα πιο προσιτά για τον καταναλωτή και βιώσιμα για τον παραγωγό.
Η ερχόμενη παραγωγή ελαιόλαδου στις κυριότερες ελαιοπαραγωγικές χώρες της Μεσογείου παρουσιάζει φέτος έντονη ανομοιομορφία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις διεθνών εμπειρογνωμόνων, η παραγωγή προβλέπεται πολύ υψηλή στην Τυνησία και το Μαρόκο, κοντά στον μέσο όρο σε Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα, ενώ πολύ χαμηλή στην Τουρκία.
Στην Ελλάδα, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 210.000 έως 230.000 τόνους, ήτοι 90.000 τόνους στην Πελοπόννησο, 50.000 τόνους στην Κρήτη, 30.000 τόνους στα νησιά και 50.000 τόνους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Πρόκειται για μια ποσότητα που χαρακτηρίζεται καλή, με βάση τις συνθήκες των τελευταίων ετών. Πέρσι, η παραγωγή είχε αγγίξει τους 250.000 τόνους, έπειτα από δύο ιστορικά χαμηλές χρονιές που προκάλεσαν εκτίναξη των τιμών στο ράφι.
Η αγορά ξαναβρίσκει ρυθμό
"Είναι μια χρονιά με φυσιολογική παραγωγή και αυτό σημαίνει ισορροπία στην αγορά", σημειώνει ο Μανώλης Γιαννούλης, πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιόλαδου (ΕΔΟΕ).
Όπως εξηγεί, μετά τις ελλείψεις των ετών 2022-2024, που εκτόξευσαν τις τιμές παραγωγού μέχρι και στα 10 ευρώ το κιλό, η αγορά δείχνει να ανασαίνει.
Οι τιμές του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου αναμένεται φέτος να κυμανθούν μεταξύ 4,5 και 5 ευρώ το κιλό για τον παραγωγό, κάτι που μεταφράζεται σε λιανική τιμή 7 έως 8 ευρώ το λίτρο. Πρόκειται, όπως λέει ο κύριος Γιαννούλης, για μια "λογική τιμή που επιτρέπει στον καταναλωτή να αγοράσει και στον παραγωγό να καλλιεργήσει με αξιοπρέπεια".
Η σταθεροποίηση αυτή θεωρείται θετική εξέλιξη και για τη λειτουργία της αγοράς. Οι ακραίες τιμές των τελευταίων ετών είχαν οδηγήσει σε πτώση της κατανάλωσης έως και 40%, καθώς πολλοί καταναλωτές στράφηκαν σε υποκατάστατα ή περιόρισαν την κατανάλωση ελαιόλαδου στο ελάχιστο.
Πλέον, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΔΟΕ, το 25% αυτής της απώλειας έχει ανακτηθεί, ενώ και στα ράφια των σούπερ-μάρκετ αποτυπώνεται η εξισορρόπηση των τιμών καταναλωτή. Για παράδειγμα, η τιμή γνωστής μάρκας εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου ξεκινά από 7,95 ευρώ/λίτρο, όταν πέρσι άγγιζε τα 15 ευρώ. Για το κλασικό ελαιόλαδο, οι τιμές ξεκινούν από 6,95 ευρώ/λίτρο, έναντι 11-12 ευρώ την προηγούμενη χρονιά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από το ιστορικό υψηλό του Ιουλίου 2024, οι τιμές έχουν υποχωρήσει κατά 62,8%, γεγονός που σηματοδοτεί επιστροφή στην ομαλότητα.
Η πληγή του χύμα ελαιόλαδου
Παρά τη θετική πορεία στις τιμές, η ελληνική αγορά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το χρόνιο πρόβλημα της διακίνησης χύμα ελαιόλαδου σε τενεκέδες. Αν και η πρακτική αυτή απαγορεύεται εδώ και δύο δεκαετίες, εξακολουθεί να ανθεί, στερώντας εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από τα κρατικά ταμεία.
"Η διαφεύγουσα φορολογητέα ύλη από τη διακίνηση του τενεκέ υπολογίζεται μεταξύ 300 και 600 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ οι απώλειες ΦΠΑ αγγίζουν τα 55-73 εκατ. ευρώ", σημειώνει ο κ. Γιαννούλης.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και ποιοτικό. Στην Ελλάδα θεωρείται φυσιολογικό να αγοράζει κάποιος λάδι από γνωστούς, χωρίς καμία ένδειξη προέλευσης ή ποιοτικό έλεγχο – κάτι αδιανόητο για τις υπόλοιπες ελαιοπαραγωγικές χώρες. Το αποτέλεσμα είναι το τυποποιημένο ελαιόλαδο να έχει υποχωρήσει από 40.000 τόνους πριν από 15 χρόνια σε μόλις 18.000 σήμερα, προσπαθώντας να ανακτήσει χαμένο έδαφος.
Καθοριστικός παράγοντας ο καιρός
Οι καιρικές συνθήκες παραμένουν ο παράγοντας-κλειδί για την πορεία του ελαιόλαδου. Μέχρι στιγμής, το φθινόπωρο εξελίσσεται ευνοϊκά, με αρκετές βροχές και φυσιολογικές θερμοκρασίες.
Αν δεν υπάρξουν ακραία φαινόμενα –όπως παρατεταμένη ανομβρία ή υψηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα– η φετινή παραγωγή αναμένεται να κυλήσει ομαλά.
"Αν ο καιρός μας βοηθήσει, θα δούμε μια αγορά που κινείται ήρεμα και σταθερά. Αν όμως υπάρξει ξηρασία ή ζέστη, τότε οι τιμές μπορεί να ανατιμηθούν ξανά", προειδοποιεί ο πρόεδρος της ΕΔΟΕ.
Με το βλέμμα στην Ισπανία
Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των διεθνών τιμών ελαιόλαδου εξακολουθεί να έχει η Ισπανία, η οποία παράγει σχεδόν το 45% της παγκόσμιας ποσότητας.
Σύμφωνα με την επίσημη πρόβλεψη του ισπανικού υπουργείου Γεωργίας (MAPA), η παραγωγή για την περίοδο 2025/2026 αναμένεται να φτάσει τους 1.371.938 τόνους – ποσότητα ελαφρώς μειωμένη κατά 3% σε σχέση με πέρυσι, αλλά 19% υψηλότερη από τον μέσο όρο των έξι προηγούμενων εσοδειών.
Οι ανοιξιάτικες βροχές ευνόησαν την ανθοφορία και την καρπόδεση, ωστόσο οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού μείωσαν την τελική απόδοση σε αρκετές περιοχές. Παρά τη γενικά καλή εικόνα, οι ισπανικοί συνεταιρισμοί προειδοποιούν ότι η παρατεταμένη ξηρασία και τα χαμηλά αποθέματα –περίπου 290.000 τόνοι– ενδέχεται να προκαλέσουν νέες πιέσεις στην αγορά τους επόμενους μήνες.
Οι συνεταιρισμοί εκτιμούν ότι, με τη σταθερή διεθνή ζήτηση για πάνω από 1 εκατ. τόνους εξαγωγών και περίπου 500.000 τόνους εσωτερικής κατανάλωσης, η αγορά ελαιόλαδου θα κινηθεί σε ένα εύθραυστο ισοζύγιο προσφοράς και ζήτησης – με τον κίνδυνο νέων διακυμάνσεων στις τιμές, αν οι καιρικές συνθήκες επιδεινωθούν.
Η νέα ισορροπία
Στην Ελλάδα, η φετινή σεζόν φαίνεται να δίνει τέλος στην εποχή των ακραίων διακυμάνσεων. Οι τιμές, αν παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με την αγοραστική δύναμη, μπορούν να στηρίξουν μια σταθερή αγορά και να επιτρέψουν την ανασύνταξη του κλάδου.
Η πρόκληση ωστόσο παραμένει: η ενίσχυση της τυποποίησης, η προστασία της ποιότητας και η αντιμετώπιση της παραοικονομίας.
Όπως λένε οι άνθρωποι του κλάδου, το ελαιόλαδο δεν είναι απλώς προϊόν – είναι πολιτισμός, καιρός είναι να αρχίσει να αντιμετωπίζεται έτσι σε όλα τα επίπεδα της αγοράς.
Πηγή: capital