X

Ελληνική πρωτιά στη "μάχη" της κρουαζιέρας

Κερδίζει τη "μάχη" του ανταγωνισμού για την κρουαζιέρα στη Μεσόγειο η Ελλάδα το φετινό καλοκαίρι.

Γράφει: TheToc team

Κερδίζει τη "μάχη" του ανταγωνισμού για την κρουαζιέρα στη Μεσόγειο η Ελλάδα το φετινό καλοκαίρι, αλλά παραμένει ακόμη μακριά από τα έσοδα που καταγράφηκαν στην τελευταία "κανονική" τουριστική χρονιά (2019).

Έρευνα της ναυτιλιακής πύλης MarineTraffic (https://www.marinetraffic.com/) κατέδειξε ότι κατά το διάστημα 9 Ιουλίου - 9 Αυγούστου 2021, έφτασαν στη Μεσόγειο 467 κρουαζιερόπλοια (χωρητικότητας άνω των 49.999 τόνων), όταν τις ίδιες ημέρες πέρυσι, οι αντίστοιχες αφίξεις ήταν μόλις 43, λόγω της εμφάνισης της πανδημίας. Το 2019 τα συνολικά calls στην περιοχή ήταν 1.098.

Όπως φαίνεται από τα στοιχεία της έρευνας, τα ελληνικά λιμάνια είναι αυτά με τη μεγαλύτερη δραστηριότητα στην περιοχή της Μεσογείου. Ειδικότερα, ο Πειραιάς κατέγραψε 39 προσεγγίσεις πλοίων το προαναφερθέν χρονικό διάστημα και ακολούθησε το ιταλικό λιμάνι Τσιβιταβέκια με 37. Έπονται δύο ελληνικά λιμάνια, η Κέρκυρα (25 προσεγγίσεις) και η Μύκονος (24 προσεγγίσεις). Τη λίστα κλείνουν το ιταλικό Μπάρι (24), η Βαρκελώνη (21), η Ρόδος (18), η Τεργέστη (18) και η Γένοβα (18).

Διαβάστε Επίσης

Την αντίστοιχη περσινή περίοδο ο Πειραιάς είχε καταγράψει μόλις τέσσερα calls, ενώ το πιο δραστήριο λιμάνι ήταν η Γένοβα με οκτώ προσεγγίσεις πλοίων.

Το 2019, την ίδια περίοδο, ο Πειραιάς μέτρησε 47 calls, ενώ τα πιο δημοφιλή ελληνικά νησιά ήταν η Σαντορίνη με 57 calls και η Μύκονος με 50 calls, αντίστοιχα. Πρώτο, τότε, στη σχετική λίστα, ήταν το ισπανικό Πάλμα ντε Μαγιόρκα (92 calls).

Διαβάστε Επίσης

Αργεί η ανάκαμψη

Παρά την αυξημένη κίνηση τη φετινή περίοδο, η πλήρης επάνοδος της κρουαζιέρας εκτιμάται ότι θα καθυστερήσει ορισμένα χρόνια ακόμη, καθώς οι "πληγές" που έχει αφήσει η πανδημία είναι δύσκολο να ξεπεραστούν.

Παράγοντες του κλάδου αναφέρουν στο Capital.gr ότι η δραστηριότητα στην Ελλάδα συρρικνώθηκε κατά 90% το 2020 συγκριτικά με το 2019. Η φετινή κίνηση φαίνεται πως είναι μειωμένη περίπου 70%, σε σχέση με τα επίπεδα που καταγράφονταν δύο χρόνια πριν.