Τα αιτήματα των αγροτών για νέα, γενναία μέτρα στήριξης βρίσκονται αντιμέτωπα όχι μόνο με στενά δημοσιονομικά περιθώρια, αλλά κυρίως με σαφή και δεσμευτικά θεσμικά όρια που θέτει το ευρωπαϊκό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων. Σύμφωνα με πηγές του οικονομικού επιτελείου, ο διαθέσιμος "χώρος" έχει πλέον εξαντληθεί, καθώς η Ελλάδα έχει φτάσει κοντά στα ανώτατα όρια που προβλέπει ο κανόνας de minimis για τον πρωτογενή τομέα.
Ο κανονισμός de minimis επιτρέπει στα κράτη-μέλη να χορηγούν μικρές ενισχύσεις χωρίς προέγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό αυστηρούς όμως περιορισμούς. Στη γεωργία, τα όρια είναι αισθητά χαμηλότερα από άλλους κλάδους. Επίσης, υπάρχει εθνικό πλαφόν για το σύνολο των ενισχύσεων που μπορεί να διαθέσει κάθε χώρα.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι μια σειρά από αιτήματα που τίθενται στα μπλόκα δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με τον τρόπο που διατυπώνονται, ακόμη και αν υπάρχει πολιτική βούληση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το αίτημα για γενικευμένη επιδότηση πετρελαίου κίνησης για όλους τους αγρότες. Ένα οριζόντιο μέτρο μόνιμου χαρακτήρα, με υψηλό δημοσιονομικό κόστος, θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση που υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα όρια de minimis και θα απαιτούσε ειδική έγκριση από τις Βρυξέλλες – διαδικασία χρονοβόρα και αβέβαιη. Αυτό που εξετάζεται από το υπουργείο Οικονομικών και σε συνεργασία με την ΑΑΔΕ είναι να απλοποιηθεί η διαδικασία επιστροφής του ειδικού φόρου στο αγροτικό πετρέλαιο. Το σχέδιο προβλέπει την ανάπτυξη μιας ειδικής εφαρμογής στα κινητά των δικαιούχων η οποία θα χρησιμοποιείται ώστε ο αγρότης να πληρώνει φθηνότερο το καύσιμο "στην αντλία". Μέσω barcode, το σύστημα θα ενημερώνεται για τις ποσότητες του "φθηνού καυσίμου" που θα δίδεται στους δικαιούχους και μόλις καλυφθεί το πλαφόν, θα "κλειδώνει" η δυνατότητα χορήγησης φθηνού πετρελαίου.
Αντίστοιχα, οι αποζημιώσεις ανά στρέμμα για απώλειες εισοδήματος λόγω αυξημένου κόστους παραγωγής ή χαμηλών τιμών διάθεσης δεν μπορούν να δοθούν οριζόντια μέσω εθνικών πόρων. Τέτοιες παρεμβάσεις δεν θεωρούνται "μικρές ενισχύσεις", αλλά παρεμβάσεις αγοράς, οι οποίες εμπίπτουν στους αυστηρούς κανόνες κρατικών ενισχύσεων και δεν καλύπτονται από το καθεστώς de minimis.
Περιορισμοί υπάρχουν και στα αιτήματα για γενναία αποζημίωση ζημιών από καιρικά φαινόμενα, πέραν όσων καλύπτει ο ΕΛΓΑ. Όταν οι ενισχύσεις δεν συνδέονται άμεσα με πιστοποιημένες φυσικές καταστροφές και ξεπερνούν συγκεκριμένα όρια, δεν μπορούν να χορηγηθούν αυτόνομα από το κράτος χωρίς ευρωπαϊκή έγκριση.
Ακόμη και η συζήτηση για μόνιμες ενισχύσεις στο αγροτικό ρεύμα ή για γενικευμένες εκπτώσεις στην ενέργεια προσκρούει στο ίδιο θεσμικό εμπόδιο, καθώς θεωρείται κρατική ενίσχυση που ευνοεί συγκεκριμένο κλάδο και αλλοιώνει τους όρους ανταγωνισμού.
Το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι σημαντικό μέρος του εθνικού "κουμπαρά” de minimis έχει ήδη χρησιμοποιηθεί τα προηγούμενα χρόνια, για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, των πλημμυρών, των πυρκαγιών και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Αυτό περιορίζει δραστικά τη δυνατότητα νέων παρεμβάσεων, ακόμη και αν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος.
Με αυτά τα δεδομένα, το οικονομικό επιτελείο ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχουν πλέον θεσμικά περιθώρια για πρόσθετα μέτρα με υψηλό δημοσιονομικό αποτύπωμα μέσω εθνικών πρωτοβουλιών. Οποιαδήποτε ουσιαστική παρέμβαση θα πρέπει είτε να ενταχθεί σε ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία, είτε να λάβει τη μορφή απολύτως στοχευμένων και προσωρινών μέτρων, ώστε να μην παραβιάζονται οι κανόνες κρατικών ενισχύσεων.
Η ουσία, όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, είναι ότι το ζήτημα δεν είναι πλέον μόνο πολιτικό ή δημοσιονομικό, αλλά καθαρά θεσμικό. Και αυτό εξηγεί γιατί αιτήματα που εμφανίζονται εύλογα σε κοινωνικό επίπεδο, αποδεικνύονται δύσκολα ή και ανέφικτα στην πράξη.