
Οι προτροπές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου προς την κυβέρνηση να προχωρήσει με την περικοπή των συντάξεων και τη μείωση του αφορολογήτου αλλά και να μην ακολουθήσει την οδό της αύξησης του κατώτατου μισθού και της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν εξέπληξε κανέναν –ούτε την ελληνική κυβέρνηση- αφού οι ίδιες θέσεις έχουν διατυπωθεί πάμπολλες φορές στο παρελθόν, ακόμη και μετά τη συμφωνία του Eurogroup τον περασμένο Ιούνιο.
Το στοιχείο που θα φανεί αν και κατά πόσο θα επηρεάσει τις αγορές, είναι η στάση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου όσον αφορά στην προοπτική του ελληνικού χρέους. Ούτε λίγο ούτε πολύ, το ΔΝΤ προβλέπει ότι το χρέος θα είναι το 2060 –δηλαδή ύστερα από 42 χρόνια, περίπου στα ίδια επίπεδα αναλογικά με το ΑΕΠ με αυτά που υπάρχουν και σήμερα: πάνω από το 170% του ΑΕΠ. Ουσιαστικά, από χθες το Ταμείο λέει επίσημα στους επενδυτές ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους έχει ημερομηνία λήξεως.
Μπορεί να μην είναι κοντινή, ωστόσο σπείρει στους επενδυτές την αμφιβολία. Που βασίζονται οι δυσοίωνες προβλέψεις; Σε παραδοχές οι οποίες είναι εξαιρετικά πιο συντηρητικές σε σχέση με τις αντίστοιχες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2060, η ΕΕ τοποθετεί την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ κάτω από το 100% και την ίδια στιγμή, το ΔΝΤ, βλέπει το χρέος τουλάχιστον 70 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα. Πώς δικαιολογείται αυτή η χαοτική διαφορά;
Οι βασικές παραδοχές πάνω στις οποίες το ΔΝΤ στήριξε την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, είναι οι εξής:
· Ανάπτυξη: Η ονομαστική μεταβολή του ΑΕΠ (στην οποία περιλαμβάνεται και ο πληθωρισμός) αναμένεται να διαμορφωθεί στο 3% για το 2018, στο 2,2% για το 2019, στο 3,6% για το 2020, στο 2,9% για το 2023 και στο 2,8% για την περίοδο από το 2027 και μέχρι το 2060. Αυτές οι εκτιμήσεις βγάζουν μέσο όρο της τάξεως του 2,9% για την περίοδο 2018-2060 και 2,8% για την περίοδο 2023-2060. Οι αντίστοιχες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι 3,1% και 3% αντίστοιχα. Δηλαδή, το ΔΝΤ είναι πιο «απαισιόδοξο» σε σχέση με τους Ευρωπαίους όσον αφορά στην ανάπτυξη κάτι που ποσοτικοποιείται με ένα μέσο ποσοστό της τάξεως του 0,2%
· Πρωτογενές πλεόνασμα: Στην έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, ενσωματώνεται η πάγια θέση του ΔΝΤ ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% που συμφωνήθηκε ανάμεσα στην Ελλάδα και το Ταμείο για την περίοδο μετά το 2023 δεν είναι ο κατάλληλος για την ελληνική οικονομία. Το Ταμείο, επιμένει στην εκτίμηση ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν μπορεί να ξεπεράσει το 1,5% σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση. Συγκεκριμένα, η πρόβλεψη πάνω στην οποία στηρίχθηκε η έκθεση βιωσιμότητας είναι η εξής: Πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% για την περίοδο 2018-2022, πρωτογενές πλεόνασμα 3% για το 2023 και 1,5% για όλη την περίοδο μέχρι το 2060. Έτσι, ο μέσος όρος για την περίοδο 2018-2060 διαμορφώνεται στο 1,8% ενώ για την περίοδο 2023-2060, στο 1,6%. Η αντίστοιχη πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι 2,4% και 2,2% αντίστοιχα.
· Επιτόκια: Το ΔΝΤ είναι πολύ απαισιόδοξο όσον αφορά στις προβλέψεις για τα επιτόκια με τα οποία θα δανείζεται η Ελλάδα από τις αγορές μετά τον Αύγουστο., Για το 2018, εκτιμά ότι το κόστος θα διαμορφωθεί στο 4,5% με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να κατεβάζει το κόστος στο 3,2%. Για το 2019, τα ποσοστά είναι 5,3% και 4,1% αντίστοιχα και για το 2020, 5,5% και 4,3%. Κατά μέσο όσο και για την περίοδο 2018-2060, το ΔΝΤ ανεβάζει τον επιτοκιακό πήχη στο 5,7% έναντι 4,7% που είναι ο αντίστοιχος μέσος όρος των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Οι επιφυλάξεις του ταμείου για τη βιωσιμότητα σε μακροπρόθεσμη βάση, διατυπώνονται με μεγάλη σαφήνεια ενώ ζητούνται επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης ειδικά για την περίοδο μετά το 2038. Η συγκεκριμένη χρονιά θεωρείται ορόσημο καθώς μετά από το συγκεκριμένο έτος, οι ετήσιες δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους ξεπερνούν το 20% του ΑΕΠ.
Φωτό: αρχείου EPA
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr