X

ΤτΕ: «Καρφιά» για τις παροχές και σήμα κινδύνου για την αξιολόγηση

Όσον αφορά τις εξαγγελίες Τσίπρα, η ΤτΕ προειδοποιεί ότι η υλοποίησή τους μειώνει σημαντικά το εκτιμώμενο περιθώριο ασφαλείας στην επίτευξη του στόχου του 2016.

Γράφει: TheToc team

Την άμεση ολοκλήρωση της β' αξιολόγησης ζητά η Τράπεζα της Ελλάδας, προειδοποιώντας για κινδύνους σε περίπτωση καθυστερήσεων, ενώ εκφράζει ανοιχτά επιφυλάξεις για τις πρόσφατες παροχές της κυβέρνησης.

Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ για τη νομισματική πολιτική, η οποία κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή, παρά τις θετικές ενδείξεις που καταγράφονται σήμερα και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Ο σημαντικότερος και αμεσότερος κίνδυνος είναι η μη έγκαιρη κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος, δεδομένων των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων σε μία σειρά από χώρες-μέλη της ευρωζώνης στο άμεσο μέλλον.

Όσον αφορά τις πρόσφατες εξαγγελίες Τσίπρα, η ΤτΕ προειδοποιεί ότι η υλοποίησή τους μειώνει σημαντικά το εκτιμώμενο περιθώριο ασφαλείας στην επίτευξη του στόχου του 2016, δεδομένου ότι η εκτέλεση του προϋπολογισμού δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη.

«Η επίτευξη του δημοσιονομικού αποτελέσματος του 2016 υπόκειται σε επισφάλειες, που συνδέονται με τις παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής χαλάρωσης ύψους περίπου 0,4% του ΑΕΠ που εξήγγειλε η κυβέρνηση στις 8 Δεκεμβρίου του 2016. Οι παρεμβάσεις αυτές, οι οποίες έγιναν μετά την εκτύπωση της παρούσας Έκθεσης, μειώνουν σημαντικά το εκτιμώμενο περιθώριο ασφαλείας στην επίτευξη του στόχου του 2016. Παράλληλα, η εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2016 δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και το τελικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης για το 2016 δεν έχει οριστικοποιηθεί.

«Να εξομαλυνθούν οι διαφορές»

Η ισχυροποίηση της οικονομίας και η εδραίωση της ανάπτυξης εδράζεται στην άνοδο των επενδύσεων, τη βελτίωση της κατανάλωσης και την ανάκαμψη των εξαγωγών. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η κεντρική τράπεζα καθιστά αναγκαία την προσήλωση στους στόχους τους προγράμματος και την επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων.

«Οι όποιες διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών, πρέπει να εξομαλυνθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, σε πνεύμα καλής συνεργασίας με τους θεσμούς και τους εταίρους» αναφέρει παράλληλα.

Όπως επισημαίνει στη συνέχεια, η εφαρμογή του προγράμματος διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Κάτι τέτοιο θα προλειάνει το έδαφος για την πλήρη επάνοδο του ελληνικού δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.

Στενεύουν τα χρονικά περιθώρια

«Η απόφαση του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016 είναι ένα μικρό βήμα σε θετική κατεύθυνση στην πορεία ολοκλήρωσης του προγράμματος. Με την απόφαση αυτή υλοποιούνται οι δεσμεύσεις των εταίρων για μερική ελάφρυνση του χρέους μέσω της εφαρμογής των λεγόμενων βραχυπρόθεσμων μέτρων, όπως είχε συμφωνηθεί. Τα μέτρα αυτά αναμένεται να μειώσουν, σε βάθος χρόνου, το δημόσιο χρέος κατά 20 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, καθώς και τις ετήσιες ακαθάριστες δανειακές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου.

Από την άλλη πλευρά όμως, δεν επήλθε συμφωνία όσον αφορά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος. Ο χρόνος που απομένει δεν είναι μεγάλος, εν όψει των επικείμενων εθνικών εκλογών σε αρκετές χώρες-μέλη της ευρωζώνης. Προκειμένου να μη χαθεί η θετική δυναμική που έχει αρχίσει να διαφαίνεται στην ελληνική οικονομία, η Τράπεζα της Ελλάδος προτρέπει τόσο τους εταίρους και τους θεσμούς όσο και την ελληνική κυβέρνηση να επιδείξουν ρεαλισμό και ευελιξία, να θέσουν στο περιθώριο ζητήματα που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην εκτέλεση του προγράμματος και να τα επανεκτιμήσουν αφού οι διαφορές έχουν εξομαλυνθεί, με τελικό στόχο να μην παρεκκλίνουν από τα συμφωνηθέντα, ούτως ώστε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση το συντομότερο δυνατόν».

Οι προβλέψεις για την οικονομία

Οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελληνική οικονομία δείχνουν ανάκαμψη της δραστηριότητας η οποία ξεκινά από το β’ εξάμηνο του 2016 και συνεχίζεται, επιταχυνόμενη, στα έτη 2017, 2018 και 2019. Συγκεκριμένα, το 2016 αναμένεται οριακή αύξηση του ΑΕΠ της τάξεως του 0,1%. Για το 2017 προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,5%, ο οποίος εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί στο 3% τα έτη 2018 και 2019, βασιζόμενος στην άνοδο των επενδύσεων, της κατανάλωσης και των εξαγωγών.

Προϋποθέσεις για την ανάκαμψη

Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω κίνδυνοι, να διορθωθούν προηγούμενες αποκλίσεις και να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2017, απαιτούνται συγκεκριμένες και συντονισμένες ενέργειες. Ενδεικτικά απαιτούνται τα εξής:

1. Επίδειξη ρεαλισμού και ευελιξίας τόσο από τους εταίρους και τους θεσμούς όσο και από την ελληνική πλευρά, με τελικό στόχο την έγκαιρη κατάληξη της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος.

2. Επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Η κυβέρνηση θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στην έγκαιρη υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Γι’ αυτό θα πρέπει να αρθούν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν ακόμη και ιδιωτικοποιήσεις που έχουν ήδη εγκριθεί.

3. Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Το 2016 υιοθετήθηκαν πολλές μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου και άρχισαν να ακολουθούνται πρακτικές που θα βοηθήσουν αποφασιστικά στο άμεσο μέλλον στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στους ισολογισμούς των τραπεζών. Παρ’ όλα αυτά, το μέγεθος του προβλήματος δεν έχει επιτρέψει σημαντική ενίσχυση της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και τη στήριξη με ικανή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Συνεπώς, πέρα από τις έως τώρα προσπάθειες των τραπεζών και τις αλλαγές στο νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο που έχουν ήδη δρομολογηθεί, απαιτούνται μεταξύ άλλων:

• Εισαγωγή πλαισίου για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, ώστε να διασφαλίζεται ταχεία, αποτελεσματική και διαφανής αντιμετώπιση για τα χρέη προς τον ιδιωτικό αλλά και το δημόσιο τομέα.

• Τροποποίηση στη νομοθεσία για ζητήματα που σχετίζονται:

με τη φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και των διαγραφών δανείων,
με τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των μη συνεργαζόμενων μετόχων κατά την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων,
με τη νομική προστασία των στελεχών των τραπεζών και δημόσιων φορέων κατά την εξυγίανση επιχειρήσεων και
με τη διαμόρφωση ασφαλούς και αποτελεσματικού πλαισίου αντιμετώπισης κοινών οφειλετών σε περισσότερες από μία τράπεζες.

Η πιο ενεργητική πολιτική διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων από την πλευρά των τραπεζών, σε συνδυασμό με την πλήρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν νομοθετηθεί και την αντιμετώπιση των επιμέρους θεσμικών εμποδίων που έχουν εντοπιστεί, θα βελτιώσει την ποιότητα του ενεργητικού, την κερδοφορία και τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος. Αυτό θα οδηγήσει στην ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, συμβάλλοντας στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας, στην προσέλκυση επενδύσεων και εν γένει στην οικονομική ανάπτυξη.

4. Αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους και ρεαλιστική αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων. Η υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων που θα εξασφαλίζουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους θα ενισχύσει την αξιοπιστία και την αποδοχή των ασκούμενων πολιτικών, θα συμβάλει στην παγίωση της εμπιστοσύνης και στην ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης και θα διευκολύνει τη διατηρήσιμη επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος.

Παράλληλα, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι εφικτή η μείωση του δημοσιονομικού στόχου από το 2018 και έπειτα σε πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ (από 3,5%), εάν συνδυαστεί με ήπια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Τα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υλοποίηση των συμφωνηθεισών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη σταδιακή μείωση της φορολογίας, γεγονός που εκτιμάται ότι θα έχει θετικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην οικονομική ανάπτυξη.

5. Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να καταστεί πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί αν δοθεί περισσότερη έμφαση στην περικοπή μη παραγωγικών δαπανών, στην αποτελεσματική διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, και ιδιαιτέρως του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, με παράλληλη μείωση των φορολογικών συντελεστών.

6. Αντιμετώπιση του προβλήματος της μακροχρόνιας ανεργίας. Οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και τα προγράμματα κατάρτισης μπορούν να υποβοηθήσουν το στόχο της μείωσης της ανεργίας, ιδιαίτερα σε κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν το πιο σοβαρό πρόβλημα. Παράλληλα, η συνεπής εφαρμογή του σχεδίου δράσης για την αδήλωτη εργασία θα ενισχύσει τη νόμιμη εργασία, με θετικές συνέπειες στις εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ θα διασφαλίσει και τον υγιή ανταγωνισμό των επιχειρήσεων.

7. Χαλάρωση και τελικά άρση των περιορισμών που απομένουν στην κίνηση κεφαλαίων. Η σταδιακή χαλάρωση και τελικά η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, η οποία θα επέλθει με τη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης και της ρευστότητας, αναμένεται να συμβάλει στην εξομάλυνση των οικονομικών συνθηκών, διευκολύνοντας τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τα φυσικά πρόσωπα στις συναλλαγές τους.

Κατεβάστε εδώ την ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ