Απίστευτο και όμως ελληνικό: Για τη μεταβίβαση του ίδιου ακινήτου, θα λαμβάνεται υπόψη διαφορετική αξία προκειμένου να φορολογηθεί ο αγοραστής και διαφορετική για να πληρώσει φόρο ο πωλητής. Με τον πολυνόμο που ψηφίστηκε την Κυριακή, καθορίστηκε ότι ο φόρος υπεραξίας τον οποίο θα πληρώνει ο πωλητής, θα υπολογίζεται με βάση το πραγματικό τίμημα της πώλησης. Ωστόσο, η υφιστάμενη νομοθεσία που προβλέπει ότι ο αγοραστής θα πρέπει να πληρώσει τον φόρο μεταβίβασης με βάση την αντικειμενική αξία εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη από την πραγματική, δεν έχει αλλάξει.
Για τη μεταβίβαση του ίδιου ακινήτου, θα λαμβάνεται υπόψη διαφορετική αξία προκειμένου να φορολογηθεί ο αγοραστής και διαφορετική για να πληρώσει φόρο ο πωλητής
Ετσι, τις επόμενες ημέρες –μετά τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης αλλά και της εγκυκλίου από το υπουργείο Οικονομικών- όταν και θα ξεκινήσουν και πάλι να γίνονται πράξεις στην κτηματαγορά, θα φανεί και στην πράξη το τι έχει συμβεί. «Στο εξής θα ισχύει διαφορετική φορολογική βάση για τον αγοραστή από ότι για τον πωλητή. Η υποχρέωση του αγοραστή για πληρωμή φόρου μεταβίβασης θα υπολογίζεται με βάση την αντικειμενική αξία εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη από το δηλούμενο τίμημα γεγονός που συμβαίνει στις 9 στις 10 περιπτώσεις. Αντίθετα, η φορολογική υποχρέωση του πωλητή για καταβολή φόρου υπεραξίας, θα υπολογίζεται αποκλειστικά και μόνο με βάση το δηλούμενο τίμημα από το οποίο θα αφαιρείται η τιμή κτήσης ακινήτου με βάση τη μεθοδολογία που προβλέπει ο καινούργιος νόμος» επισημαίνει στο TheTOC.gr ο Κώστας Βλαχάκης, πρόεδρος των συμβολαιογράφων.
Το ακόλουθο παράδειγμα, αποτυπώνει το τι ακριβώς θα συμβεί με το που θα λειτουργήσει το καινούργια σύστημα φορολόγησης. Αγοραστής και πωλητής συμφωνούν να αλλάξει χέρια ένα ακίνητο με αντικειμενική αξία 100.000 ευρώ. Το πραγματικό τίμημα συμφωνείται στις 70.000 ευρώ.
- Ο αγοραστής θα πληρώσει φόρο 3% επί της αντικειμενικής αξίας διότι είναι μεγαλύτερη από το πραγματικό τίμημα και θα καταβάλλει 3000 ευρώ (στην πραγματικότητα 3.300 ευρώ διότι ο φόρος προσαυξάνεται λόγω τέλους που καταλήγει στα ταμεία των δήμων).
- Για τον πωλητή, θα ληφθεί υπόψη το πραγματικό τίμημα ως τιμή πώλησης δηλαδή οι 70.000 ευρώ. Από αυτό το ποσό θα αφαιρεθεί η τιμή κτήσης του ακινήτου (π.χ 35.000 ευρώ) η διαφορά θα απομειωθεί ανάλογα με τα χρόνια διακράτησης, εφόσον τα χρόνια αυτά είναι περισσότερα από πέντε θα αφαιρεθεί και το ποσό των 25.000 ευρώ και το τελικό ποσό που θα προκύψει θα φορολογηθεί με 15%. Αν υποθέσουμε ότι η τελική αξία είναι 5000 ευρώ, ο πωλητής θα πληρώσει 750 ευρώ φόρο.
Ο σημαντικότερος παραλογισμός που προκύπτει εξαιτίας του διπλού τιμήματος, έχει να κάνει με την εφαρμογή του «πόθεν έσχες»
Ο σημαντικότερος παραλογισμός που προκύπτει εξαιτίας του διπλού τιμήματος, έχει να κάνει με την εφαρμογή του «πόθεν έσχες». «Ο αγοραστής καλείται να δικαιολογήσει πόθεν έσχες με βάση όχι το δηλούμενο τίμημα αλλά με βάση την μεγαλύτερη αξία που είναι η αντικειμενική. Αντίθετα, ο πωλητής, από το προϊόν της πώλησης δικαιολογεί κτηθέν εισόδημα μόνο αυτό του πραγματικού τιμήματος» συμπληρώνει ο κ. Βλαχάκης.
Ιδού και το παράδειγμα: ο αγοραστής που προαναφέρθηκε, αν και πληρώνει 70.000 ευρώ για να αγοράσει το ακίνητο, θα πρέπει να δικαιολογήσει που βρήκε 100.000 ευρώ για να αγοράσει το ακίνητο (τα 100.000 ευρώ είναι η αντικειμενική αξία του ακινήτου). Και αν δεν μπορέσει να δικαιολογήσει την προέλευση αυτών των χρημάτων θα φτάνει να πληρώνει φόρο με συντελεστή 42%. Για τον πωλητή ισχύει το λογικό: θα μπορεί να καλύψει δικά του μελλοντικά τεκμήρια και πόθεν έσχες, επικαλούμενος το πραγματικό τίμημα που εισέπραξε δηλαδή τα 70.000 ευρώ.