
Το σχέδιο που η ίδια η κυβέρνηση αποφάσισε να αφήσει να «διαρρεύσει» το βράδυ της Πέμπτης περί δημιουργίας ενός μηχανισμού εγγυήσεων για τις τράπεζες, αντί να σβήσει τη «φωτιά» που καίει τις τιμές των μετοχών, μάλλον της έριξε περισσότερο λάδι.
Διότι τα βασικά ερωτήματα που συντηρούν το κλίμα αβεβαιότητας παραμένουν αναπάντητα: Ποια είναι η νομική οντότητα που θα δημιουργηθεί; Αυτός ο μηχανισμός θα έχει δικά του κεφάλαια ή θα λειτουργεί αποκλειστικά ως εργαλείο παροχής εγγυήσεων; Αν έχει κεφάλαια από πού θα τα βρεί; Θα χρησιμοποιηθεί το «μαξιλάρι ασφαλείας» που προορίζεται για το δημόσιο χρέος και η διαχείριση του οποίου τελεί υπό την έγκριση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας; Αυτός ο μηχανισμός εγγυήσεων παραβιάζει ή όχι την κοινοτική νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων; Γιατί τοποθετήθηκε τόσο αρνητικά ο ESM και ποια είναι η θέση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδας η οποία από την Πέμπτη δεν έχει βγάλει καμία επίσημη ανακοίνωση; Όσο τα ερωτήματα θα παραμένουν αναπάντητα, τόσο θα διατηρείται και το κλίμα αβεβαιότητας.
Παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα των stress tests στα οποία υποβλήθηκαν οι ελληνικές τράπεζες –και μάλιστα νωρίτερα από όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές ώστε τα αποτελέσματα να είναι γνωστά πριν από το τέλος των μνημονίων- δεν έδειξαν ότι απαιτούνται νέες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου- το θέμα της πιθανότητας να χρειαστούν νέες κεφαλαιακές ενισχύσεις στις τράπεζες έχει παραμείνει «ζωντανό». Μπορεί τα αποτελέσματα των stress tests να ήταν θετικά, μπορεί η Τράπεζα της Ελλάδας να διαψεύδει όλες τις φημολογίες περί αναγκαιότητας νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης, ωστόσο η φημολογία στην αγορά δεν σταματά και η αφορμή δεν είναι άλλη από την μεγάλη έκταση που έχουν λάβει τα κόκκινα δάνεια. Γιατί αντιμετωπίζονται ως «κακή εξέλιξη» η πιθανότητα να χρειαστούν νέες ενέσεις ρευστότητας; Διότι δεν είναι ξεκάθαρο στην αγορά το ποιος θα βάλει τα λεφτά. Το δημόσιο υπόκειται πλέον σε αυστηρούς περιορισμούς καθώς απαγορεύεται η κρατική ενίσχυση των τραπεζών οι οποίες αν αντιμετωπίζουν προβλήματα θα πρέπει να τα λύνουν με τα κεφάλαια των μετόχων τους, των ομολογιούχων και των καταθετών. Οι μέτοχοι των ελληνικών τραπεζών, έχουν υποστεί πολύ μεγάλες απώλειες καθώς μόνο τους τελευταίους μήνες οι τραπεζικές μετοχές έχουν υποχωρήσει πάνω από το 40%. Έτσι, μια πιθανή αύξηση μετοχικού κεφαλαίου θα ανάγκαζε τους υφιστάμενους μετόχους να βάλουν πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη για να μην εξαϋλωθεί η θέση τους στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας. Επίσης, υπάρχει το «κακό προηγούμενο» καθώς προς το παρόν, όσοι επένδυσαν στις ελληνικές τράπεζες, ειδικά μετά το 2015, έχουν χάσει πολύ μεγάλο μέρος των κεφαλαίων τους
Ουσιαστικά, το πρόβλημα για τις τράπεζες έχει να κάνει με τους εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους που τους έχει θέσει ο Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) για την αποκλιμάκωση των κόκκινων δανείων. Μέχρι το όχι και τόσο μακρινό 2021, τα κόκκινα δάνεια θα πρέπει να μειωθούν από τα 88-90 δις. ευρώ που είναι σήμερα, περίπου στα μισά. Ο εξαιρετικά φιλόδοξος στόχος, εντείνει το κλίμα αβεβαιότητας καθώς για να επιτευχθεί προϋποθέτει πολύ επιθετικές κινήσεις από την πλευρά των τραπεζών: ακόμη περισσότερους πλειστηριασμούς και μάλιστα σε μια προεκλογική χρονιά, τιτλοποιήσεις και πωλήσεις κόκκινων δανείων σε πολύ χαμηλές τιμές ή ακόμη και διαγραφές χρέους. Όσο μεγαλύτερη είναι η πίεση κάτω από την οποία θα λειτουργούν οι τράπεζες, τόσο το χειρότερο και για τον ισολογισμό των τραπεζών.
Το σχέδιο για τον μηχανισμό εγγυήσεων που εξετάζει η κυβέρνηση, σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί: στο να δώσει στις τράπεζες ένα μεγαλύτερο περιθώριο χρόνου να εξυγιάνουν το χαρτοφυλάκιο των δανείων τους, χωρίς να κάνουν μεγάλη ζημιά στους ισολογισμούς τους. Πλέον, το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι αυτό το «εργαλείο εγγυήσεων» (Asset Protection Scheme) μπορεί να προχωρήσει εξασφαλίζοντας τις απαραίτητες εγκρίσεις από όλους τους εμπλεκόμενους μεταξύ των οποίων και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr