X

Ο Μητσοτάκης, ο Τσίπρας και οι φόροι στα ακίνητα

Οι δύο διαφορετικές σχολές για τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Πότε φορολογείται το κάθε ακίνητο ξεχωριστά και πότε το άθροισμα της περιουσίας. Οι ομιλίες Μητσοτάκη και Τσίπρα στη ΔΕΘ.

Γράφει: Αρης Παπαθανασιου

Υπάρχουν δύο διαφορετικές σχολές όσον αφορά στη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα τις τελευταίες δύο εβδομάδες μέσα από τις ομιλίες του πρωθυπουργού αλλά και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Θεσσαλονίκη.

Η πρώτη σχολή τάσσεται υπέρ ενός φόρου επί των ακινήτων. Είναι αυτό που υιοθετεί η σημερινή κυβέρνηση και γι’ αυτό προωθεί την ενσωμάτωση του συμπληρωματικού φόρου στον κύριο φόρο. Από την άλλη, υπάρχει ο φόρος περιουσίας.

Η διαφορά του είναι ότι δεν φορολογεί το κάθε ακίνητο ξεχωριστά αλλά το σύνολο της περιουσίας. Υπήρχε επί σειρά ετών στην Ελλάδα (ήταν ο περίφημος ΦΜΑΠ) και όταν ο τελευταίος καταργήθηκε έμεινε στα "σωθικά" του ΕΝΦΙΑ ως "συμπληρωματικός φόρος".

Διαβάστε Επίσης

Υπέρ του φόρου περιουσίας τάχθηκε ξεκάθαρα στην χθεσινή συνέντευξη τύπου ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επισημαίνοντας βέβαια ότι προτεραιότητα είναι η μεγάλη ακίνητη περιουσία.

Η διαφορά

Ποια είναι η διαφορά των δύο σχολών πέρα από την προφανή; (ότι δηλαδή στην μια περίπτωση φορολογείται το κάθε ακίνητο ξεχωριστά ενώ στην δεύτερη το άθροισμα της περιουσίας).

Είναι καθαρά οικονομική. Ο φόρος τύπου ΕΝΦΙΑ είναι ένας φόρος με πλατιά βάση όπου όλοι πληρώνουν ένα ποσό ανάλογα με τον αριθμό των ακινήτων που έχουν στην κατοχή τους. Η εισπρακτική του απόδοση μπορεί να είναι μεγάλη (λόγω της μεγάλης βάσης) ενώ δεν λειτουργεί ως αντικίνητρο για την απόκτηση πρόσθετων ακινήτων από όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα.

Από την άλλη, οι φόροι περιουσίας επιβάλλονται σε πολύ μικρότερο αριθμό ιδιοκτητών (ανάλογα βέβαια και με το πώς θα οριστεί το αφορολόγητο) αλλά κατά κανόνα έχουν σαφώς χαμηλότερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Όποιος δε έχει τη δυνατότητα να επενδύσει στην κτηματαγορά, το σκέφτεται δεύτερη και 3η φορά ή αναζητά τρόπους αποφυγής όπως είναι το "σπάσιμο" της περιουσίας.

Τα πάντα βέβαια κρίνονται όταν έρθει η ώρα να ανακοινωθούν οι συντελεστές υπολογισμού. Η κυβέρνηση, δια του πρωθυπουργού, έχει καταστήσει σαφές ότι το 2022 η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών θα πληρώνει λιγότερα συγκριτικά με το 2021 παρά την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών. Και τον Νοέμβριο, θα παρουσιαστεί η κλίμακα υπολογισμού του φόρου για να φανεί και το πώς θα γίνει αυτό στην πράξη.

Από την άλλη, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είχε να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες. Δεν θα έκανε θέμα, είπε αναφερόμενος στις γονικές παροχές, αν ο φόρος μηδενιζόταν για ποσά έως 250.000-300.000 ευρώ και κατηγόρησε την κυβέρνηση για τον ορισμό του "πήχη" στα 800.000 ευρώ. Θέλησε έτσι να ταχθεί πολιτικά υπέρ της φορολόγησης του μεγάλου πλούτου.

Διαβάστε Επίσης

Βέβαια, αυτοί που έχουν στην Ελλάδα περιουσίες ακόμη και άνω των 300.000 ευρώ είναι μόλις ο ένας στους 10. Αν λοιπόν αποφάσιζε μια κυβέρνηση να μαζέψει 2,5 δισ. ευρώ (τόσα αποδίδει σήμερα ο ΕΝΦΙΑ μαζί με τον συμπληρωματικό) μόνο από τους "έχοντες", στην πραγματικότητα θα έπρεπε να επιβάλλει δημευτικούς συντελεστές.

Ή, σε διαφορετική περίπτωση, να ενημερώσει τους πολίτες για το πώς θα κάλυπτε την δημοσιονομική τρύπα που θα δημιουργούνταν. Φόρος περιουσίας στην Ελλάδα που θα αποδίδει περισσότερα από 600-700 εκατ. ευρώ τον χρόνο, δεν έχει επιβληθεί ποτέ. Τι θα γινόταν με τη διαφορά μέχρι τα 2,5 δις. ευρώ;