Ένα από τα πιο φιλόδοξα –και πολιτικά κρίσιμα– στοιχήματα της κυβέρνησης στον τομέα της στεγαστικής πολιτικής ετοιμάζεται να αποκαλυφθεί σήμερα από τον πρωθυπουργό. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα-μαμούθ, συνολικού προϋπολογισμού 500 εκατ. ευρώ, το οποίο στοχεύει στην ενεργοποίηση χιλιάδων κλειστών κατοικιών μέσω επιδότησης των ιδιοκτητών για εργασίες ανακαίνισης, με αντάλλαγμα τη διάθεσή τους στην αγορά ενοικίασης.
Η κυβερνητική λογική είναι σαφής: η προσφορά κατοικιών για μίσθωση παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, γεγονός που τροφοδοτεί την εκρηκτική άνοδο των ενοικίων. Αν περισσότερα ακίνητα "βγουν από το συρτάρι", η πίεση στις τιμές θα μπορούσε, θεωρητικά, να αποκλιμακωθεί. Το ερώτημα όμως είναι αν αυτό το σενάριο μπορεί να επιβεβαιωθεί στην πράξη.
Ο βασικός προβληματισμός αφορά το ύψος των ενοικίων που θα ζητηθούν για τα ανακαινισμένα ακίνητα. Αν η επιδότηση δεν συνοδεύεται από σαφείς όρους ή "κόφτες" ως προς την τελική τιμή μίσθωσης, τότε υπάρχει ο κίνδυνος τα σπίτια να επιστρέψουν στην αγορά με ενοίκια πλήρως ευθυγραμμισμένα με τα σημερινά –ή και αυξημένα– επίπεδα. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δημόσιο θα έχει χρηματοδοτήσει ανακαινίσεις χωρίς ουσιαστικό κοινωνικό αντίκρισμα για τα νοικοκυριά που πιέζονται περισσότερο.
Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο: Θα μιλάμε για μια πολιτική αύξησης προσφοράς με κοινωνικό πρόσημο ή για μια έμμεση επιδότηση της αγοράς σε συνθήκες ήδη υψηλών τιμών;
Καθώς βασικές παράμετροι του προγράμματος έχουν ήδη "διαρρεύσει" από τους εμπλεκόμενους υπουργούς εδώ και μήνες, το ερώτημα είναι αν ο πρωθυπουργός, όπως συνηθίζει το τελευταίο διάστημα, έχει κρατήσει για τον εαυτό του κάποιο "στοιχείο αιφνιδιασμού". Αν δηλαδή, θα υπάρχει κάποια "είδηση" που θα κάνει την αγορά να στραφεί με ενδιαφέρον προς τις συγκεκριμένες νέες πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος.
Παράλληλα, στο τραπέζι μπαίνει και ένας δεύτερος, λιγότερο ορατός αλλά κρίσιμος παράγοντας: οι τράπεζες και οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (servicers). Από το 2026, το κόστος διακράτησης κλειστών ακινήτων αυξάνεται σημαντικά, καθώς προβλέπεται διπλασιασμός του ΕΝΦΙΑ για τα αδιάθετα ακίνητα που παραμένουν εκτός αγοράς. Η εξέλιξη αυτή λειτουργεί ως σαφές αντικίνητρο στη "στάθμευση" κατοικιών και αναμένεται να πιέσει θεσμικούς ιδιοκτήτες να επιλέξουν είτε τη μίσθωση είτε την πώληση.
Το νέο πρόγραμμα ανακαίνισης έρχεται, λοιπόν, να λειτουργήσει συμπληρωματικά: από τη μία πλευρά δίνει κίνητρα στους ιδιώτες ιδιοκτήτες και από την άλλη δημιουργεί ένα περιβάλλον αυξημένης πίεσης για τις τράπεζες και τους servicers, οι οποίοι κατέχουν σημαντικό απόθεμα κλειστών κατοικιών. Αν και αυτοί μπουν δυναμικά στην αγορά ενοικίασης, η προσφορά θα μπορούσε να ενισχυθεί ουσιαστικά.
Το πολιτικό διακύβευμα είναι μεγάλο. Η στεγαστική κρίση εξελίσσεται σε κορυφαίο κοινωνικό ζήτημα και κάθε παρέμβαση κρίνεται όχι από το ύψος των κονδυλίων, αλλά από το τελικό αποτέλεσμα στην τσέπη του ενοικιαστή. Το στοίχημα του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι απλώς να ανοίξουν κλειστά σπίτια, αλλά να ανοίξουν σε τιμές που μπορούν να πληρωθούν. Και αυτό θα κριθεί πολύ σύντομα στην πράξη.