X

Τσάνταλης: Η ηχηρή πτώση ενός θρύλου του ελληνικού κρασιού - Το λαμπερό παρελθόν και η κατάρρευση

Οι παρατεταμένες οικονομικές πιέσεις και τα ανεπίλυτα χρηματοοικονομικά προβλήματα των τελευταίων ετών δεν άφησαν περιθώριο ανάκαμψης

Γράφει: TheToc team

Η οινοποιία Τσάνταλη, μία από τις πιο εμβληματικές οικογενειακές επιχειρήσεις του ελληνικού κρασιού, ταυτισμένη επί δεκαετίες με την εξωστρέφεια, την καινοτομία και την ανάδειξη της εγχώριας οινοπαραγωγής στις διεθνείς αγορές, βιώνει σήμερα το πιο σκοτεινό κεφάλαιο της διαδρομής της.

Έπειτα από μια πορεία που ξεπερνά τα 130 έτη, η διακοπή της παραγωγικής της δραστηριότητας, η κατάθεση αίτησης πτώχευσης και η διαδικασία των πλειστηριασμών συνθέτουν το οριστικό τέλος μιας εποχής – όχι μόνο για την επιχείρηση, αλλά και για ένα ολόκληρο κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής οινοποιίας.

Οι παρατεταμένες οικονομικές πιέσεις και τα ανεπίλυτα χρηματοοικονομικά προβλήματα των τελευταίων ετών δεν άφησαν περιθώριο ανάκαμψης, παρασύροντας στην κατάρρευση όχι απλώς μία επιχειρηματική μονάδα, αλλά ένα ζωντανό σύμβολο του ελληνικού κρασιού.

Η αρχή μιας μεγάλης διαδρομής

Η ιστορία της οινοποιίας Τσάνταλη ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα, με την οικογένεια να δραστηριοποιείται στην παραγωγή ούζου και τσίπουρου στην Ανατολική Θράκη. Μετά την αναγκαστική μετεγκατάστασή της στη Μακεδονία, η οικογένεια επικεντρώνεται στην παραγωγή κρασιού, αναπτύσσοντας με σταθερά βήματα δραστηριότητα σε σημαντικές αμπελουργικές ζώνες της χώρας: Άγιο Όρος, Νάουσα, Ραψάνη, Χαλκιδική και Μαρώνεια Θράκης.

Καθοριστική μορφή της σύγχρονης πορείας υπήρξε ο Ευάγγελος Τσάνταλης, γεννημένος το 1913 στο Σιδηροχώρι της Ανατολικής Θράκης. Ήταν μόλις εννέα ετών όταν η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετακινηθεί στις Σέρρες. Το 1938 εγκαινίασε το πρώτο του οινοποιείο στις Σέρρες· το 1945 μετεγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, ιδρύοντας αποστακτήριο ούζου στο κέντρο της πόλης, ενώ το 1948 ακολούθησε το πρώτο οινοποιείο στη Νάουσα. Το 1962 οι πρώτες εξαγωγές άνοιξαν τον δρόμο για τη διεθνή αναγνώριση του ελληνικού κρασιού, δίνοντας στην εταιρεία σταθερή εξαγωγική προοπτική.

Από το Άγιο Όρος στο Κρεμλίνο

Η καθοριστική στιγμή για την Τσάνταλη ήρθε το 1969, όταν μια ξαφνική καταιγίδα οδήγησε τον Ευάγγελο Τσάνταλη στο Μετόχι Χρωμίτσας της Ρωσικής Μονής Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιο Όρος. Εκεί εντόπισε εγκαταλελειμμένους αμπελώνες και πρότεινε την αναβίωσή τους. Παρά τις προκλήσεις, η πρώτη οινοποίηση το 1975 σήμανε την επιτυχία του εγχειρήματος, με τον "Αγιορείτικο" να κατακτά την αγορά.

Η δραστηριότητα αυτή άνοιξε τον δρόμο και για τη ρωσική αγορά. Η σχέση με τη Μόσχα ενισχύθηκε το 2005, όταν κατά την επίσκεψη του Βλαντίμιρ Πούτιν στο Άγιο Όρος, του προσφέρθηκε το "Kormilitsa" – ένα κρασί ειδικής εμφιάλωσης από τον αμπελώνα της Χρωμίτσας. Το 2007 το κρασί απέκτησε τον τίτλο του "Επίσημου Προμηθευτή του Κρεμλίνου".

Ανάμεσα στο 1971 και το 1995 η πορεία της εταιρείας Τσάνταλη χαρακτηρίστηκε από εντυπωσιακή ανάπτυξη και στρατηγικές κινήσεις, που ενίσχυσαν τόσο την παραγωγική της δυναμική όσο και τη διεθνή της εμβέλεια. Το 1991 ο Ευάγγελος Τσάνταλης προχώρησε στην εξαγορά του οινοποιείου στη Ραψάνη, ενός ιστορικού αμπελώνα που μέχρι τότε ανήκε στο υπουργείο Γεωργίας, επαναφέροντας στο προσκήνιο μία από τις πιο παραδοσιακές οινοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας.

Ακολούθησε η αναβίωση του αμπελώνα της Μαρώνειας στη Θράκη, ενώ το 1995 αποτέλεσε σημείο καμπής, καθώς η εταιρεία ξεκίνησε την καλλιέργεια των αμπελώνων της με βιολογικές μεθόδους, ακολουθώντας τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιβεβαιώνοντας τον προσανατολισμό της προς τη βιώσιμη γεωργία και την ποιότητα.

Παράλληλα ενίσχυσε ουσιαστικά τη διεθνή της παρουσία, εξελισσόμενη σε έναν από τους κορυφαίους εξαγωγείς ελληνικού κρασιού παγκοσμίως, με οργανωμένο δίκτυο διανομής και εμπορική δραστηριότητα σε περισσότερες από 50 χώρες.
Μετά τον θάνατο του Ευάγγελου Τσάνταλη το 1996, η επιχείρηση πέρασε στη νέα γενιά, με τη διοίκηση να αναλαμβάνεται από τις κόρες του, Χάιδω και Ιωάννα Τσάνταλη, καθώς και τον ανιψιό του, Γεώργιο Τσάνταλη, διατηρώντας τον οικογενειακό χαρακτήρα της εταιρείας.

Η κατάρρευση

Η απώλεια της ρωσικής αγοράς λόγω του πολέμου, τα συσσωρευμένα στρατηγικά σφάλματα και η διαρκής οικονομική πίεση οδήγησαν την ιστορική οινοποιία σε οικονομική ασφυξία. Το 2022 ο κύκλος εργασιών περιορίστηκε στα 20,6 εκατ. ευρώ από 24,3 εκατ. ευρώ το 2021, ενώ οι καθαρές ζημίες εκτινάχθηκαν στα 3,9 εκατ. ευρώ, έναντι 2,2 εκατ. ευρώ την προηγούμενη χρονιά. Οι συνολικές συσσωρευμένες ζημίες ξεπέρασαν τα 45 εκατ. ευρώ, ενώ οι συνολικές υποχρεώσεις της εταιρείας υπερβαίνουν τα 65 εκατομμύρια ευρώ, μαζί με τις οφειλές προς ασφαλιστικά ταμεία και άλλες υποχρεώσεις.

Η αίτηση πτώχευσης κατατέθηκε στα τέλη Ιουλίου 2024 και συζητήθηκε τον Ιανουάριο του 2025 στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Στο μεταξύ, η εταιρεία "Ελληνικά Οινοποιεία" των Ηλία και Θωμά Γεωργιάδη –στην οποία συμμετέχει μετοχικά και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και η οποία είχε προηγουμένως εξαγοράσει την Μπουτάρη Οινοποιητική– κατέθεσε πρόταση εξαγοράς ύψους 11 εκατ. ευρώ, χωρίς όμως να υπάρξει τελική συμφωνία.

Σήμερα, το μέλλον της οινοποιίας Τσάνταλη παραμένει αβέβαιο. Το brand που για δεκαετίες αποτέλεσε συνώνυμο της ποιότητας και της διεθνούς απήχησης του ελληνικού κρασιού, βρίσκεται πλέον στη σκιά μιας οδυνηρής κατάρρευσης.

Διαβάστε Επίσης

Εν αναμονή της απόφασης του δικαστηρίου και του ορισμού του συνδίκου πτώχευσης, έχουν ήδη δρομολογηθεί πλειστηριασμοί περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Ήδη στο στόχαστρο έχει βρεθεί ένα ακίνητο στη Νάουσα, ενώ στις 25 Ιουνίου 2025 έχει προγραμματιστεί πλειστηριασμός για 13 αγροτεμάχια στη Χαλκιδική, στην περιοχή της Ουρανούπολης.

Ακολουθεί, στις 9 Ιουλίου 2025, πλειστηριασμός για γήπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο με βιοτεχνικές εγκαταστάσεις στο Πολυδένδρι, με τιμή εκκίνησης τα 1.363.000 ευρώ. Δύο ακόμη πλειστηριασμοί έχουν προγραμματιστεί για τις 21 Ιανουαρίου 2026, με τον ένα να αφορά ένα αγροτεμάχιο στη Ραψάνη μετά του επ’ αυτού κτιριακού συγκροτήματος-κτιριακής εγκατάστασης οινοποιείου-εμφιαλωτηρίου, με τιμή πρώτης προσφοράς τις 340.500 ευρώ, και έναν αγρό έκτασης 1.005,03 τ.μ. κατά τον τίτλο κτήσης και 1.007 τ.μ. κατά τα στοιχεία του Κτηματολογίου, επίσης στη Ραψάνη, με τιμή εκκίνησης τις 3.000 ευρώ.

Πηγή: Capital.gr