Η πεντάμηνη εκστρατεία πολιτικής των άκρων του Αλέξη Τσίπρα με τους πιστωτές της Ελλάδας πάντα όδευε προς το τέλος είτε με την πλήρη συνθηκολόγηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τις απαιτήσεις τους, είτε με επιστροφή στη δραχμή, σχολιάζει ο Simon Nixon σε άρθρο του στην Wall Street Journal.
Οπως τονίζει, η αντίληψη ότι υπάρχει μια μεσαία οδός ήταν μια φαντασία η οποία γεννήθηκε από άγνοια της πολιτικής και νομικής πραγματικότητας της Ευρωζώνης, μιας υπερεκτίμησης της γεωπολιτικής σημασίας της Ελλάδας και μιας υποτίμησης των συνεπειών μιας εξόδου από το ευρώ.
Οι προτάσεις του Τσίπρα αυτή την εβδομάδα, ήταν αρκετά βήματα πιο κοντά στις απαιτήσεις των δανειστών, επισημαίνει ο Nixon, καθώς ο Έλληνας πρωθυπουργός φάνηκε να παραδέχεται ότι μια έξοδος από την Ευρωζώνη θα έσπαγε τη μόνη κόκκινη γραμμή που έχει σημασία, τη δέσμευσή του να κρατήσει την Ελλάδα στη νομισματική ένωση. Δεν έχει εντολή να μετατρέψει τη χώρα του σε ένα ακόμα αποτυχημένο μεσογειακό κράτος.
Βέβαια, είναι ακόμα πιθανό να μην επιτευχθεί κάποια συμφωνία, κάτι που θα οδηγήσει την Ελλάδα σε άτακτη χρεοκοπία.
Εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι όποια συμφωνία γίνει τώρα θα είναι κακή σε σύγκριση με εκείνη που ήταν στο τραπέζι πριν από πέντε μήνες, ως συνέπεια της ζημιάς που έγινε στην οικονομία.
Ο Nixon σημειώνει ότι η πιο αναπτυσσόμενη οικονομία στην Ευρωζώνη το δεύτερο μισό του 2014 επέστρεψε πάλι στην ύφεση: το προσδοκώμενο πρωτογενές πλεόνασμα 2,6% του ΑΕΠ φέτος χωρίς περαιτέρω δημοσιονομικά μέτρα, τώρα οδεύει προς έλλειμμα.
Η Αθήνα τώρα χρειάζεται επιπλέον μέτρα ύψους 8 δισ. ευρώ, να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ το 2015 και 2,5% το 2016, ενώ μόλις πριν από έξι μήνες οι δανειστές απαιτούσαν μέτρα ύψους 2,5 δισ. ευρώ για να επιτευχθεί πλεόνασμα 3% φέτος και 4,5% το 2016.
Οι προτάσεις Τσίπρα αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία από τις αγορές και στην Ελλάδα, όχι όμως και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που επιθυμούν την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ αλλά φοβούνται να υποστηρίξουν ένα πρόγραμμα που σαφέστατα θα υπονομεύει την ανάπτυξη και θα κλείσει την πόρτα στις επενδύσεις. Προς ανακούφιση αρκετών, το ΔΝΤ απέρριψε τις προτάσεις της Τετάρτης.
Όμως, ακόμα και μια κακή συμφωνία είναι καλύτερη από μη συμφωνία, όπως υποστηρίζουν και αρκετοί Έλληνες επιχειρηματίες και αξιωματούχοι. Και αυτό γιατί πιστεύουν ότι ο αρνητικός αντίκτυπος υψηλότερων φόρων θα υπερκαλυφθεί από την ενίσχυση της εμπιστοσύνης που θα έφερνε μια συμφωνία. Λένε ότι η οικονομία μπορεί γρήγορα να ανακτήσει μέρος του χαμένου εδάφους μόλις τερματίσει η αβεβαιότητα για το μέλλον της Ελλάδας στο ευρώ και επιστρέψει η ρευστότητα. Κυρίως όμως τονίζουν ότι αν ο Τσίπρας πετύχει μια συμφωνία με τους πιστωτές της Ελλάδας θα αλλάξει το πολιτικό σκηνικό.
Για πρώτη φορά μετά το πρώτο πακέτο διάσωσης το 2010, σχολιάζει ο Nixon, όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα αναγνωρίζουν την ανάγκη να αποδεχθεί η Ελλάδα τις συνθήκες του προγράμματος. Μόνο τα ακροαριστερά και ακροδεξιά κόμματα επιθυμούν επιστροφή στη δραχμή.
Αυτό είναι σημαντικό γιατί αφότου ο Τσίπρας βούτηξε τα χέρια του στο αίμα, η ελληνική πολιτική δεν χρειάζεται πια να κυριαρχείται από τη στείρα αντιπαράθεση σχετικά με την αποδοχή ή όχι των όρων του προγράμματος. Αντίθετα, τα ελληνικά κόμματα μπορούν τελικά να μπουν σε ένα ώριμο διάλογο σχετικά με την καλύτερη στρατηγική για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την επιστροφή στις αγορές.
Θα είναι μέσω της συσσώρευσης φόρων στον ιδιωτικό τομέα, θωρακίζοντας το δημόσιο, όπως σαφώς πιστεύει ο Τσίπρας; Ή μέσω της απελευθέρωσης της οικονομίας, της μείωσης των φόρων, όπου είναι δυνατόν, και τη μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα.
Οι Έλληνες ψηφοφόροι θα έχουν επιτέλους την ευκαιρία να αξιολογήσουν τον κ. Τσίπρα και το κόμμα του από τις πολιτικές επιλογές τους παρά τις υποσχέσεις και τα συνθήματα τους, επισημαίνει ο Nixon. Θα δούμε αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πραγματικά έτοιμος να αντιμετωπίσει τα κατεστημένα συμφέροντα και να εφαρμόσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Ωστόσο, ακόμα και αν επιτευχθεί μια συμφωνία κανείς δεν περιμένει ότι θα είναι... περίπατος για τον Τσίπρα αφού θα πρέπει να κερδίσει την κοινοβουλευτική υποστήριξη, και στη συνέχεια θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για ένα αναπόφευκτο τρίτο πρόγραμμα που θα χρειαστεί αργότερα μέσα στο 2015.