Το 2023 η κατανάλωση των νοικοκυριών μετρήθηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στα 154 δις. ευρώ.Την ίδια χρονιά, τα δηλωθέντα εισοδήματα στην εφορία, περιορίστηκαν στα 106 δις. ευρώ. Τι ήταν η διαφορά των 48,6 δισ. ευρώ; Δύο τα ενδεχόμενα:
Ή η αυξημένη κατανάλωση χρηματοδοτήθηκε από τις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών (σ.σ και πιθανώς λεφτά που υπήρχαν στα στρώματα, διότι μείωση στις καταθέσεις δεν κατέγραψε η Τράπεζα της Ελλάδας) ή ότι τα εισοδήματα που δηλώθηκαν στην εφορία, αν και σημαντικά αυξημένα συγκριτικά με το 2022, ουδεμία σχέση με τα πραγματικά έχουν.
Η συγκεκριμένη μέθοδος -να συγκρίνεται δηλαδή η κατανάλωση των νοικοκυριών με τα δηλωθέντα εισοδήματα είναι μια από τις πιο "ασφαλείς" για να προσεγγίσει κάποιος το ποσό της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα. Σίγουρα δεν αποτυπώνει την πλήρη εικόνα, άλλωστε βασικό χαρακτηριστικό της φοροδιαφυγής είναι ότι δεν αφήνει και τόσα… ίχνη- όμως δίνει μια σαφή τάξη μεγέθους για την έκταση του φαινομένου. Όπως επίσης δίνει τη δυνατότητα για καταγραφή και της διαχρονικής εξέλιξής του.
Τα στοιχεία 15ετίας, δείχνουν ότι το "φαινόμενο" κορυφώθηκε το 2019 και το 2022 όταν η διαφορά κατανάλωσης -δηλωθέντων εισοδημάτων, ξεπέρασε τα 53,5 δις. ευρώ. Οι μετρήσεις επιβεβαιώνουν ότι τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο "συμμαζεύεται" και σε αυτό συνέβαλε και η ενεργοποίηση του ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων που πρόσθεσε 5 δις. ευρώ στα φορολογητέα εισοδήματα.
Για το 2024 υπάρχει η… ελπίδα συρρίκνωσης της διαφοράς και κάτω από τα 45 δις. ευρώ για πρώτη φορά μετά την πανδημία (σ.σ το 2020 και το 2021 το μέγεθος της φοροδιαφυγής εμφανίζεται μειωμένο όχι διότι λειτούργησαν τα αποτρεπτικά μέτρα αλλά γιατί μειώθηκε η κατανάλωση). Και αυτό διότι εκτιμάται ότι θα καταγραφεί το υψηλότερο ποσό δηλωμένων εισοδημάτων στην σύγχρονη ιστορία, ένα ποσό που θα προσεγγίζει τα 120 δις. ευρώ.
Ο στόχος είναι προφανής: τα δηλωμένα εισοδήματα να αυξάνονται με μεγαλύτερο ρυθμό από ότι η κατανάλωση των νοικοκυριών. Αυτό στην πράξη θα σημαίνει ότι λειτουργούν και τα μέτρα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής όχι μόνο για τους έμμεσους φόρους (π.χ ΦΠΑ όπου υπάρχουν θεαματικά αποτελέσματα) αλλά και για τους άμεσους (π.χ φόρο εισοδήματος).
Στην εξίσωση, μπαίνει πλέον και ο παράγοντας "τιμές". Όσο και αν φαίνεται ασύνδετος, δεν είναι. Το ερώτημα που θα απαντηθεί το αμέσως επόμενο διάστημα είναι πολύ συγκεκριμένο: σε ένα κλίμα πληθωριστικών πιέσεων (σ.σ η κοινωνία έχει εξοικειωθεί τα τελευταία τρία χρόνια με την αναπροσαρμογή τιμών προς τα πάνω) πόσο δύσκολο είναι αυτός που θα πιεστεί να δηλώσει υψηλότερα εισοδήματα να φροντίσει να μετακυλήσει το βάρος και στον πελάτη του; Το συνεργείο του αυτοκινήτου θα είναι ένα χαρακτηριστικό crash test: το ψηφιακό βιβλίο που θα εφαρμοστεί υποχρεωτικά από τον Ιούλιο σημαίνει ότι το αυτοκίνητο θα σκανάρεται όταν μπαίνει στον αναβατήρα οπότε κατά την έξοδο θα πρέπει να υπάρχει και μια απόδειξη ή τιμολόγιο με τον ίδιο αριθμό πινακίδας.
Σημαίνει λοιπόν ότι θα παρασχεθεί μια υπηρεσία α αξίας η οποία θα αυξήσει τον φόρο εισοδήματος, την προκαταβολή φόρου και φυσικά τον ΦΠΑ. Αυτόν τον λογαριασμό που σήμερα δεν υπάρχει καθώς η πληρωμή γίνεται με χαρτονόμισμα, ποιος θα τον πληρώσει; Ο επαγγελματίας από μόνος του, ή και ο πελάτης μέσω της αυξημένης τιμής; Καθώς ο προβληματισμός είναι υπαρκτός, το θέμα θα το βρούμε μπροστά μας.
Περιορισμός της φοροδιαφυγής σημαίνει περισσότερα έσοδα για το δημόσιο άρα και μεγαλύτερα περιθώρια για μέτρα στήριξης. Μπορεί όμως να σημαίνει και υψηλότερες τιμές σε μια σειρά από υπηρεσίες και προϊόντα…