
Οι περισσότεροι συγγραφείς σνομπάρουν τους περισσότερους δημοσιογράφους. Για την ακρίβεια, τους χωρίζουν σε τρεις κατηγορίες: σ’ εκείνους που επαινούν το δικό τους συγγραφικό έργο (τους ελάχιστους "πεφωτισμένους"), σ’ εκείνους που το επικρίνουν (τους "αργυρώνητους κονδυλοφόρους") και σ’ εκείνους που το αγνοούν πλήρως συμμετέχοντας στην ευρύτερη "συνωμοσία σιωπής". Ακόμη όμως και αν ανήκεις στην πρώτη κατηγορία, δεν παύεις ως δημοσιογράφος να υποφέρεις από μιαν ανήκεστο βλάβη: τη "δημοσιογραφική" γραφή.
Οι περισσότεροι συγγραφείς πιστεύουν ότι η "δημοσιογραφική" γραφή είναι επικαιρική, πρόχειρη, ρηχή –"επιδερμική", θα τους ακούσετε να αποφαίνονται- και σχεδόν ποτέ δεν προχωράει κάτω από την επιφάνεια των γεγονότων• σε αντίθεση, η "συγγραφική" γραφή είναιδιαχρονική, βαθυστόχαστη, "βασανισμένη" -χιλιάδες λέξεις έχουν περάσει από τον συγγραφικό αποχυμωτή ώστε να προκύψει το λαμπρό λεκτικό απόσταγμα. Ανάλογη περιφρόνηση αισθάνονται οι περισσότεροι ποιητές για τους περισσότερους πεζογράφους και οι περισσότεροι σκηνοθέτες του κινηματογράφου για τους περισσότερους σκηνοθέτες της τηλεόρασης. Για όλους αυτούς τους επηρμένους ισχύει η παλιά καλή σύσταση του γιατρού: να τους λέμε πάντα "ναι".
Μολαταύτα, δεν αισθάνονται έτσι όλοι οι συγγραφείς για όλους τους δημοσιογράφους και, διόλου τυχαία, οι συγγραφείς που αισθάνονται διαφορετικά είναι συνήθως εκείνοι που, σε κάποια φάση της ζωής τους ή και παράλληλα, άσκησαν τη δημοσιογραφία ως έργο ή πάρεργο.
Θα έχετε ακούσει την περίφημη σκωπτική ρήση: "Η δημοσιογραφία μπορεί να σε οδηγήσει παντού, αρκεί να την εγκαταλείψεις εγκαίρως". Εάν δεν κάνω λάθος, διατυπώθηκε πρώτη φορά με αφορμή την περίπτωση του διορατικού Μπενίτο Μουσολίνι που εγκατέλειψε εγκαίρως τη φλογερή του αρθρογραφία στη σοσιαλιστική εφημερίδα "Αβάντι" προκειμένου να διαπρέψει κατόπιν στη φασιστική πολιτική σκηνή (δυστυχώς για τον ίδιον, μαζί με τη δημοσιογραφία εγκατέλειψε και τη διορατικότητα• δύσκολα θα φανταζόταν τον εαυτό του τρυπημένο από σφαίρες και κρεμασμένο ανάποδα).
Πριν από τον Μουσολίνι και μετά τον Μουσολίνι, πολλοί επιφανείς ασχολήθηκαν με το δημοσιογραφικό άθλημα. Ο Ράντγιαρντ Κίπλινγκ ανάμεσά τους, ο πρώτος βρετανός συγγραφέας που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ (1907). Στην ημιτελή αυτοβιογραφία του "Κάτι από τη ζωή μου" (ελληνική έκδοση, "Printa", 2002), ο Κίπλινγκ εξομολογείται ότι ποτέ δεν ξέχασε τα "σκληρά μαθήματα" που πήρε από τη δημοσιογραφία, δεκαεπτάχρονος ακόμη, υποδιευθυντής σύνταξης στην αγγλόφωνη καθημερινή εφημερίδα "CivilandMilitaryGazette", στη Λαχώρη της Ινδίας: "Δεν τους απασχολούσαν τα όνειρά μου. Ήθελαν ακρίβεια και ενδιαφέρον, αλλά πρώτα απ’ όλα ακρίβεια".
Αυτά ακριβώς τα προσόντα, η εμμονή με την ακρίβεια της έκφρασης, η σπαρτιάτικη άσκηση στη λεκτική λιτότητα, καθώς και η διαρκής μέριμνα να κρατάς αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, κρύβονται πίσω από τα πιο συναρπαστικά βιβλία που έχω διαβάσει, βιβλία γραμμένα από δημοσιογράφους. Αναφέρω ενδεικτικά μονάχα δύο "διαμαντάκια" από το δημοσιογραφικό δίδυμο του BBC Ντέιβιντ Έντμοντς και Τζον Αϊντινάου: η "Οργή του Βιτγκενστάιν" και ο "Σκύλος του Ρουσό" (αμφότερα κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη). Αλησμόνητες αναγνωστικές εμπειρίες –και να με συμπαθούν οι σνομπ των γραμμάτων.
Πώς φθάσαμε όμως από την επιτηδευμένη και όχι πάντοτε ανιδιοτελή αντιπάθεια των συγγραφέων για τους δημοσιογράφους στην οργισμένη περιφρόνηση της κοινής γνώμης, από την ελιτίστικη απαξίωση για τη "δημοσιογραφική" γραφή στην κραυγαλέα voxpopuli "Αλήτες Ρουφιάνοι Δημοσιογράφοι", ήδη καθιερωμένη τόσο στο διαδίκτυο όσο και στις διαδηλώσεις με το αρκτικόλεξο ΑΡΔ; Η απόσταση μοιάζει αβυσσαλέα. Μήπως οφείλεται σε μια εξιδανικευμένη κι εν πολλοίς φανταστική εικόνα για τους δημοσιογράφους του παρελθόντος, για ένα "ήθος" που ουδέποτε υπήρξε στην πραγματικότητα; Εν ολίγοις: μήπως ήταν πάντοτε ΑΡΔ οι δημοσιογράφοι;
Η αλήθεια είναι πως πολλοί δημοσιογράφοι ήταν ΑΡΔ από τη γέννηση κιόλας της δημοσιογραφίας. Μην πάτε τόσο μακριά. Αν ρίξετε μια ματιά στις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν πριν από σχεδόν εξήντα χρόνια στην Ελλάδα, όταν το διαδίκτυο ανήκε ακόμη στη σφαίρα της φαντασίας και κάποιοι καραβανάδες έκαναν εντατικές πρόβες για την κατάλυση της δημοκρατίας, θα διαπιστώσετε πως η πλειονότητα των δημοσιογράφων, όχι μονάχα εξυπηρετεί τα κομματικά και τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα της εκάστοτε εφημερίδας, αλλά δεν διστάζει και να εξυπηρετήσει τα ακριβώς αντίθετα όποτε "αλλάζει φανέλα". Γιατί πρέπει να μας θορυβεί αυτή η διαπίστωση; Μήπως οι δημοσιογράφοι είναι "ξένο σώμα" μέσα σ’ ένα λαό που καθημερινά αντιστέκεται στους εργοδότες του και προτιμάει να πεινάσει παρά να φάει "βρώμικο ψωμί"; Δεν είναι σάρκα από τη σάρκα του; Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν και δεν υπάρχουν δημοσιογράφοι, τόσο στην πατρίδα μας όσο και στο εξωτερικό, που έβαλαν και βάζουν καθημερινά το κεφάλι τους στο ντορβά. Είναι εξαιρέσεις. Ως στατιστικό δείγμα, ούτε λιγότερες ούτε περισσότερες από τις εξαιρέσεις στο σύνολο κάθε έθνους.
Υφίσταται όμως και μια πρόσθετη "ύβρις" στη σημερινή απαξίωση των δημοσιογράφων. Δεν ζούμε στη δυστοπία του Όργουελ, με κλεισμένη την κάνουλα των πληροφοριών, αλλά στη δυστοπία του Χάξλεϊ: η κάνουλα παραμένει διαρκώς ανοιχτή κι εμείς ξοδεύουμε ολοένα και περισσότερο χρόνο για να ξεσκαρτάρουμε τις αυθεντικές πληροφορίες από τις fake. Μέσα σε αυτό το ακραία τοξικό περιβάλλον, όπου κυριολεκτικά ο καθένας από εμάς έχει διαθέσιμο ένα εν δυνάμει απεριόριστο πλήθος "ευήκοων ώτων" προκειμένου να διαδώσει οποιαδήποτε τερατολογία, συκοφαντία, λοιδορία, δολοφονία χαρακτήρα επιθυμεί δίχως την παραμικρή υποχρέωση διασταύρωσης και τεκμηρίωσης, χρειάζεσαι αληθινή ιταμότητα για να στοχοποιείς συλλήβδην ως ΑΡΔ τους δημοσιογράφους. Ω, ναι. Χρειάζεσαι και γαμώ το θράσος.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr