
Κάθε φορά που διαβάζω τα διθυραμβικά και υποθέτω αρκετά υπερβολικά (αλλά καλά για εσωτερική- ψηφοθηρική κατανάλωση), για τον φοβερό και τρομερό θόλο του Αχιλλέα που θα προστατεύσει λέει το Αιγαίο και από τα drones, και από τους πυραύλους και από τα υποβρύχια και δεν θα φοβόμαστε πια κανέναν από τους οχτρούς μας, κάθε φορά που διαβάζω και για το νέο υπερόπλο που θα αγοράσουμε και θα μας τρέμουν όλοι οι γείτονες, φίλοι και εχθροί, ο νους μου γυρίζει στο βιβλίο του Τάσου Γιαννίτση (βλ. Ελλάδα 1953-2024, Χρόνος και Πολιτική Οικονομία, εκδόσεις Πατάκη) για το πώς φθάσαμε στη χρεοκοπία.
Γιατί γυρίζει εκεί το μυαλό μου; Τι σχέση έχει η οικονομική ανάλυση με την άμυνα; Γιατί ανάμεσα σε άλλα εξαιρετικά ενημερωτικά- και γιατί για παράδειγμα η Ελλάδα αδυνατεί να παράξει ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και να παρακολουθήσει τις διεθνείς τεχνολογικές εξελίξεις και να δημιουργήσει καινοτόμα προϊόντα- ο πρώην υπουργός και καθηγητής Τάσος Γιαννίτσης, έχει ένα πολύ κατατοπιστικό κεφάλαιο για τις αμυντικές βιομηχανίες.
Ένα πολύ κατατοπιστικό κεφάλαιο, που εξηγεί το πώς η Τουρκία επενδύοντας με σοβαρότητα στην αμυντική βιομηχανία κατάφερε να είναι σήμερα με 398 εκ. δολάρια εξαγωγές, στην 11η θέση διεθνώς ως εξαγωγική χώρα πολεμικού υλικού, έναντι 42ης της Ελλάδας, με μόλις 7 εκ. δολάρια εξαγωγές. Γεγονός που με τη σειρά του εξηγεί φυσικά και γιατί η Ευρώπη φλερτάρει με την Άγκυρα για την οικοδόμηση του ευρωπαϊκού στρατού και ας φωνάζουν εδώ ορισμένοι για "κερκόπορτες" και για τις ευρωπαϊκές αξίες και όλα αυτά που μας αρέσει να επαναλαμβάνουμε διαρκώς, αν και ξέρουμε ότι δεν μας ακούει κανείς (αλλά είναι καλά για εσωτερική- ψηφοθηρική κατανάλωση εννοείται).
Ήδη από το 1974 και μετά την εισβολή στην Κύπρο, και στις δυο χώρες, αφηγείται ο Τάσος Γιαννίτσης, οι δαπάνες για την άμυνα εκτοξεύονται στα ύψη, αναγκάζοντας Ελλάδα και Τουρκία να προσφύγουν στον εξωτερικό δανεισμό και με σημαντικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών. Έτσι, ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών επεκτείνεται σε ανταγωνισμό επιτόπιας παραγωγής πολεμικού υλικού, με την ίδρυση εθνικών επιχειρήσεων.
Η ΠΥΡΚΑΛ εθνικοποιείται και γίνεται ΕΑΣ (Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα), δημιουργείται η ΕΒΑΥ (Ελληνική Βιομηχανία Αεροπορικού Υλικού) που το 1977 μετονομάζεται σε ΕΑΒ (Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία), δημιουργείται η ΕΛΒΟ αλλά και η ΕΒΟ. Χρόνο να είχαμε, θα είχαμε φτιάξει και μερικές ακόμα επιχειρήσεις.
Μόνο που αντί οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις να επενδύσουν στα σοβαρά στην άμυνα και την τεχνολογία, χρησιμοποίησαν αυτές τις επιχειρήσεις για αθρόους ψηφοθηρικούς διορισμούς (και μάλιστα με υψηλούς μισθούς), χωρίς μέριμνα για τον στρατηγικό μετασχηματισμό τους και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό τους, με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε προβληματικές επιχειρήσεις, που διατηρούνται στη ζωή μόνο με κρατικές ενισχύσεις.
Η ΕΛΒΟ αρχικά ιδιωτικοποιήθηκε αλλά επέστρεψε στο δημόσιο. Μετά πουλήθηκε σε ισραηλινή εταιρεία (2020) για να παράγει ηλεκτροκίνητα λεωφορεία, αλλά τώρα οι πωλήσεις της εταιρείας αφορούν άχρηστο υλικό (scrap), η απασχόληση είναι υποτυπώδης και τα οικονομικά της αποτελέσματα αρνητικά. Η ΕΑΣ λέει ότι παράγει οπλικά συστήματα, αλλά το 2021 ελήφθη κυβερνητική απόφαση για την εγκατάσταση 11 υπουργείων στην περιοχή όπου βρίσκονταν οι βασικές εγκαταστάσεις της… Η ΕΑΒ παρέχει μόνο υπηρεσίες συντήρησης.
"Τα παραδείγματα αυτά, σημειώνει ο Τάσος Γιαννίτσης, δείχνουν ότι η ιστορία και η λογική των προβληματικών επιχειρήσεων δεν αφορούν μόνο τη δεκαετία του 80 και τον ΟΑΕ. Εκτείνονται μέχρι σήμερα με συνέπειες που δεν εξαντλούνται στο χρηματικό κόστος της στήριξης μιας σειράς από επιχειρήσεις στις οποίες ενεπλάκη το Δημόσιο, αλλά κυρίως στη διαιώνιση αντιλήψεων και πρακτικών, που με το πρόσχημα της ανάπτυξης, όπως και παλαιότερα, οδηγούν σε αποτελέσματα που δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της οικονομίας και την αποκόλληση από συνθήκες που προ ετών την οδήγησαν στην κρίση".
Και προσθέτει: "Ιδιαίτερα τα παραδείγματα της αμυντικής βιομηχανίας και των ναυπηγείων, που συστηματικά παρουσιάζονται ως κρίσιμες μονάδες για την άμυνα της χώρας, δείχνουν ότι η άμυνα δεν ήταν η πραγματική προτεραιότητα. Αμυντική πολιτική που οδηγεί σε πολλαπλάσιες δαπάνες απ΄ ότι θα προέκυπτε αν οι προμήθειες γίνονταν από τους διεθνείς κατασκευαστές προηγμένων οπλικών συστημάτων και σε χρόνους παράδοσης πολύ μεγαλύτερους, χωρίς να μπορεί να εκτιμηθεί και η ποιότητα των συστημάτων αυτών, έχει ως αποτέλεσμα πιο αδύναμη άμυνα".
Εδώ είμαστε σήμερα, αλλά ουδείς μοιάζει να ενδιαφέρεται. Προτιμούμε τις μεγαλοστομίες. Και τις αγορές πανάκριβων εξοπλισμών από το εξωτερικό εννοείται (που επίσης προσφέρονται για ψηφοθηρική κατανάλωση).
Την ίδια στιγμή, η Τουρκία, ήδη από τη δεκαετία του '70, επενδύει στην παραγωγή μικρού οπλισμού και αντιαεροπορικών ρουκετών στα εργοστάσια της Makina ve Kimya Endustrisi Kurumu, ιδρύεται η βιομηχανία οχημάτων διαφόρων τύπων με τη συνεργασία ξένων επιχειρήσεων, εξελίσσεται η παραγωγή διαφόρων τύπων σκαφών και υποβρυχίων μεγέθους περίπου 1.000 τόνων, ιδρύεται η βιομηχανία αεροπορικού υλικού (Turkish Aircraft co Tusas) με σκοπό τη συναρμολόγηση αεροπλάνων αλλά και ελικοπτέρων, και άλλα πολλά. Μεταξύ αυτών και η παραγωγή drones που εξάγονται και στην Ουκρανία.
Αποτέλεσμα;
Η Τουρκία πλέον παράγει μαζικές ποσότητες προϊόντων χαμηλής και μεσαίας τεχνολογικής έντασης, στα οποία η μεγάλη διεύρυνση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της συμπληρώνει το πολεμικό υλικό υψηλής τεχνολογίας που προμηθεύεται από τις μεγάλες δυνάμεις.
Η Τουρκία είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εξαγωγείς όπλων στον κόσμο και είναι σε θέση να παράγει ανταγωνιστικά προϊόντα και μάλιστα σε μεγάλη κλίμακα. Το 2022 στη γειτονική χώρα απασχολούνταν στον τομέα αυτό 81.132 άτομα, ενώ η παραγωγή υποστηρίζεται από πολλά πανεπιστήμια και ερευνητικούς φορείς, τεχνοπάρκα και παραγωγικά συμπλέγματα.
Εξίσου "δυσάρεστο", αλλά πολύ σημαντικό για την εθνική μας αυτογνωσία, είναι και το συμπέρασμα του Τάσου Γιαννίτση, στο κεφάλαιο αυτό για την αμυντική βιομηχανία και τη σύγκριση ανάμεσα στις δύο χώρες. Αφού μας καλεί να το δούμε σε συνδυασμό με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που το 2010 το μεν ελληνικό ήταν στο 67,7% του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της Τουρκίας στο 26,9%, ενώ το 2020, το ελληνικό ήταν στο 45,2% και το τουρκικό στο 20,6%. Ο πληθυσμός Ελλάδας και Τουρκίας την ίδια στιγμή, το 2022 ήταν 10,4 και 85 εκατομμύρια αντίστοιχα και το 2050 προβλέπεται να βρίσκονται σε 8,9 εκατ. (Ελλάδα) και 91,3 εκατ. (Τουρκία).
Και ο Τάσος Γιαννίτσης καταλήγει:
"Τα μεγέθη αυτά ξεπερνούν κατά πολύ την οικονομική σκοπιά. Όταν οι γεωπολιτικές ισορροπίες απασχολούν τόσο έντονα και παθιασμένα τη δημόσια συζήτηση, η απόλυτη αδιαφορία για το πού οδηγούνται οι δυο χώρες με τις οικονομικές και άλλες πολιτικές που ακολουθούνται, κάποια στιγμή θα έχει αποτελέσει ένα από τα βασικά αίτια των ανισορροπιών και των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν."
Πηγή: Capital.gr
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr