Για χρόνια το θέμα αποτελούσε πηγή έντασης με τη σύζυγό μου. "Γιατί τώρα πρέπει", μου γκρίνιαζε, "να περπατήσουμε άλλα δυο χιλιόμετρα για να είμαστε μόνοι στην παραλία. Δεν είναι ωραία και εδώ με τις ομπρέλες;" Εγώ φυσικά επέμενα και συνεχίζαμε έως ότου το περιβάλλον να ανταποκρίνεται με τις απαιτήσεις. Ήταν όμως μόνο μια παραξενιά; Μήπως ήμουν θύμα των διαφημίσεων, που όλες δείχνουν τις παραλίες άδειες από κόσμο; Μήπως ήταν κανενός είδους μισανθρωπισμός;
Αργότερα όταν ο πρωινός πρωινός περίπατος στο βουνό ή στην εξοχή μου έγινε απαραίτητη συνήθεια και σχεδόν φυσική ανάγκη, μπόρεσα να διατυπώσω μια "θεωρία" για τους λόγους των σχεδόν εμμονικών μου συνηθειών και να δώσω και μια ερμηνεία της απόλαυσης. Γιατί όταν εξηγείς και ερμηνεύεις κάτι, η απόλαυση είναι μεγαλύτερη.
Αυτό που απολαμβάνω λοιπόν στους πρωινούς μου περιπάτους, είναι η επαφή με τη φύση και το πράσινο, ο καθαρός αέρας, η δροσιά του ξημερώματος στη φύση, η απόλυτη ησυχία μέσα στο δάσος και ειδικά νωρίς το πρωί, η φυσική άσκηση φυσικά και η σωματική κόπωση αλλά και- last but not least- η απόλαυση που προσφέρω στον τετράποδο συνοδό μου.
Και μπορεί στις καλοκαιρινές διακοπές και στις συνθήκες καύσωνα, οι πρωινοί περίπατοι να προσαρμόζονται στις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής, αλλά στην επιλογή της παραλίας, η θεωρία μου ισχύει στο ακέραιο. Γιατί θέλουμε να κάνουμε μπάνιο;
Γιατί τρέχουμε στις παραλίες;
Γιατί θέλουμε να αισθανθούμε την επαφή με τη φύση και τη θάλασσα, να νιώσουμε τη δροσιά του υγρού στοιχείου, να ακούσουμε τον παφλασμό των κυμάτων και τον αέρα που φυσάει, να τεντώσουμε το σώμα μας μέσα στο νερό, να ασκηθούμε κάνοντας μερικές απλωτές η μακροβούτια και έπειτα να ξαπλώσουμε στον ήλιο και πάνω στην καυτή άμμο, έστω και για λίγο. Το ιδανικό είναι να βρούμε ένα αρμυρίκι και να χωθούμε από κάτω και από εκεί να θαυμάζουμε τη θάλασσα, το κύμα και τον ορίζοντα. Και για να χρησιμοποιήσω μια φράση αηδία που έχει γίνει τσίχλα πλέον από την πολλή χρήση, να είμαστε εμείς και το απέραντο γαλάζιο. Εντάξει, και η παρέα μας, μην υπερβάλουμε.
Αυτό που μας προσφέρει όμως ο ελληνικός τουρισμός, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την παραπάνω περιγραφή. Η παραλία έχει καταληφθεί εξ ολοκλήρου από ομπρέλες και ξαπλώστρες, συνήθως η μια κολλητά στην άλλη κιόλας, ώστε να πρέπει υποχρεωτικά να ακούς και όλους τους διαλόγους της οικογένειας παρά δίπλα (ακόμα και όταν η μαμά δεν ουρλιάζει στα παιδιά της), ενώ ακριβώς από πίσω από τις ξαπλώστρες- εκεί όπου κάποτε υπήρχαν τα αρμυρίκια- υπάρχει φυσικά το περίφημο μπιτς- μπαρ, με τη μουσική στη διαπασών βεβαίως βεβαίως, και με διάφορες μυρωδιές από τις τοπικές σπεσιαλιτέ- burger δηλαδή ή burritos - να διαχέονται στον αέρα. Είναι δυνατόν υπό αυτές τις συνθήκες, να νιώσεις κανενός είδους επαφή με τη φύση; Όταν η παραλία μοιάζει με το καθιστικό σου- εκτός από τις chaise longues υπάρχει και πολυθρονάκι παρακαλώ και τραπεζάκι και πιθανώς και ανεμιστήρας- και ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι η φωνή του Αργυρού; Η απάντηση είναι όχι.
Εντάξει, δεν θα μπορούσε ίσως να γίνει πολύ διαφορετικά από τη στιγμή που η μισή Ελλάδα απασχολείται και ζει από τον τουρισμό και συνεπώς και η παραλία "οφείλει" να δώσει εισόδημα. Το παράδοξο είναι πάντως, πως αυτή "η αστικοποίηση της παραλίας"- διάβασα πρόσφατα αυτόν τον όρο και μου φάνηκε μάλλον επιτυχημένος- καθόλου δεν προκαλεί διαμαρτυρίες και απογοητεύσεις. Αντίθετα, σίγουρα ανταποκρίνεται σε μια ζήτηση.
Βρέθηκα προ ημερών σε ένα πολύ ήσυχο, μικροσκοπικό νησάκι του βορείου Αιγαίου. Οι παραλίες, νωρίς το πρωί ειδικά, ήταν τελείως ήσυχες, άδειες από κόσμο. Μπορούσες να απολαύσεις τη θάλασσα, τη δροσιά της, να νιώσεις το δυνατό μελτέμι και να ατενίσεις τη θέα. Μπορούσες να περπατήσεις από τη μία άκρη της παραλίας στην άλλη, χωρίς να συναντήσεις ψυχή. Αντε κανέναν ηλικιωμένο- στην ηλικία μου δηλαδή- που έκανε τη βουτιά του και ύστερα από λίγο αποχωρούσε. Ήταν πραγματική απόλαυση. Ένιωθες πραγματικά κοντά στη φύση.
Μου έκανε πάντως εντύπωση, ότι ακόμα και κοντά στο μεσημέρι, οι παραλίες παρέμεναν πολύ ήσυχες. Παραπάνω ήσυχες από ότι εξηγούσε ο πολύ περιορισμένος τουρισμός του νησιού. Τι συνέβαινε; Πού ήταν ο κόσμος;
Την απάντηση μου έδωσε μια βόλτα στα δυτικά του νησιού, εκεί όπου υπήρχε η μοναδική οργανωμένη παραλία. Γύρω στις 11 το πρωί τα αυτοκίνητα ήδη έκαναν ουρά έξω από την είσοδο της παραλίας, παρκαρισμένα όπως όπως στην άκρη του δρόμου. Η παραλία ήταν φίσκα. Να που είχαν πάει όλοι. Ακόμα και τα κότερα που έδεναν στο λιμάνι, έφευγαν το πρωί και έδεναν ανοιχτά της οργανωμένη παραλίας…
Όλες οι θέσεις ήταν πιασμένες φυσικά, όλες οι καρέκλες ήταν πιασμένες, και η θάλασσα ήταν γεμάτη με λουόμενους. Τα ίδια και στο μπιτς- μπαρ φυσικά. Εκεί όπου διάφορες παρέες απολάμβαναν τη δυνατή μουσική και κυρίως… το κινητό τους. Σκρολάροντας επί ώρα, εν αναμονή του freddo. Υποθέτω θα μπορούσαν να ήταν οπουδήποτε. Σε μια παραλία αλλά και σε μια πισίνα ξενοδοχείου. Η θάλασσα ήταν απλώς το ντεκόρ για ορισμένες φωτογραφίες για τα social. Ορισμένοι είχαν γυρισμένη και την πλάτη στη θάλασσα ώστε να μπορούν απερίσπαστοι να διαβάσουν τις αναρτήσεις ή να σχολιάσουν τις αναρτήσεις ή να απαντήσουν στις αναρτήσεις. Να ασχοληθούν τέλος πάντων με το κινητό τους.
Αλλά φυσικά ποιος είμαι εγώ για να σχολιάσω πώς περνάει ο καθένας τις διακοπές του. Τι ψάχνει να κάνει στον ελεύθερο χρόνο του και τι απολαμβάνει. Περί ορέξεως… Αντίθετα, φεύγοντας επιτέλους από το μπιτσόμπραρο με την δυνατή μουσική, ένιωσα μια ευγνωμοσύνη για την ύπαρξή του.
Γιατί και αύριο στην παραλία πιο κάτω, κάτω από το μοναστήρι, δεν θα υπάρχει ψυχή. Απόλαυση.