
Ο Βρετανός (Σκοτσέζος, για την ακρίβεια) Άρθουρ Κόναν Ντόιλ (1859-1930), ο δημιουργός του αθάνατου Σέρλοκ Χολμς, θεωρείται παράλληλα ως ο πιο επίμονος και πειστικός εισηγητής του ορθού λόγου στην εγκληματολογική έρευνα. Έκτοτε, μια σειρά από παρωδίες, άλλοτε περισσότερο και άλλες λιγότερο επιτυχημένες, χλεύασαν μέχρι τελικής πτώσεως την "ικανότητα" του Χολμς να καταλήγει με την ασυναγώνιστη επαγωγική του μέθοδο στο χρώμα των μαλλιών ενός υπόπτου από το αποτσίγαρο στο τασάκι του, αλλά όταν στα νιάτα μου διάβαζα μανιωδώς τις περιπέτειες του Χολμς, πρέπει να σας πω ότι είχα μείνει άναυδος από την πειστικότητα αυτής της μεθόδου και, κατ’ επέκτασιν, την αποκαλυπτική δύναμη του ορθού λόγου όποτε με συνέπεια και υπομονή τον ακολουθείς βήμα προς βήμα.
Ηχεί λοιπόν σχεδόν σαν λοιδορία κάποιου μοχθηρού πεπρωμένου το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος, ο σιδερένιος βραχίονας της αρχής που πρεσβεύει πως "δεν αποδεχόμαστε οτιδήποτε δεν αποδεικνύεται", στα στερνά του χρόνια, λυγισμένος από την κατάθλιψη (μέσα σε σχετικά σύντομο διάστημα έχασε την πρώτη σύζυγό του, τον πρωτότοκο γιο του, τον αδελφό του, καθώς και άλλα οικεία του πρόσωπα), στράφηκε προς την πιο κραυγαλέα μορφή ανορθολογισμού: τον αποκρυφισμό. Τι να πεις, λόγου χάριν, για την καρδιακή του σχέση με τον Αμερικανό "μάγο" Χάρι Χουντίνι, τον "βασιλιά των αποδράσεων", που κακοφόρμισε αρχικά σε ήπια ιδιωτική διένεξη και κατόπιν σε απροκάλυπτη δημόσια έχθρα; Αντίστροφα από ότι θα περίμενε κανείς, ήταν ο ίδιος ο Χουντίνι που επέμενε ότι δεν υπήρχε τίποτε το "μαγικό" στα "μάγια" του, ήταν όλα προϊόντα σχεδιασμού, πειθαρχίας κι εκγύμνασης, την ίδια ώρα που ο Ντόιλ εξακολουθούσε να ισχυρίζεται ότι ο Χουντίνι ήταν απλώς το δοχείο υπερφυσικών δυνάμεων.
Εκεί όμως όπου ο Ντόιλ υπέγραψε οριστικά τον δημόσιο εξευτελισμό του ήταν με την περίπτωση της Έλσι Ράιτ και της Φρανς Γκρίφιθς, δεκαέξι κι εννέα ετών αντιστοίχως. Το 1917, η έφηβη Έλσι και η μικρή Φρανς παρουσίασαν φωτογραφίες που εικόνιζαν τις ίδιες να χορεύουν στον κήπο τους παρέα με μικροσκοπικές "νεράιδες". Οι φωτογραφίες υπέπεσαν στην αντίληψη του Ντόιλ τρία χρόνια αργότερα –μια δεκαετία προτού πεθάνει- και ισχυρίστηκε ότι είναι αυθεντικές πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αδιάψευστα φωτογραφικά ντοκουμέντα ενός "κόσμου πνευμάτων" που συνυπάρχει παράλληλα με τον δικό μας. Εάν αφήσουμε στην άκρη (κάτι που, εξυπακούεται, δεν γνώριζε ο Ντόιλ όσο ζούσε) την παραδοχή της Έλσι, σε προχωρημένα γεράματα, ότι η όλη ιστορία δεν ήταν παρά μια αθώα τους φάρσα που πήρε αναπάντεχα τεράστιες διαστάσεις, μένουμε και πάλι εμβρόντητοι από την "αφέλεια" ενός αλήστου μνήμης ορθολογικού κολοσσού σαν τον καημένο τον Άρθουρ: οι φωτογραφίες με τις "νεράιδες", ως αρχαίες –ίσως και οι πρώτες ή ανάμεσα στις πρώτες- "φωτοσοπιές", είναι τόσο άτεχνες και άγαρμπες, ώστε να βγάζει μάτι η χαρτοκοπτική με τις φιγούρες τους, ακόμη και το καρφίτσωμά τους στα δέντρα του κήπου. Πώς είναι δυνατόν να εξαπατήθηκε αυτός ο γερόλυκος; Θα μου πείτε, από την άλλη, πριν από έναν αιώνα και βάλε, το μάτι μας δεν ήταν τόσο εξασκημένο στο να εντοπίζει φωτογραφικές απάτες όσο είναι σήμερα. Σωστό κι αυτό.
Ωστόσο, το δυστύχημα είναι πως εάν, μέσα σε αυτόν τον αιώνα, η εξάσκηση του ματιού μας προχώρησε δέκα φορές, οι τεχνικές της εξαπάτησης προχώρησαν δέκα χιλιάδες. Προχτές μόλις διάβασα ότι αρκεί να υποκλέψουν λίγα δευτερόλεπτα από τη φωνή μας ώστε να δημιουργήσουν με πρόγραμμα Τεχνητής Νοημοσύνης (AI) ένα απολύτως "πιστευτό" αντίγραφό της και, μέσω αυτού, να εκβιάσουν τα οικεία μας πρόσωπα ώστε να τους αποσπάσουν ένα σεβαστό ποσό, εάν θέλουν να μας… ξαναδούν ζωντανούς (ενόσω εμείς κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου)· οι ειδικοί, μάλιστα, μας προτείνουν να υιοθετήσουμε όσο το δυνατόν συντομότερα κάποιες "κωδικές λέξεις" συνεννόησης μεταξύ μας, που θα αποφύγουμε επιμελώς να τις καταγράψουμε σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό μέσο, προκειμένου να αναγνωρίζουμε τους πραγματικούς από τους fake συγγενείς μας στο τηλέφωνο. Τις προάλλες ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, σε τηλεφωνική του επικοινωνία με έναν γνωστό του καθηγητή, ίδρωσε να τον πείσει ότι είναι ο "ορίτζιναλ" και όχι κάποιος υψηλής τεχνολογίας "Μητσικώστας".
Τέλος, επιτρέψτε μου να καταθέσω και μια προσωπική μου εμπειρία. Πέρυσι τον Μάρτιο, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μανώλης Ανδριωτάκης, στο πλαίσιο μιας έρευνάς του για την "Καθημερινή", μου ζήτησε να γράψω πώς φανταζόμουν το μέλλον της γραφής και, αλίμονο, το μέλλον των συγγραφέων στα χρόνια της Τεχνητής Νοημοσύνης. Προτού όμως του στείλω το δικό μου κείμενο, μου έστειλε αυτός ένα κείμενο που ζήτησε από ένα πρόγραμμα ChatGPT, θέτοντάς του το υποθετικό ερώτημα πώς θα απαντούσα εγώ στη σχετική απορία. Ομολογώ ότι τρομοκρατήθηκα με την γραπτή απάντηση του ChatGPT: ήταν πιο "δική μου" και από "δική μου". Κατέληξα έτσι στο δυσοίωνο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος στο κοντινό μέλλον –ίσως ήδη και στο παρόν- για να διακρίνουμε ποια κείμενα γράφουμε εμείς και ποια κείμενα γράφουν τα προγράμματα, θα είναι τα λάθη. Όχι τα λάθη που θα κάνουν τα προγράμματα. Τα λάθη που θα κάνουμε εμείς.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr